Τα συζητούμενα μέτρα χαλάρωσης της πολιτικής λιτότητας στην ευρωζώνη
δεν περιλαμβάνουν αύξηση των κρατικών δαπανών ή επιστροφή στις σταθερές
σχέσεις εργασίας
Καμία θετική επίπτωση δεν θα έχει για τους εργαζόμενους η αναθεώρηση
της πολιτικής λιτότητας που εξήγγειλε κι άρχισε να εφαρμόζει το Βερολίνο
απ’ ευθείας και μέσω των Βρυξελλών. Για να μην παίρνουν και τα μυαλά
μας …αέρα είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε αρχικά περί τίνος ακριβώς
πρόκειται. Γιατί, όσοι νοτιοευρωπαίοι από την στροφή του Γερμανού
υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανκ Σόιμπλε περιμένουν αυξήσεις σε μισθούς
και συντάξεις ή αύξηση των κοινωνικών δαπανών θα απογοητευτούν. Η
«κεϋνσιανή στροφή» και η «χαλάρωση της πολιτικής της λιτότητας» της
Γερμανίας , όπως διαφημίζονται, μέχρι στιγμής περιλαμβάνουν δύο μέτρα.
Το πρώτο είναι επιμήκυνση του χρονικού περιθωρίου για την μείωση του
δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ κατά δύο χρόνια (μέχρι
το 2016) για Γαλλία, Ισπανία, Σλοβενία και Πολωνία και κατά ένα χρόνο
(μέχρι το 2015) για Ολλανδία, Βέλγιο και Πορτογαλία. Αντίθετα, για
Ελλάδα, Κύπρο και Ιρλανδία η Επιτροπή δεν ανακοίνωσε καμία επιμήκυνση
οπότε θα εφαρμοστούν τα προγράμματα λιτότητας ως ακριβώς έχουν,
ανεξαρτήτως των δραματικών αποτελεσμάτων στην οικονομική μεγέθυνση, την
απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας που μετατρέπονται σε μεσαιωνικές.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που έδωσε ο ΟΟΣΑ τη προηγούμενη εβδομάδα
βάσει των οποίων οι Έλληνες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες το χρόνο
(2.032, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 1.776 και για τους Γερμανούς
1.413) και αμείβοντα ελάχιστα (μέσο καθαρό εισόδημα ανά νοικοκυριό
15.877 ευρώ, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 17.902 ευρώ και για τους
Γερμανούς 22.370 ευρώ). Ακόμη όμως κι αυτή η πρόταση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, που δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα υλοποίησης του στόχου
μείωσης του ελλείμματος, συνοδεύεται από συστάσεις για προώθηση της
φιλελευθεροποίησης της αγοράς εργασίας και την εφαρμογή επιπλέον μέτρων
με στόχο το άνοιγμα των αγορών. Μέτρα δηλαδή που πλήττουν τα χαμηλά και
μεσαία κοινωνικά στρώματα κι ως στόχο έχουν να διευκολύνουν την είσοδο
σε νέους τομείς κερδοφορίας του κεφαλαίου και δη του πολυεθνικού.
Επομένως ακόμη κι αυτή η επιμήκυνση δεν αναιρεί την υψηλή θέση που έχουν
στη ατζέντα της ΕΕ οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία, που ως
αποτέλεσμα θα έχουν την αύξηση της ανεργίας και την μείωση των μισθών.
Το δεύτερο μέτρο περιλαμβάνει δάνεια τα οποία θα δώσει η Γερμανία,
αρχικά στην Ισπανία και στη συνέχεια ενδεχομένως σε άλλες χώρες όπως η
Ελλάδα κι η Πορτογαλία, μέσω της κρατικής επενδυτικής της τράπεζας KfW.
