Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Η Ιταλία των μολυβένιων χρόνων, ο Σαμαράς και ο ΣΥΡΙΖΑ


 


Η επίθεση της ΝΔ στις καταλήψεις και στις διαδηλώσεις, το σύνθημα του Σαμαρά «θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις», είναι μια πολιτική επιλογή που θα έχει μακρά συνέχεια.

Είναι η επι­λο­γή της κρα­τι­κής «πυγ­μής» απέ­να­ντι στο κί­νη­μα και την Αρι­στε­ρά, επι­λο­γή που συν­δυά­ζε­ται αρ­μο­νι­κά με τον άκρα­το νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό της μνη­μο­νια­κής επο­χής. Έχει στόχο, αφε­νός, να κάμ­ψει βίαια την κοι­νω­νι­κή αντί­στα­ση και, αφε­τέ­ρου, να πε­ριο­ρί­ζει την πο­λι­τι­κή επιρ­ροή της Αρι­στε­ράς, ανα­κό­πτο­ντας τη με­τα­κί­νη­ση πλητ­τό­με­νων με­σο­στρω­μά­των σε ρι­ζο­σπα­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση και αρι­στε­ρή ψήφο.

Η πο­λι­τι­κή αυτή στη­ρί­ζε­ται όλο και συ­χνό­τε­ρα σε ανα­φο­ρές στη «στρα­τη­γι­κή της έντα­σης», στη στρα­τη­γι­κή της Δε­ξιάς στη γει­το­νι­κή Ιτα­λία, κατά την πε­ρί­ο­δο από το 1969 (το ιτα­λι­κό ερ­γα­τι­κό «καυτό φθι­νό­πω­ρο») μέχρι τη δε­κα­ε­τία του 1980, στην εποχή δη­λα­δή που ονο­μά­στη­κε «τα μο­λυ­βέ­νια χρό­νια».

Το κί­νη­μα του πα­γκό­σμιου Μάη του 1968 πήρε στην Ιτα­λία μια ει­δι­κή διά­στα­ση. Η νε­ο­λαι­ί­στι­κη έκρη­ξη συν­δυά­στη­κε με μια γε­νι­κευ­μέ­νη άνοδο των ερ­γα­τι­κών αγώ­νων. Ταυ­τό­χρο­να, η έντα­ση των αγώ­νων έδει­ξε να ξε­φεύ­γει, έστω προ­σω­ρι­νά, από των έλεγ­χο του κρά­τους  και της κυ­ρί­αρ­χης τάξης.
Οι απερ­γί­ες, οι δια­δη­λώ­σεις, οι κα­τα­λή­ψεις των ερ­γο­στα­σί­ων, η κλι­μά­κω­ση της αντί­στα­σης στις συ­νοι­κί­ες και σε κάθε πλευ­ρά της κα­θη­με­ρι­νής ζωής, σε συν­δυα­σμό με τις κα­τα­λή­ψεις στα πα­νε­πι­στή­μια και τα σχο­λεία, δη­μιουρ­γού­σαν τις συν­θή­κες ενός «δεύ­τε­ρου γύρου», ξα­να­πιά­νο­ντας το νήμα του 1945-1948, όταν η κόκ­κι­νη ερ­γα­τι­κή Ιτα­λία των παρ­τι­ζά­νων πα­ρα­δό­θη­κε σχε­δόν αμα­χη­τί στη Χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τία, κάτω από τα λάθη της πο­λι­τι­κής του ΚΚΙ του Το­λιά­τι.

Η γε­νι­κευ­μέ­νη άνο­δος των αγώ­νων είχε ως απο­τέ­λε­σμα την άνοδο της δύ­να­μης της Αρι­στε­ράς. Το ΚΚΙ έγινε ένα γι­γά­ντιο κόμμα (με 4-6 εκα­τομ­μύ­ρια μέλη) που στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 ξε­πέ­ρα­σε το 30% των ψήφων. Οι ορ­γα­νώ­σεις της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς έφτα­σαν στο επί­πε­δο δε­κά­δων χι­λιά­δων μελών και –στο από­γειό τους– εξέ­δι­δαν 3 ημε­ρή­σιες εφη­με­ρί­δες με πα­νε­θνι­κή κυ­κλο­φο­ρία. Το ζή­τη­μα της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας –ή έστω της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας– ερ­χό­ταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη ολο­τα­χώς.

Απέ­να­ντι σε αυτή την προ­ο­πτι­κή, η Δεξιά και το κρά­τος –σε συμ­μα­χία με την ακρο­δε­ξιά και το «πα­ρα­κρά­τος»– απά­ντη­σαν με τη «στρα­τη­γι­κή της έντα­σης».

