Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Ο Λένιν για την αναγκαιότητα των μεταβατικών αιτημάτων

Τρίτη, 29 Ιανουάριος 2013
 Συντάχθηκε απο τον/την Εργατικός Αγώνας

Δεκαπέντε μέρες πριν την Οχτωβριανή επανάσταση υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση και αντιπαράθεση απόψεων ανάμεσα στον Λένιν και στον Μπουχάριν. Σε αυτή τη συζήτηση ο Μπουχάριν υποστήριζε ότι, λίγο πριν την εκδήλωση της επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, δεν υπάρχει ανάγκη διατύπωσης στο πρόγραμμα του κόμματος ενός συνόλου μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό με τη μορφή ενός προγράμματος - μίνιμουμ, όπως χαρακτηριζόταν στην πολιτική γλώσσα της εποχής.

Η αντιπαράθεση αυτή είναι πολύ χρήσιμη και επίκαιρη. Η εγκυρότητα της λενινιστικής ανάλυσης έχει εξάλλου επιβεβαιωθεί από κάθε επαναστατική εμπειρία (επιτυχή ή όχι) που γνώρισε έκτοτε η ανθρωπότητα. Ο Λένιν υποστήριζε πάγια ότι στο δρόμο προς την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας υπάρχει ανάγκη διατύπωσης μιας δέσμης μεταβατικών μέτρων, ενός προγράμματος μίνιμουμ που θα είναι βέβαια διαλεκτικά δεμένο με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης. Πρόκειται για μια γέφυρα που βοηθά να περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη του ποταμού.

Τι περιλαμβάνει αυτό; Περιλαμβάνει μια σειρά μέτρα, μια δέσμη διεκδικήσεων που 1. Παίρνουν υπόψη τους τις υπάρχουσες, αντικειμενικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, τόσο τις εσωτερικές όσο και τις διεθνείς. 2. Λαμβάνουν υπόψη τους το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού. Εννοείται πως οι ανωτέρω παράγοντες επιβάλλουν τη διαφοροποίηση του περιεχομένου των μεταβατικών αιτημάτων ανάλογα με τη διαφοροποίηση των παραπάνω παραγόντων.

Πολλά από τα αιτήματα αυτά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επιτευχθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων. Το σύνολο όμως των αιτημάτων για να υλοποιηθεί, οδηγεί αντικειμενικά, ωθεί προς τη ρήξη με το αστικό σύστημα, θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της εξουσίας.

Το περιεχόμενο

Έτσι, το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, όπως τροποποιήθηκε μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, περιλάμβανε μια σειρά πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις. Οι διεκδικήσεις αυτές διατυπώθηκαν με βάση τους δυο παραπάνω άξονες.

Οι πολιτικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν μέτρα που έθεταν στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης «το άμεσο καθήκον της πάλης για μια κρατική συγκρότηση που εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την οικονομική ανάπτυξη και τα δικαιώματα του λαού γενικά, όσο και τη δυνατότητα του πιο ανώδυνου περάσματος στο σοσιαλισμό ιδιαίτερα»[1]. Οι προτάσεις έπαιρναν υπόψη τους την αντικειμενική οικονομική πραγματικότητα της Ρωσίας (το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού), τον επαναστατικό αναβρασμό στον οποίο βρισκόταν ο λαός αλλά και την επιρροή της προσωρινής κυβέρνησης, την εξαγγελία της για σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης, τα οξυμμένα οικονομικά προβλήματα που είχε προκαλέσει ο πόλεμος.

Σε πολιτικό επίπεδο, ο Λένιν και το πρόγραμμα των μπολσεβίκων που τελικά υιοθετήθηκε περιλάμβανε 16 σημεία[2]. Πρότεινε να υιοθετηθεί ένα «σύνταγμα της λαοκρατικής δημοκρατίας» που θα είχε τα εξής χαρακτηριστικά: η ανώτατη κρατική εξουσία θα ανήκει σε μια μόνο βουλή της οποίας οι αντιπρόσωποι θα εκλέγονται από το λαό με αναλογική, θα είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή από αυτόν. Το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και με όλα τα τοπικά όργανα εξουσίας, τους δικαστές, η αμοιβή όλων των κρατικών στελεχών να γίνεται με συνηθισμένο εργατικό μισθό. Παράλληλα, πρότεινε την αντικατάσταση της αστυνομίας και του στρατού από τον καθολικά εξοπλισμένο λαό[3].

