Του Αρη Χαζτηστεφάνου
Κάποτε ζούσε ένας κύριος που λεγόταν Μπανκς (τράπεζα) και θέλησε να φέρει τον γιο του, τον μικρό Μάικλ, να δει πώς περνάει τις μέρες του στη δουλειά. Τα στελέχη της τράπεζας προσπάθησαν να πείσουν τον Μάικλ να καταθέσει το χαρτζιλίκι του σε ένα λογαριασμό και τελικά του το άρπαξαν από το χέρι. Ο μικρός όμως αντέδρασε γιατί ήθελε με τα χρήματα να αγοράσει σπόρους για να ταΐσει τα περιστέρια. «Δώσε μου τα λεφτά μου πίσω» φώναζε στον διευθυντή της τράπεζας. «Γιατί δεν δίνουν τα λεφτά του παιδιού;» αναρωτήθηκε τότε ένας άλλος πελάτης. «Θέλω κι εγώ τα λεφτά μου πίσω» είπε ένας τρίτος. Και τότε ο διευθυντής της τράπεζας φώναξε: «Σταματήστε τις πληρωμές». Η τράπεζα χρεοκόπησε καθώς είχε μόλις σημειωθεί αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν Bank Run – ένας τραπεζικός πανικός.
Κάποτε ζούσε ένας κύριος που λεγόταν Μπανκς (τράπεζα) και θέλησε να φέρει τον γιο του, τον μικρό Μάικλ, να δει πώς περνάει τις μέρες του στη δουλειά. Τα στελέχη της τράπεζας προσπάθησαν να πείσουν τον Μάικλ να καταθέσει το χαρτζιλίκι του σε ένα λογαριασμό και τελικά του το άρπαξαν από το χέρι. Ο μικρός όμως αντέδρασε γιατί ήθελε με τα χρήματα να αγοράσει σπόρους για να ταΐσει τα περιστέρια. «Δώσε μου τα λεφτά μου πίσω» φώναζε στον διευθυντή της τράπεζας. «Γιατί δεν δίνουν τα λεφτά του παιδιού;» αναρωτήθηκε τότε ένας άλλος πελάτης. «Θέλω κι εγώ τα λεφτά μου πίσω» είπε ένας τρίτος. Και τότε ο διευθυντής της τράπεζας φώναξε: «Σταματήστε τις πληρωμές». Η τράπεζα χρεοκόπησε καθώς είχε μόλις σημειωθεί αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν Bank Run – ένας τραπεζικός πανικός.
23/03/2013
INFOWAR