Στις 12 Δε­κέμ­βρη του 1969 η έκρη­ξη μιας βόμ­βας στο σταθ­μό του Μι­λά­νου είχε ως απο­τέ­λε­σμα 12 νε­κρούς και δε­κά­δες τραυ­μα­τί­ες. Ήταν μια ενέρ­γεια των φα­σι­στι­κών πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, αν και η κυ­βέρ­νη­ση προ­σπά­θη­σε –ανε­πι­τυ­χώς και προ­σω­ρι­νά– να ενο­χο­ποι­ή­σει τους αναρ­χι­κούς.
Στις 2 Αυ­γού­στου του 1980, στην «κόκ­κι­νη» Μπο­λό­νια, η έκρη­ξη μιας βόμ­βας, επί­σης στο σταθ­μό, είχε ως απο­τέ­λε­σμα 85 νε­κρούς και εκα­το­ντά­δες τραυ­μα­τί­ες. Αυτή τη φορά δεν υπήρ­χε καμιά αμ­φι­βο­λία για το ότι οι δρά­στες ήταν οι φα­σί­στες: δέκα χρό­νια μετά κά­θι­σαν στο σκα­μνί του κα­τη­γο­ρού­με­νου, για τη σφαγή στη Μπο­λό­νια, αρ­κε­τοί ακρο­δε­ξιοί και με­τα­ξύ τους 10 αξιω­μα­τι­κοί των μυ­στι­κών υπη­ρε­σιών…

Στο με­τα­ξύ διά­στη­μα έγι­ναν στην Ιτα­λία πε­ρί­που 4.500 ένο­πλες ή βομ­βι­στι­κές αι­μα­τη­ρές τρο­μο­κρα­τι­κές «ενέρ­γειες». Το 70% από αυτές απο­δό­θη­κε, αι­τιο­λο­γη­μέ­να, στη φα­σι­στι­κή Δεξιά.

Η σχέση των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών και ει­δι­κό­τε­ρα των μυ­στι­κών υπη­ρε­σιών (SID) με τη φα­σι­στι­κή εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα ήταν δε­δο­μέ­νη. Ο επι­κε­φα­λής της SID κα­τη­γο­ρή­θη­κε για συμ­με­το­χή στην προ­ε­τοι­μα­σία πρα­ξι­κο­πή­μα­τος (το 1970), απο­στρα­τεύ­τη­κε το 1974 και κα­τέ­λη­ξε βου­λευ­τής του φα­σι­στι­κού κόμ­μα­τος (MSI). Η μα­σο­νι­κή στοά P2 –κα­θο­δη­γού­με­νη από βε­τε­ρά­νους του μου­σο­λι­νι­σμού και συ­νερ­γα­ζό­με­νη με το Βα­τι­κα­νό και τη Δεξιά– κα­τη­γο­ρή­θη­κε επι­σή­μως για προ­ε­τοι­μα­σία πρα­ξι­κο­πή­μα­τος: στο σκα­μνί οδη­γή­θη­καν υπουρ­γοί, αξιω­μα­τι­κοί, δι­κα­στι­κοί, βου­λευ­τές, τρα­πε­ζί­τες και βιο­μή­χα­νοι.

Η να­τοϊ­κή, πα­ρα­στρα­τιω­τι­κή και πα­ρα­κρα­τι­κή, «δομή» GLADIO –προ­ϊ­όν της ψυ­χρο­πο­λε­μι­κής επο­χής– ανα­μί­χθη­κε δρα­στή­ρια σε όλες αυτές της ενέρ­γειες, στο όνομα της από­κρου­σης του «κόκ­κι­νου κιν­δύ­νου».

Η κυ­ρί­αρ­χη τάξη στην Ιτα­λία, με πο­λι­τι­κό επι­τε­λείο τη Δεξιά και ένο­πλο μπρά­τσο την ακρο­δε­ξιά και τους πα­ρα­κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς, έδωσε πραγ­μα­τι­κή μάχη για να εμπο­δί­σει την πο­ρεία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς προς την εξου­σία. Και μπρο­στά σε αυτό το «κα­θή­κον» δεν δί­στα­σε να κου­ρε­λιά­σει το δικό της Σύ­νταγ­μα και τους δι­κούς της νό­μους, να ορ­γα­νώ­σει τις πιο «τυ­φλές» τρο­μο­κρα­τι­κές ενέρ­γειες και να χύσει άφθο­νο αίμα αθώων. Σε αυτή την πα­ρά­δο­ση ανα­φέ­ρο­νται τα εδώ πρω­το­πα­λί­κα­ρα της Δε­ξιάς –τύπου Φ. Κρα­νι­διώ­τη– όταν μι­λούν για «στρα­τη­γι­κή της έντα­σης» κατά του αντι­μνη­μο­νια­κού μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος και κατά της «απει­λής» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

Όμως δεν ήταν κα­θό­λου δε­δο­μέ­νο ότι η στρα­τη­γι­κή της έντα­σης θα λει­τουρ­γού­σε απο­τε­λε­σμα­τι­κά στην Ιτα­λία του 1970.