Μαζί με αυτές, τις κομβικής σημασίας προτάσεις υπήρχαν και άλλες για την κατοχύρωση του απαραβίαστου του ατόμου, την πλήρη ελευθερία των συγκεντρώσεων, του τύπου, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος κλπ.

Στο οικονομικό επίπεδο οι προτάσεις ξεκινούσαν από την επιβολή προοδευτικής φορολογίας για να εισάγουν την κομβικής σημασίας διεκδίκηση της εθνικοποίησης των τραπεζών και των τραστ, των πολύ μεγάλων δηλαδή επιχειρήσεων.

Συνολικά οι οικονομικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν 13 σημεία, συν επιπλέον 4 που αφορούσαν τους αγρότες. Σε αυτά περιέχονταν το οκτάωρο, η απαγόρευση των υπερωριών, της νυχτερινής εργασίας (με κάποιες εξαιρέσεις), της παιδικής εργασίας, η επιβολή κοινωνικής ασφάλισης, η οργάνωση επιθεώρησης εργασίας από τους ίδιους τους εργάτες κλπ[4].

Ιδιαίτερη σημασία απέδιδαν ο Λένιν και το μπολσεβίκικο κόμμα στην εθνικοποίηση των τραπεζών και των πιο μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων καθώς και στον εργατικό έλεγχο τόσο των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων όσο και γενικότερα. Ο εργατικός έλεγχος είχε αναδειχθεί από τον Λένιν ως εκείνο το πεδίο της ταξικής πάλης, εκείνος ο μοχλός, που θα εξασφάλιζε την παρέμβαση της εργατικής τάξης στην οικονομία για την αντιμετώπιση των επειγόντων προβλημάτων. Το αίτημα του εργατικού ελέγχου συνδεόταν με εκείνο του περιορισμού της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, της δήμευσης των υπερκερδών των ισχυρών καπιταλιστών από τον πόλεμο.

«Τα μέτρα αυτά δεν σημαίνουν ακόμη σοσιαλισμό», τόνιζε ο Λένιν[5]. Όμως, μέσω αυτών διαπαιδαγωγείται η εργατική τάξη στην ανάγκη να αναλάβει η ίδια την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Γι’ αυτό τόνιζε (τον Απρίλιο του 1917) ότι ο εργατικός έλεγχος πρέπει να επιβληθεί και να προετοιμαστεί το έδαφος για την εθνικοποίηση[6]. Στη συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων τον Απρίλιο του 1917 υπογράμμιζε επίσης ότι το κύριο λάθος των επαναστατών ήταν ότι «το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα»[7]. «Όχι «εφαρμογή» του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά πέρασμα αμέσως μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων απομέρους του Σοβιέτ των εργατών βουλευτών»[8].

Μεταβολή των μεταβατικών αιτημάτων ανάλογα με τις συνθήκες

Έχει σημασία να σημειωθεί πώς ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων μετέβαλλαν τα μεταβατικά αιτήματά τους ανάλογα με την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών και των διαθέσεων του λαού. Με διαφορετικό τρόπο έθεταν τα πολιτικά αιτήματα πριν την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917[9] που γκρέμισε τον τσαρισμό και με διαφορετικό τρόπο μετά από αυτήν.

Μετά την επανάσταση αυτή και την άνοδο του λαϊκού κινήματος που έφερε την εμφάνιση των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων (σοβιέτ), επόμενο ήταν η θέση να αλλάξει. Η εμπειρία της ταξικής πάλης είχε εμφανίσει τα συμβούλια (σοβιέτ) στα οποία συσπειρωνόταν η μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Τα συμβούλια (σοβιέτ) είχαν το χαρακτηριστικό ότι στηρίζονταν στις συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, έδιναν τη δυνατότητα στο λαό για πολύ πιο άμεση συμμετοχή στις αποφάσεις, εξασφάλιζαν τη δυνατότητα ελέγχου των αντιπροσώπων σε όλα τα επίπεδα, έδιναν τη δυνατότητα ανάκλησής τους από το λαό.