(Το Τέταρτο Ράιχ επιτρέπεται να έχει κρατική αναπτυξιακή τράπεζα, στις
αποικίες απαγορεύεται…) Η «τεχνολογία» που θα αξιοποιηθεί σύμφωνα με το
γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ έλκει την καταγωγή της από τις μεθόδους που
εφαρμόστηκαν στην ανατολική Γερμανία, αμέσως μετά την λεγόμενη
επανένωση! Δεν είναι όμως μόνο αυτό – η αντιμετώπιση δηλαδή των χωρών
του ευρωπαϊκού Νότου ως εδάφη προς προσάρτηση όπως ήταν τα
ανατολικογερμανικά. Το χειρότερο είναι η νεοφιλελεύθερη αντίληψη που
υπάρχει πίσω από την κατάστρωση αυτού του σχεδίου κι η οποία εντοπίζει
τα προβλήματα της οικονομίας στην έλλειψη χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων. Αντίθετα, θεωρεί πολύ φυσιολογικό οι μισθοί να μειώνονται
κατά 19,2% την τριετία 2012-2014, όπως θα συμβεί στην Ελλάδα σύμφωνα με
την εκτίμηση της κεντρικής τράπεζας υπερκαλύπτοντας ακόμη και τον
μνημονιακό στόχο για μείωση των μισθών κατά 15%. Πολύ φυσιολογικό
θεωρείται επίσης η ύφεση να επεκτείνεται για ένα χρόνο ακόμη, το 2014,
(κατά 1,2%) που θα είναι ο έβδομος συνεχής χρόνος συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι ακόμη κι αυτή η «απλοχεριά» του
Βερολίνου, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να επουλώσει τις
πληγές που ανοίγει η επίσημη πολιτική του. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην
γενική κρίση που πυροδοτείται από τις αντινομίες της ευρωζώνης η οποία
εγγενώς σχεδιάστηκε για να υπηρετεί την Γερμανία και τις χώρες του
ευρωπαϊκού κέντρου. Η έλλειψη κεφαλαίων στις χώρες που έχουν πληγεί από
την κρίση είναι (εκτός των άλλων παραγόντων όπως του κλεισίματος της
στρόφιγγας των ιδιωτικών τραπεζών) κι αποτέλεσμα της απροθυμίας της
Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να τους χορηγήσει δάνεια για να μην
μειωθεί η «βαθμολογία» της από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής
ικανότητας. Το Σπίγκελ υπογραμμίζει μάλιστα πως το Βερολίνο επιδοκιμάζει
την στάση της ΕΤΕπ, κι έτσι μετά επιχειρεί το ίδιο να εμφανιστεί σαν
από μηχανής θεός αφού πρώτα έχει ενθαρρύνει την πιστωτική ασφυξία στις
νότιες χώρες.
Παρότι λοιπόν πρόκειται για μια επιχείρηση που δεν αμφισβητεί την
βαρύτητα που έχει για παράδειγμα το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το οποίο
διατάσσει λιτότητα για πάντα, η προσπάθεια του Βερολίνου να δείξει ότι
χαλαρώνει την περιοριστική πολιτική δεν περνάει απαρατήρητη. Πολύ
περισσότερο στον βαθμό που επιβλήθηκε για μια σειρά από λόγους
εσωτερικής, δηλαδή Γερμανικής, παγκόσμιας και ευρωπαϊκής σημασίας.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας μέλημα όχι μόνο του συντηρητικού
συνασπισμού που ηγείται η Άνγκελα Μέρκελ αλλά όλου του κεφαλαίου είναι
να οικοδομήσει ένα όσο το δυνατό πιο αρραγές μέτωπο. Στόχος δηλαδή είναι
να μην αμφισβητηθεί η γραμμή του Βερολίνου από τα μέσα, την ίδια την
εργατική «του» τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι αυξήσεις που
χορηγήθηκαν στους 102.000 εργαζόμενους της Φολκσβάγκεν την Τρίτη 28
Μαΐου, ύψους 3,4% και 2,2% για το τρέχον έτος και το 2014, όταν ο
πληθωρισμός δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 2%. Το γερμανικό κεφάλαιο
προφανώς δεν στερείται της δυνατότητας από το πλεόνασμα που συσσωρεύει
σε διεθνές επίπεδο να αμείβει υποδειγματικά ορισμένα τμήματα της
εργατικής τάξης, την ίδια ώρα που με τις «μίνι δουλειές» βαθαίνει την
εκμετάλλευση σε άλλα τμήματα, κυρίως μεταναστών, κατακερματίζοντας
περαιτέρω την αγορά εργασίας. Δεδομένης λοιπόν της ανάγκης δημιουργίας
συμμαχιών στο εσωτερικό, στην τρέχουσα, προεκλογική συγκυρία δεν
μπορούσε να μην επιδειχθεί και μια αντίστοιχη λιγότερη αυστηρή
οικονομική πολιτική εκτός γερμανικών συνόρων, που ταυτόχρονα θα ακυρώνει
και την κριτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Από την άλλη, τεράστιες και διαρκώς αυξανόμενες θα είναι οι πιέσεις