Ιστο­ρι­κός συμ­βι­βα­σμός
 
Το με­γά­λο τμήμα των δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς, το ΚΚ Ιτα­λί­ας, ήταν αντι­κει­με­νι­κά στό­χος της επι­θε­τι­κό­τη­τας της Δε­ξιάς. Όμως, από ένα ση­μείο και μετά, το ΚΚΙ απο­φά­σι­σε να επι­χει­ρή­σει να απο­φύ­γει την ανα­μέ­τρη­ση.

Μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα του Πι­νο­σέτ στη Χιλή (1973), ο γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΙ, Εν­ρί­κο Μπερ­λι­γκου­έρ, ει­ση­γή­θη­κε τη γραμ­μή του «Ιστο­ρι­κού συμ­βι­βα­σμού». Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, έλεγε, έχει εξα­ντλή­σει τη δυ­να­μι­κή της. Η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί, στις συ­γκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες, να διεκ­δι­κή­σει «μο­νο­με­ρώς» την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο την κα­τά­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κής εξου­σί­ας. Οφεί­λει, ισχυ­ρι­ζό­ταν, να «συμ­βι­βα­στεί» με τη Δεξιά, απαι­τώ­ντας δη­μο­κρα­τι­κές πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις, ως προ­ϋ­πό­θε­ση για την ανά­πτυ­ξη της χώρας και μια κά­ποια γε­νι­κή ευ­η­με­ρία για όλους τους «πο­λί­τες».

Αυτή η ιδε­ο­λο­γι­κή στρο­φή είχε τε­ρά­στια πο­λι­τι­κή ση­μα­σία. Το ΚΚΙ απο­συ­ρό­ταν από τη μάχη να απο­κρου­στεί η επί­θε­ση της Δε­ξιάς, αντι­πρό­τει­νε μια απο­λύ­τως ου­το­πι­κή πο­λι­τι­κή πρό­τα­ση (που απέρ­ρι­πτε η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία της Χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τί­ας) και επέ­λε­γε την τα­κτι­κή «ίσων απο­στά­σε­ων» με­τα­ξύ της φα­σι­στι­κής εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας και της ακρο­α­ρι­στε­ρής «τρο­μο­κρα­τί­ας». Το απο­τέ­λε­σμα ήταν η νίκη της Δε­ξιάς.

Το αστι­κό πο­λι­τι­κό δυ­να­μι­κό ανα­συ­ντά­χθη­κε με άξονα το χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κό κόμμα (και τη βο­ή­θεια, όπου χρεια­ζό­ταν, των ακρο­δε­ξιών), αλλά με επι­μο­νή στην απόρ­ρι­ψη της συμ­με­το­χής των «κόκ­κι­νων» στην κυ­βέρ­νη­ση. Μετά τη δο­λο­φο­νία του Μόρο, αυτό έγινε ου­σια­στι­κά απο­δε­κτό και από το ΚΚΙ που συ­ναί­νε­σε στη δια­κυ­βέρ­νη­ση από τη Δεξιά στο όνομα της… πά­τα­ξης της τρο­μο­κρα­τί­ας.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μια δευ­τε­ρεύ­ου­σα συ­νέ­πεια της δε­ξιάς στρο­φής του ΚΚΙ ήταν ότι προ­κά­λε­σε μια κά­ποια «ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση» της τα­κτι­κής του «αρι­στε­ρι­σμού», ενός πλα­τιού τμή­μα­τος της Άκρας Αρι­στε­ράς που, βλέ­πο­ντας να κλεί­νουν όλες οι πο­λι­τι­κές προ­ο­πτι­κές, ρί­χτη­κε σε έναν αδιέ­ξο­δο και απο­λύ­τως λα­θε­μέ­νο δρόμο απο­μο­νω­μέ­νου «ένο­πλου αγώνα».

Άκρα Αρι­στε­ρά
 
Ο ιτα­λι­κός «αρι­στε­ρι­σμός» επέ­δει­ξε στον υπερ­θε­τι­κό βαθμό όλα τα καλά, αλλά και όλα τα αρ­νη­τι­κά στοι­χεία της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς του ’68.

Εκτι­νά­χθη­κε στην εποχή του «ερ­γα­τι­σμού». Υιο­θε­τώ­ντας –χωρίς όρους και ανα­στο­λές– τη δυ­να­μι­κή των ερ­γα­τι­κών αγώ­νων «από τα κάτω», έδωσε πολλά και κα­τά­κτη­σε πολλά. Ανα­λύ­σεις, μορ­φές δρά­σης, μορ­φές ορ­γά­νω­σης και αι­τή­μα­τα, που στή­ρι­ξαν την ερ­γα­τι­κή αντί­στα­ση για πολλά χρό­νια μετά, οφεί­λο­νται στη σχέση της ιτα­λι­κής άκρας Αρι­στε­ράς με τις κα­τα­λή­ψεις και τις απερ­γί­ες στο Μι­λά­νο, το Το­ρί­νο, τη Ρώμη, τη Νά­πο­λη κλπ.

Όμως, ταυ­τό­χρο­να, η άκρα Αρι­στε­ρά κου­βα­λού­σε τις αδυ­να­μί­ες μιας ανώ­ρι­μης πο­λι­τι­κής δύ­να­μης: Την ανυ­πο­μο­νη­σία, που έβλε­πε την «επα­νά­στα­ση» ως υπό­θε­ση μηνών ή έστω λίγων ετών, το κενό ανά­λυ­σης για το ρε­φορ­μι­σμό μέσα στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και στην ερ­γα­τι­κή τάξη, την υπο­τί­μη­ση της ση­μα­σί­ας του Ενιαί­ου Με­τώ­που.

Στην πρώτη σο­βα­ρή κάμψη της δυ­να­μι­κής των αγώ­νων, ένα με­γά­λο τμήμα του «ερ­γα­τι­σμού» πραγ­μα­το­ποί­η­σε στρο­φή εξί­σου βίαια με τον ΚΚΙ: ο «ερ­γά­της-μά­ζα», έλε­γαν, δεν υπάρ­χει πια, συ­ντρί­φτη­κε από την εξέ­λι­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού. Στη θέση του ανα­δύ­ε­ται ο «κοι­νω­νι­κός προ­λε­τά­ριος»: οι γυ­ναί­κες, οι με­τα­νά­στες, οι ομο­φυ­λό­φι­λοι, οι «πλη­θυ­σμοί» των υπο­βαθ­μι­σμέ­νων συ­νοι­κιών και των εγκα­τα­λειμ­μέ­νων ΑΕΙ, όπου η έλ­λει­ψη δυ­νά­με­ων του ΚΚΙ άφηνε «προ­νο­μια­κό χώρο» για πρω­το­βου­λί­ες «υψη­λής έντα­σης» στην άκρα Αρι­στε­ρά.

Αυτή η «έξο­δος» από το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και τη μαρ­ξι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, η πρώτη στρο­φή στη «με­τα-αρι­στε­ρή» θε­ω­ρία  και πο­λι­τι­κή –π.χ. του Α. Νέ­γκρι– υπήρ­ξε μοι­ραία.

Με την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της επί­θε­σης της Δε­ξιάς και τη λευκή ση­μαία του ΚΚΙ, ο μόνος δρό­μος που απέ­με­νε, για να συ­νε­χί­σει κα­νείς «να κάνει την επα­νά­στα­ση», ήταν η στρο­φή στην πα­ρα­νο­μία και το ένο­πλο. Οι ηγε­σί­ες των ορ­γα­νώ­σε­ων της άκρας Αρι­στε­ράς έχα­σαν τη μάχη με τις Ερυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες, χωρίς ούτε να το κα­τα­λά­βουν.

Μια ολό­κλη­ρη γενιά πο­λύ­τι­μων αγω­νι­στών, μια γενιά στε­λε­χών, που χτί­στη­καν σε μια πο­λυ­ε­τή δο­κι­μα­σία αυ­θε­ντι­κής προ­σή­λω­σης στην επα­νά­στα­ση, χά­θη­κε μέσα στα μο­λυ­βέ­νια χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν.

Η Ιτα­λία του ’70 εξα­κο­λου­θεί να στέλ­νει πο­λύ­τι­μα μη­νύ­μα­τα. Η επί­θε­ση της Δε­ξιάς μπο­ρεί να ανα­τρα­πεί, αν η Αρι­στε­ρά πα­ρα­μεί­νει στα­θε­ρή. Και στα­θε­ρό­τη­τα ση­μαί­νει προ­σή­λω­ση στη στρα­τη­γι­κή του σο­σια­λι­σμού, προ­σή­λω­ση στο ρι­ζο­σπα­στι­κό πρό­γραμ­μα, προ­σή­λω­ση στην ανα­τρε­πτι­κή τα­κτι­κή. Ση­μαί­νει επί­σης αλ­λη­λεγ­γύη και συ­στρά­τευ­ση. Όλοι οι άλλοι δρό­μοι και κυ­ρί­ως οι δρό­μοι της υπο­χώ­ρη­σης και της ρε­α­λι­στι­κής προ­σαρ­μο­γής στους, τάχα, συ­σχε­τι­σμούς, οδη­γούν στην ήττα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

.feed-links {display: none;}