Πηγή: Ριζοσπάστης, Κυριακή 21 Οκτώβρη 2012
Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, ημέρα Σάββατο, στο χωριό του Χορτιάτη έφθασαν ισχυρές
δυνάμεις του γερμανικού στρατού, περίπου τριακόσιοι στρατιώτες,
συνοδευόμενες από ογδόντα περίπου ταγματασφαλίτες της μονάδας του
Σούμπερτ. Αποστολή τους ήταν να κάψουν το χωριό μαζί με τους κατοίκους
του. Να μην αφήσουν πέτρα στην πέτρα, να μην αφήσουν άνθρωπο ζωντανό. Ο
σκοπός τους ήταν να εμφυτεύσουν τον τρόμο στην ψυχή των ανθρώπων, να
κάνουν την αγριότητα πολιτικό και στρατιωτικό επιχείρημα.Βρισκόμασταν
στο τέλος της Κατοχής, οι Γερμανοί σύντομα θα έπαιρναν το δύσκολο και
επικίνδυνο δρόμο της υποχώρησης για τη μακρινή τους πατρίδα. Πίστευαν
ότι θα είναι πιο ασφαλείς αν μετέτρεπαν το μίσος των κατακτημένων σε
τρόμο και ανασφάλεια, αν έπνιγαν στο αίμα και στα δάκρυα τη διάθεση
εκδίκησης και το μαχητικό πνεύμα ενός λαού που έβλεπε να πλησιάζει η
λευτεριά του.
Από κοντά και οι ταγματασφαλίτες, «τεχνικοί
σύμβουλοι» στην καταστροφή. Αυτοί θα έμεναν. Επένδυαν στον ίδιο τρόμο,
στο ίδιο πρότυπο του μαρτυρικού θανάτου. Μέσα από αυτά θα αναχαίτιζαν,
έλπιζαν, τις λαϊκές προσδοκίες και θα εξασφάλιζαν το αύριο της φαύλης
τους ύπαρξης και του προδοτικού δοσιλογισμού.