Ήταν λογικό, από τη στιγμή που εμφανίστηκαν και είχαν τέτοια προωθημένα δημοκρατικά χαρακτηριστικά, το βασικό αίτημα των μπολσεβίκων να διαμορφωθεί στη λογική της ανάπτυξης και εδραίωσης αυτών των χαρακτηριστικών. Έτσι, στο πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος που αναθεωρήθηκε τον Απρίλιο – Μάιο του 1917 και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αναφέρονται οι εξής διεκδικήσεις:

1. «Το Κόμμα παλεύει για μια πιο δημοκρατική προλεταριακή – αγροτική δημοκρατία, στην οποία η αστυνομία και ο τακτικός στρατός καταργούνται ολοκληρωτικά και αντικατασταίνονται από τον καθολικά εξοπλισμένο λαό, από την παλλαϊκή πολιτοφυλακή»[10]. Το μέτρο αυτό είχε εν μέρει υλοποιηθεί ήδη με τη δυναμική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φεβρουαρίου. Η παλλαϊκή πολιτοφυλακή υπήρχε ήδη, ο στρατός και η αστυνομία όμως του αστικού κράτους υφίσταντο εξίσου.

2. Όλοι οι δημόσιοι αξιωματούχοι πρέπει να είναι αιρετοί και ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και η αμοιβή τους δεν θα πρέπει να ξεπερνά αυτή ενός καλού εργάτη.

3. «Τα κοινοβουλευτικά – αντιπροσωπευτικά σώματα αντικατασταίνονται βαθμιαία από τα Σοβιέτ των αντιπροσώπων του λαού».

4. «Το Σύνταγμα της λαοκρατικής δημοκρατίας της Ρωσίας» έπρεπε να εξασφαλίζει ότι η κρατική εξουσία θα συγκεντρώνεται «σε μια μόνο Βουλή», «δίχρονη διάρκεια των Κοινοβουλίων», «αναλογική αντιπροσώπευση σε όλες τις εκλογές», «οι αντιπρόσωποι και οι εκλεγμένοι να μπορούν να ανακληθούν σε οποιαδήποτε στιγμή με απόφαση της πλειοψηφίας των εκλογέων τους»[11].

Φαίνεται λοιπόν πως ο Λένιν διατύπωνε μια σειρά πολιτικές διεκδικήσεις που, στο σύνολό τους, έτειναν να υπερβούν τη λογική και το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Τα διατύπωνε βέβαια με βάση την διαμορφωμένη πραγματικότητα και το επίπεδο συνείδησης του λαού. Κριτήριό του ήταν ότι τα αιτήματα αυτά πρέπει να εισάγουν ένα επίπεδο δημοκρατίας που να μην «περιοριστεί στην αστική-κοινοβουλευτική ρεπουμπλικανική δημοκρατία»[12].

Ο Λένιν δεν αρκούνταν στην προβολή της ανάγκης της επιβολής της κρατικής εξουσίας της εργατικής τάξης αλλά διατύπωνε συγκεκριμένα βήματα, προσαρμοσμένα στις κάθε φορά συνθήκες, που οδηγούν αναπόφευκτα προς αυτή την κατεύθυνση. Στο κορυφαίο θεωρητικό του έργο για το κράτος που έγραψε λίγο πριν την επανάσταση, αναφερόταν στον Ένγκελς για να τονίσει: «ο Ένγκελς επαναλαβαίνει εδώ με εξαιρετικά παραστατική μορφή τη βασική εκείνη ιδέα που περνάει σαν κόκκινη κλωστή μέσα απ’ όλα τα έργα του Μαρξ, και συγκεκριμένα ότι η λαοκρατική δημοκρατία είναι η πιο κοντινή πρόσβαση προς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Γιατί αυτή η δημοκρατία, χωρίς να παραμερίζει καθόλου την κυριαρχία του κεφαλαίου, συνεπώς και την καταπίεση των μαζών και την ταξική πάλη, οδηγεί αναπόφευκτα σε τέτιο πλάταιμα, ξετύλιγμα, φανέρωμα και όξυνση της πάλης, που μια και γεννιέται η δυνατότητα να ικανοποιηθούν τα βασικά συμφέροντα των καταπιεζόμενων μαζών, η δυνατότητα αυτή πραγματοποιείται αναπότρεπτα και μοναδικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου»[13].

Το σημαντικό για τους επαναστάτες, έγραφε ο Λένιν, είναι «η εξεύρεση της μορφής για το πέρασμα ή για το πλησίασμα στην προλεταριακή επανάσταση»[14]. Το ζήτημα δηλαδή κατά τον Λένιν ήταν να βρει κάθε φορά εκείνα τα δημοκρατικά αιτήματα που ήταν κατάλληλα, ξεκινώντας από την εκάστοτε πραγματικότητα, για να οδηγήσουν σε μια βαθιά, επαναστατική δημοκρατία. Η πραγματική συμμετοχή της εργατικής τάξης και του λαού, που διασφαλίζεται μέσα από λαογέννητους θεσμούς που διευκολύνουν τη συμμετοχή αυτή και την κάνουν ουσιαστική, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Έγραφε το Σεπτέμβριο του 1917, ένα μήνα πριν την οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση και επανέλαβε τη θέση αυτή και μετά τη νίκη της επανάστασης: στις συνθήκες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, «το επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος, δηλαδή το κράτος που καταλύει επαναστατικά κάθε λογής προνόμια, που δεν φοβάται να πραγματοποιήσει επαναστατικά τον πιο πλήρη δημοκρατισμό… σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό!»[15]. Και βέβαια, κανείς δεν διανοήθηκε στα σοβαρά να κατηγορήσει τον Λένιν για “σταδιοποίηση” και για εισαγωγή μιας ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στην αστική και την εργατική!

Με αυτές τις σκέψεις ο Λένιν δεν εισήγαγε ένα καινούργιο τύπου κράτους, ανάμεσα στο αστικό και στο εργατικό κράτος. Απλούστατα τόνιζε τη σημασία των μεταβατικών αιτημάτων που οδηγούν στην επαναστατική ρήξη, που καθιστούν κατανοητό στο λαό το δρόμο που πρέπει να βαδίσει, που οδηγούν στην ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης και στην εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.

Στα οικονομικά αιτήματα, η αιτιολόγηση της διεκδίκησης της εθνικοποίησης των τραπεζών βασιζόταν σε τρία επιχειρήματα:

1. την υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού,

2. το χάος και τη δυστυχία που δημιούργησε ο πόλεμος,

3. το γεγονός ότι εξαιτίας των δυο προηγούμενων «προβάλλεται από παντού το αίτημα της επιβολής κρατικού και κοινωνικού ελέγχου στην παραγωγή και τη διανομή των σπουδαιότερων προϊόντων, υποχρεώνει το Κόμμα να ζητάει την εθνικοποίηση των τραπεζών, των καπιταλιστικών συνδικάτων (των τραστ) κτλ.» (υπογρ. ΔΚ)[16]. Είναι φανερό από το παραπάνω κείμενο ότι ο Λένιν χρησιμοποιούσε τις κατάλληλες εκφράσεις και επιχειρήματα προκειμένου να δέσει το αίτημα της εθνικοποίησης με τις ανάγκες και τις διαθέσεις του λαού. Παράλληλα ήξερε πως οι διεκδικήσεις αυτές ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό και την περαιτέρω εθνικοποίηση του μεγάλου κεφαλαίου και όχι μόνο, όπως δείχνει αυτό το «κτλ».