που θα δέχεται η Γερμανία για να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική που
έχει επιβάλει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τα ανταγωνιστικά
ιμπεριαλιστικά οικονομικά κέντρα, δηλαδή Αγγλία, ΗΠΑ και Ιαπωνία, που
αυτή τη στιγμή από κοινού ακολουθούν μια ακραία επεκτατική νομισματική
πολιτική. Στην Ιαπωνία προκειμένου η κυβέρνηση του Άμπε να ξεκολλήσει
την οικονομία από την υφεσιακή παγίδα στην οποία βρίσκεται επί δύο
δεκαετίες, είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα: άνοδο του πληθωρισμού
στο 2% κι ακόμη να διπλασιάσει τον όγκο του χρήματος που κυκλοφορεί στην
αγορά την επόμενη διετία! Το πρόγραμμα είναι τόσο φιλόδοξο ώστε πλέον
γίνεται λόγος για «Άμπενόμικς» και για «σοκ Κουρόντα» από το όνομα του
ιάπωνα κεντρικού τραπεζίτη και κατ’ αντιστοιχία του «σοκ Βόλκερ» όπως
είχε ονομαστεί η άνοδος των επιτοκίων του δολαρίου στις ΗΠΑ το 1980, με
ευθύνη του τότε κεντρικού τραπεζίτη. Στην Αγγλία, οι αγορές ομολόγων από
την κεντρική τράπεζα έχουν φτάσει τα 569 δισ. δολ. και ισούνται με το
20% του βρετανικού ΑΕΠ, ξεπερνώντας σε γενναιοδωρία ακόμη και την
Ιαπωνία. Στις ΗΠΑ απ’ όπου ξεκίνησε η ενεργός ανάμειξη της κεντρικής
τράπεζας στην οικονομία τον Δεκέμβριο του 2008, η παροχή ρευστότητας
μέχρι στιγμής έχει φτάσει το μυθικό ποσό των 3 τρις. δολ. Μέσα σε ένα
τέτοιο περιβάλλον, που ο Πολ Κρούγκμαν αναφωνεί «είμαστε όλοι Ιάπωνες»
(Νιου Γιορκ Τάιμς, 25-26 Μάη), η Γερμανία δεν μπορεί παρά να κάνει κι
αυτή μια επίδειξη χαλάρωσης, μόνο και μόνο για να συνεχίσει να εφαρμόζει
την ίδια πολιτική, πιο επίμονα. Άλλωστε σε καμία από τις παραπάνω
χώρες, όπου εφαρμόζεται η πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης, δεν
σήμανε το τέλος της πολιτικής απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων ή της
διάλυσης του κράτους πρόνοιας.
Τέλος, είναι κι ο «ζωτικός χώρος» του Τέταρτου Ράιχ, η ευρωζώνη. Η
ποιοτική μεταβολή που έχει επέλθει το τελευταίο διάστημα είναι ότι η
κρίση έπαψε να είναι υπόθεση του «μακρινού Νότου» και πλέον, αφού έπληξε
την γειτονική Γαλλία απειλώντας με περαιτέρω ρήξη τον άξονα που
δημιουργήθηκε μεταξύ Μέρκελ και Σαρκοζύ και ήδη δοκιμάζεται, αρχίζει να
αγγίζει και τα κράτη-δορυφόρους της Γερμανίας, όπως είναι η Αυστρία κι η
Φινλανδία. Οι επιδόσεις δε της ευρωζώνης, ως οικονομικού κέντρου, είναι
απογοητευτικές και σ’ αυτό η πολιτική της λιτότητας που επιβάλει το
Βερολίνο έχει καθοριστική σημασία. Ειδικότερα 9, μετά την προσθήκη και
της Γαλλίας, από τις 17 χώρες της ευρωζώνης είναι σε ύφεση, ενώ για 6
συνεχόμενα τρίμηνα το προϊόν μειώνεται, με αποτέλεσμα πλέον η ευρωζώνη
να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ύφεση χειρότερη ακόμη κι από κείνη που
ακολούθησε την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Δικαίως σε αυτό το κλίμα
η γερμανική οικονομική εφημερίδα Χάντελσμπλατ αναρωτιέται «μήπως το
παρακάναμε με την λιτότητα» για να συμπληρώσει, προσγειώνοντας τις
προσδοκίες: «Ένα μακροχρόνιο, φιλόδοξο πρόγραμμα περικοπής δαπανών
συνεχίζει να είναι αναγκαίο. Αλλά θα έπρεπε να είναι πιο περιορισμένο
και να συνδέεται με το κυκλικά διαρθρωμένο έλλειμμα». Ενώ το Σπίγκελ
μεταφέρει ανησυχίες από κεντρικούς τραπεζίτες (της Ολλανδίας
χαρακτηριστικά) που επισημαίνουν τον κίνδυνο η Ευρώπη να βρεθεί εκεί που
ήταν η Ιαπωνία και να χάσει μια ολόκληρη δεκαετία, τουλάχιστον.
Φαίνεται λοιπόν πως ακόμη και τμήματα του γερμανικού κεφαλαίου συνιστούν
μια πιο ρεαλιστική πολιτική λιτότητας, που θα λαβαίνει υπ’ όψη της τα
γυρίσματα του οικονομικού κύκλου, ακόμη και τις αυξανόμενες αντιδράσεις
των λαών (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που το πρόγραμμα των
χρηματοδοτήσεων ξεκίνησε από την Ισπανία) εξασφαλίζοντας εκείνες τις
απαραίτητες ταλαντώσεις που εγγυώνται την αντοχή του οικοδομήματος.
Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου