Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Το «αστικό» μέσον

Του Γιώργου Μαργαρίτη*
Οι πολιτικές ελίτ που κυβέρνησαν και κυβερνούν τον κόσμο ανέκαθεν λάτρευαν την κεντρική θέση, το «μέσον». Ηθελαν να αισθάνονται –και να το αισθάνονται και όλοι οι υπόλοιποι– ότι η παρουσία τους και η κυριαρχία τους είναι «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την ισορροπία του κόσμου. Παρουσίαζαν τον εαυτό τους, την εξουσία που ασκούσαν, το κοινωνικό σύστημα που επέβαλλαν ως μόνο θεμέλιο του κόσμου, ως axis mundi, πάνω στο οποίο στηρίζεται κάθε τι το υλικό και το άυλο – οι αξίες, οι εκφράσεις, οι ιδέες, οι συμπεριφορές, οι αποφάσεις, οι επιλογές των κοινωνιών και των ανθρώπων. Τέτοια υπήρξε η πεμπτουσία της ώς τώρα πολιτικής εξουσίας: η αίσθηση ή, συνήθως, η ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν γίνεται έξω από αυτήν και ότι πέρα από αυτήν παραμονεύουν το αρχέγονο χάος, η απόλυτη καταστροφή και ο φόβος.


Σε αντίθεση με αυτή την κεντρική τοποθέτηση της αστικής εξουσίας, σε αντιδιαστολή μαζί της, βρίσκονται τα άκρα. Αυτά είναι απόμακρα ως προς τον άξονα του κόσμου, ως προς την ισορροπία της πολιτικής, της κοινωνίας, της ζωής. Κάτι χειρότερο ακόμα: όχι μόνο δεν συνεισφέρουν στην επιζητούμενη ισορροπία αλλά και επιχειρούν να την ανατρέψουν. Να αναποδογυρίσουν τον κόσμο τον οποίο κρατά στα ίσα η υπεύθυνη εξουσία. Γι’ αυτό και τα άκρα ταυτίζονται με την υπονόμευση: στους λαϊκούς θρύλους θα εικονίζονταν ως οι καλικάντζαροι που πριονίζουν στα κατάβαθα του χάους τον κορμό του δένδρου πάνω στο οποίο στηρίζονται ο κόσμος και ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Η ιδέα της κεντρώας θέσης ήταν πάντοτε προσφιλής και στο ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα. Σε εποχές που το τελευταίο κινδύνευε, ο Γεώργιος Παπανδρέου, στον λόγο του στην περίφημη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου (Μάιος 1944), διατύπωσε το ζήτημα ως εξής: «Η κατάσταση στη χώρα μας μοιάζει με κόλαση. Οι Γερμανοί σκοτώνουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας σκοτώνουν. Οι αντάρτες σκοτώνουν. Σκοτώνουν και καίνε. Τι θα απομείνει από τη δυστυχισμένη μας χώρα;…». Το σχήμα που διατύπωσε ο τότε πρωθυπουργός χρησιμοποιήθηκε ως ακρογωνιαίος θεωρητικός λίθος για την ανοικοδόμηση του μεταπολεμικού αστικού πολιτικού συστήματος στη χώρα. Η ταύτιση των κατακτητών και των εγχώριων συνεργατών τους με την Εθνική Αντίσταση και τους αντάρτες δημιούργησε ένα ενδιάμεσο κενό πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η νέα εξουσία των νικητών. Οι άθλιες προγενέστερες επιδόσεις του αστικού πολιτικού κόσμου, τόσο στο εθνικό όσο και στο δημοκρατικό και κοινωνικό πεδίο, «ξεχάστηκαν» και το σχήμα αυτο-ορίστηκε ως μόνη εγγύηση απέναντι στην καταστροφική πολιτική των άκρων. Για τον λόγο αυτό η συντηρητική παράταξη συχνά-πυκνά ομνύει στην κεντρώα της τοποθέτηση – κεντροαριστερή ή κεντροδεξιά, ανάλογα με τις ανάγκες.

Εξυπακούεται ότι το σχήμα που διατύπωσε ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν εκκωφαντικά πλαστό και έωλο. Ο νεόκοπος τότε πρωθυπουργός, με την παρότρυνση των κηδεμόνων του των Βρετανών –η πολιτική ηγεσία της αστικής μας τάξης συνήθιζε πάντοτε να πολιτεύεται «από κοινού» με τους ισχυρούς της ηγεμόνες, για ένα είδος μόνιμης φοβίας ψυχολογικής υφής πρόκειται–, είχε καλέσει στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου στενούς συνεργάτες του καθεστώτος συνεργασίας της Αθήνας και πρωτεργάτες στη συγκρότηση και στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας – τις «εθνικές» οργανώσεις. Αυτό όμως δεν πτόησε τους μετέπειτα απολογητές του σχήματος. Σε σχετικά πρόσφατα απολογητικά πονήματά τους οι τελευταίοι αναφέρθηκαν -σε κατάσταση θαυμασμού και έκστασης- στο «πολιτικό θαύμα» που συντελέστηκε εκείνους τους δύσκολους καιρούς: η γνωστή θεωρία ότι ο ελληνικός λαός έστρεψε τα νώτα στις ακραίες καταστάσεις –την Αντίσταση εννοούν- και ανέστησε μετά τον πόλεμο τα προπολεμικά αστικά κόμματα για να οδηγήσουν τη χώρα σε κεντρώες λύσεις. Η ιστορική «λεπτομέρεια» φυσικά παραλείπεται: για τη «θαυματουργή ανάσταση» του αστικού πολιτικού συστήματος χρειάστηκαν η στρατιωτική επέμβαση 80.000 Βρετανών στρατιωτών, χιλιάδες νεκροί και η καταστροφή της μισής Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944. Και ο εμφύλιος στη συνέχεια…

Η σημερινή Δεξιά, η Νέα Δημοκρατία, αλλά και οι άλλες εκφράσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων ξεκίνησαν τη μεταπολιτευτική τους σταδιοδρομία πάνω στην ίδια πετυχημένη συνταγή: ο «αριστεροχουντισμός» παρουσιάστηκε ως η πρώτη απειλή για το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα στα πρώτα μετά το 1974 χρόνια. Η Αριστερά, το λαϊκό κίνημα, κρίθηκε το ίδιο επικίνδυνη με τη χούντα και αντιμετωπίστηκε ανάλογα. Στο σχολικό βιβλίο ιστορίας (γενικής παιδείας) του Ιδρύματος Καραμανλή, πάνω στο οποίο πρόσφατα διαγωνίστηκαν οι υποψήφιοι στις εξετάσεις, το σχήμα επανέρχεται πάμπολλες φορές, κυρίως με τη «διαπίστωση» ότι ο καλύτερος φίλος του Χίτλερ ήταν ο Στάλιν! Οι σημερινές ρητορείες περί των άκρων που συμμερίζονται την έφεση προς τη βία είναι φυσιολογικό απότοκο μιας μακράς θεωρητικής πολιτικής παράδοσης του ελληνικού αστισμού.

Τα άκρα λοιπόν υπονομεύουν τη σταθερότητα του συστήματος, πριονίζουν τα θεμέλια του καθεστώτος. Είναι επικίνδυνες και βίαιες απειλές. Οι εγκληματικές όσο και θεατρικές εκδηλώσεις βίας από τη Χρυσή Αυγή υπερτονίζουν, για χάρη του συστήματος, τη βιαιότητα των άκρων. Και επειδή κατά τη θεωρία της άρχουσας τάξης τα άκρα δεν μπορεί παρά να είναι δύο, ο πολιτικός λόγος της Δεξιάς «εμπνέεται» από τις αγριότητες των νεοναζί για να στηλιτεύσει και να απειλήσει τους αγώνες των εργαζομένων!

«Καίουν και σφάζουν οι Γερμανοί… Καίουν και σφάζουν οι αντάρτες», όπως έλεγε ο άλλος, ο παλιός. Εβδομήντα χρόνια πέρασαν, τα επιχειρήματα των πολιτικών διαχειριστών του πολιτικού συστήματος εμμένουν στην ίδια λογική, στα ίδια επιχειρήματα και φυσικά στους ίδιους στόχους: στη διατήρηση του άδικου καπιταλιστικού συστήματος στη χώρα μας, όπου ο μόχθος των πολλών θα κατατίθεται στους λογαριασμούς των λίγων. Και το όποιο νομοσχέδιο για τη «δημοκρατία» προβλέπεται ότι θα είναι ψευδεπίγραφο: για τον ρατσισμό θα μιλά στο προοίμιο, τους εργαζομένους θα στοχεύει στις επιμέρους παραγράφους και στα ψιλά γράμματα – αυτά που συνήθως στην πράξη εφαρμόζονται.

…………………………………………………………………………………………………..

*Καθηγητής σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας στο ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

.feed-links {display: none;}