Η κριτική προς τα δεξιά

Ο Λένιν ασκούσε κριτική στις δεξιόστροφες αναγνώσεις της δέσμης των μεταβατικών μέτρων που θεωρούσαν ότι η υλοποίησή τους συνιστά πέρασμα στο νέο κοινωνικό σύστημα. Το Δεκέμβριο του 1916 έγραφε: «ούτε όλο το σύνολο των διεκδικήσεων του μίνιμουμ προγράμματος δεν δημιουργούν «το πέρασμα σε θεμελιακά άλλο κοινωνικό σύστημα» Μπορεί μόνο να πούμε ότι στην πράξη το πιθανότερο απ’ όλα είναι ότι από κάθε σοβαρή πάλη για τις μεγάλες διεκδικήσεις του προγράμματος – μίνιμουμ θα φουντώσει η πάλη για το σοσιαλισμό και ότι εμείς αυτό το επιδιώκουμε οπωσδήποτε»[17].

Τα μεταβατικά αιτήματα περιλαμβάνουν λοιπόν μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς. Η διαφορά με τους ρεφορμιστές είναι ότι είναι έτσι διατυπωμένα ώστε να ανοίγουν το δρόμο για την επαναστατική πάλη του λαού, να διευκολύνουν τη σύνδεσή τους με την προοπτική της επαναστατικής αλλαγής. Βοηθούν το λαό να κατανοήσει την ανάγκη συμμετοχής στον αγώνα και επιπλέον, να κατανοήσει την ανάγκη της επανάστασης[18].

Γι’ αυτό ό Λένιν τόνιζε, λίγο πριν την επανάσταση του 1917, ότι οι μαρξιστές «είμαστε οπαδοί ενός τέτιου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που πρέπει να στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές. Οι οπορτουνιστές θα ένιωθαν μόνο χαρά, αν αφήναμε μονάχα σ’ αυτούς τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις»[19].

«Για έναν πραγματικό επαναστάτη ο πιο μεγάλος κίνδυνος –ίσως μάλιστα και ο μοναδικός κίνδυνος- είναι να υπερβάλλει την επαναστατικότητα, να ξεχνά τα όρια και τους όρους για μια κατάλληλη και επιτυχημένη εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων. Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες φορές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχιζαν να γράφουν την «επανάσταση» με κεφαλαίο γράμμα, να εξαίρουν την «επανάσταση» σαν κάτι το σχεδόν θεϊκό, να χάνουν τα μυαλά τους, να χάνουν την ικανότητα να σκέπτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να περνούν στη μεταρρυθμιστική δράση»[20].

Ο Λένιν γνώριζε βέβαια ότι η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να εκφυλίσει τον εργατικό έλεγχο αλλά και συνολικά το πρόγραμμα αυτών των μεταβατικών αιτημάτων, ακόμη και το αίτημα για τη δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής[21]. Για να μη γίνει αυτό έχει σημασία α. η ίδια η οργάνωση της εργατικής τάξης και του λαού που θα τείνει να αναλάβει την υλοποίηση του εργατικού ελέγχου και γενικά των αιτημάτων αυτών μόνη της και β. η σύνδεση του εργατικού ελέγχου και των αιτημάτων αυτών με την προοπτική της ανάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό.

Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα μέτρα του μεταβατικού προγράμματος. Δεν αρκεί η διατύπωσή τους. Καίρια σημασία έχει η διεκδίκηση εφαρμογής και υλοποίησής τους να γίνεται από τον ίδιο το λαό και τις οργανώσεις του: τα συνδικάτα, τους μαζικούς του φορείς ή και από πιο προωθημένες μορφές οργάνωσης όπως ήταν τα συμβούλια (σοβιέτ), όταν βέβαια αυτά εμφανίζονται μέσα στην ταξική πάλη με όρους μαζικότητας.

Στο πνεύμα αυτό ο Λένιν αναγνώριζε ότι τέτοια μεταβατικά αιτήματα μπορεί υποκριτικά να διατυπώσουν τα αστικά και μικροαστικά κόμματα. «Αναγκάζονται να δεχτούν το πρόγραμμα του «τρομερού» μπολσεβικισμού, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει άλλο πρόγραμμα διεξόδου από την πραγματικά επερχόμενη, την πραγματικά φοβερή καταστροφή, όμως … όμως οι καπιταλιστές «αναγνωρίζουν» αυτό το πρόγραμμα για να μην το εκτελέσουν»[22]. Αυτός προφανώς δεν είναι λόγος για να εγκαταλείψουν οι επαναστάτες τη διατύπωση και διεκδίκηση τέτοιων αιτημάτων.

Η κριτική προς τα «αριστερά»

Ο Λένιν ασκούσε σταθερά κριτική και σε όσους αρνούνταν την ανάγκη των μεταβατικών μέτρων και ήταν «ενάντια στο πρόγραμμα - μίνιμουμ (δηλ. ενάντια στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις και δημοκρατία), επειδή αντιφάσκει προς τη σοσιαλιστική επανάσταση»[23].

Στις 21 Οκτωβρίου 1917, δυο εβδομάδες πριν την επανάσταση, ο Λένιν χαρακτήρισε «πολύ «ριζοσπαστική», φαινομενικά, και πολύ αστήρικτη» την πρόταση των Μπουχάριν και Σμιρνόφ να εξαλειφθεί το πρόγραμμα - μίνιμουμ[24]. «Γι’ αυτό είναι ακριβώς γελοίο να πετάμε το πρόγραμμα – μίνιμουμ, που είναι απαραίτητο, όσο ζούμε ακόμη στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, όσο δεν έχουμε ακόμη καταστρέψει αυτά τα πλαίσια, όσο δεν έχουμε πραγματοποιήσει το βασικό για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, όσο δεν έχουμε τσακίσει τον εχθρό (την αστική τάξη) και, τσακίζοντάς τον, δεν τον έχουμε συντρίψει»[25].

Μέχρι λοιπόν την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό είναι αναγκαίο ένα «πρόγραμμα μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό», η διεκδίκηση «μετασχηματισμών»[26]. «Χωρίς αυτούς τους μεταβατικούς «συνδυασμένους τύπους» δεν θα τα βγάλουμε πέρα» ακόμη και μετά την κατάληψη της εξουσίας ξεκαθάριζε ο Λένιν[27].

«Στον καπιταλισμό είναι συνηθισμένες όχι σαν ξεχωριστές περιπτώσεις, αλλά σαν τυπικό φαινόμενο, οι συνθήκες όπου είναι αδύνατο για τις καταπιεζόμενες τάξεις να «ασκήσουν» τα δημοκρατικά τους δικαιώματα… Το δικαίωμα να εκλέγει κανείς τους «δικούς του» λαϊκούς δικαστές, δημόσιους υπάλληλους, δασκάλους, ενόρκους κτλ είναι  επίσης απραγματοποίητο στις συνθήκες του καπιταλισμού, ακριβώς εξαιτίας της οικονομικής καταπίεσης των εργατών και των αγροτών. Το ίδιο ισχύει και για τη λαοκρατούμενη δημοκρατία: το πρόγραμμά μας την «ανακηρύσσει» σαν «λαϊκή κυριαρχία», αν και όλοι οι σοσιαλδημοκράτες ξέρουν θαυμάσια ότι  στον καπιταλισμό και η πιο λαοκρατούμενη δημοκρατία δεν οδηγεί παρά μόνο στην εξαγορά των δημοσίων υπαλλήλων από την αστική τάξη και στη συμμαχία του Χρηματιστηρίου με την κυβέρνηση». Και συνέχιζε ο Λένιν: «Μόνο άνθρωποι εντελώς ανίκανοι να σκέπτονται ή τελείως ανίδεοι από μαρξισμό συμπεραίνουν από δω: άρα το δημοκρατικό πολίτευμα δεν αξίζει τίποτε, η δημοκρατία δεν αξίζει τίποτε»[28].

Ο Λένιν είχε επανειλημμένα ασκήσει κριτική σε όσους υποστήριζαν ότι είναι περιττό ή και επιζήμιο για την επαναστατική υπόθεση να προβάλει κανείς τέτοια αιτήματα επειδή η υλοποίησή τους μπορεί να γίνει μόνο στο σοσιαλισμό[29]. Τόνιζε ότι κάποια από τα μεταβατικά αιτήματα μπορεί πράγματι να μην μπορεί να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Αυτό όμως, σημείωνε, δεν πρέπει να οδηγεί στην εγκατάλειψή τους[30]. Αντίθετα, τέτοια αιτήματα αποτελούν το δρόμο που βοηθά την εργατική τάξη και το λαό να κατανοήσει έμπρακτα την ανάγκη της πάλης για το σοσιαλισμό, ανοίγουν το δρόμο προς τη σοσιαλιστική επανάσταση. “Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι δυνατό να ανατραπούν με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο “ιδανικούς”, αλλά μόνο με μια οικονομική ανατροπή. Το προλεταριάτο όμως, που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή[31].

Η λενινιστική ανάλυση είναι επομένως διαυγής. Αυτό που σήμερα χρειάζεται είναι η συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης, η διατύπωση τέτοιων αιτημάτων που θα αποτελέσουν πόλο συσεπίρωσης των αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων και θα ανοίγουν το δρόμο για επαναστατικές αλλαγές.

Δ.Κ.

[1] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141.
[2] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 152-155.
[3] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141-142 και 152-155.
[4] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 155-161.
[5] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Γράμματα από μακριά», Άπαντα, τ. 31, σελ. 44.
[6] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας και τα καθήκοντα του προλεταριάτου», Άπαντα, τ. 31, σελ. 203.
[7] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ)», Άπαντα, τ. 31, σελ. 356.
[8] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση», Άπαντα, τ. 31, σελ. 116.
[9] Βλ. ενδεικτικά Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τ. 11, σελ. 1 επ.
[10] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141-142, 153-154.
[11] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 153-154.
[12] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 153.
[13] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 70-71.
[14] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο Αριστερισμός», Άπαντα, τ. 41, σελ. 77.
[15] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, τ. 34, σελ. 191 επ. και Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Άπαντα, τ. 36, σελ. 302.
[16] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 155-156.
[17] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Παρατηρήσεις απ’ αφορμή το άρθρο για το μαξιμαλισμό», Άπαντα, τ. 30, σελ. 386.
[18] «Το λάθος του καουτσκισμού είναι ότι θέτει με ρεφορμιστικό τρόπο τέτιες διεκδικήσεις και σε μια τέτια στιγμή, (υπογρ. ΔΚ) που δεν είναι δυνατό να τεθούν παρά επαναστατικά» Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για την εμφανιζόμενη κατεύθυνση του «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 64.
[19] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για το σύνθημα του «αφοπλισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 158 και Β.Ι.Λένιν, «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» Άπαντα, τ. 30, σελ. 139.
[20] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», Άπαντα, τ. 44 , σελ. 223.
[21] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ξέχασαν το κυριότερο», Άπαντα, τ. 32, σελ. 23 επ. και Β.Ι.Λένιν, «Πάνε να μας προλάβουν», Άπαντα, τ. 32, σελ. 38.
[22] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Μας απειλεί οικονομική καταστροφή», Άπαντα, τ. 32, σελ.75-76.
[23] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για την εμφανιζόμενη κατεύθυνση του «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 59.
[24] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ.372.
[25] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ.375.
[26] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 34, σελ. 374, 376.
[27] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 34, σελ.374, 375.
[28] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 126-127.
[29] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απάντηση στον Π. Κίεβσκι (Γ. Πιατακόφ)», Άπαντα, τ. 30, σελ. 70-73.
[30]πάρα πολλές διεκδικήσεις του δικού μας προγράμματος – minimum “δεν είναι πραγματοποιήσιμες” κι ωστόσο είναι υποχρεωτικές”, βλ. Β.Ι.Λένιν, «Προς τον Κ. Μπ. Ράντεκ», Άπαντα, τ. 47, σελ. 267.
[31] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απάντηση στον Π. Κίεβσκι (Γ. Πιατακόφ)», Άπαντα, τ. 30, σελ. 71.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

.feed-links {display: none;}