Κώστας Θεριανός
Ελεύθερη
πρόσβαση σημαίνει ότι κάποιος/ -α μπορεί να εισέρθει σε κάποιο χώρο,
χωρίς εισιτήριο και χωρίς καμία προϋπόθεση ή εμπόδιο. Στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση σημαίνει ότι ο/η απόφοιτος/ -η (;) κάποιου τύπου λυκείου
μπορεί να εγγραφεί χωρίς καμία εξέταση, έστω διαγνωστική, για τις
βασικές του γνώσεις σε οποιαδήποτε σχολή επιθυμεί. Το ερωτηματικό στην
λέξη απόφοιτος/ -η έχει την έννοια του γιατί ένας/ μια ενήλικος/ -η
ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρώσει την λυκειακή βαθμίδα, να μην μπορεί να
γραφτεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με βάση την όποια επαγγελματική ή
κοινωνική εμπειρία έχει αποκτήσει και η οποία σε αρκετές σχολές μπορεί
να αποδειχθεί πολλαπλά πιο χρήσιμη από την ακαδημαϊκή σχολική γνώση.
Μια
τέτοια ερώτηση δεν είναι καθόλου φανταστική. Έχει ήδη δομηθεί ως
πρόταση στα νεοφιλελεύθερα επιτελεία, τα οποία προτείνουν ότι υπάρχουν
δεξιότητες που αποκτώνται στην εργασία και την κοινωνική ζωή και οι
οποίες πρέπει να αποτυπωθούν σε μονάδες ανάλογες με τις ακαδημαϊκές. Η
συγκεκριμένη πρόταση επενδύεται, πολλές φορές, και με έναν
«αντιεξουσιαστικό» λόγο, καθώς εμφανίζεται σαν μέριμνα για έξυπνους και
ικανούς ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν κάποιες βαθμίδες του
«τυπικού» εκπαιδευτικού συστήματος. Άλλωστε, στην περίπτωση που θα μπει
ως προϋπόθεση η λήψη απολυτηρίου λυκείου η πρόσβαση παύει να είναι
ελεύθερη, καθώς έχει μια προϋπόθεση.
Πρακτικά,
όποιος/ -α προτείνει την ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
έχει να απαντήσει σε μερικά κρίσιμα ερωτήματα. Σταχυολογούμε μερικά:
1. Καταρχάς, αυτός που θα περνά «ελεύθερα» στα πανεπιστήμια θα παίρνει
απολυτήριο λυκείου; Μάλλον θα παίρνει. Πώς θα το παίρνει; Με εξετάσεις
μέσα στο σχολείο ή έξω από αυτό; Στη δεύτερη περίπτωση (έξω από το
σχολείο) πάμε στη μεταρρύθμιση Αρσένη (εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα του
της Β και Γ λυκείου σε πανελλαδική κλίμακα) ή σε παραλλαγές του
συστήματος των δεσμών, των κύκλων κ.λπ., αλλά και σε αυτήν που
προτείνεται τώρα για το νέο λύκειο ( ενδοσχολικές εξετάσεις σε
όλες τις τάξεις αλλά με θέματα κοινά για όλα τα σχολεία). Στη πρώτη
περίπτωση (εξετάσεις μέσα στο σχολείο με θέματα που επιλέγει ο ίδιος ο
εκπαιδευτικός ) υπάρχει κίνδυνος κατάλυσης κάθε έννοιας αξιοκρατίας. Η
πρόταση: «τον μαθητή να τον κρίνει ο δάσκαλος του» ακούγεται όμορφα,
αλλά είναι ιδεαλιστική καθώς δάσκαλοι και μαθητές είναι κοινωνικά
υποκείμενα που κινούνται με συγκεκριμένα συμφέροντα και αξίες, πολλές
φορές μη αρεστά σε εμάς, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιδιότητα
«δάσκαλος», «μαθητής», «επιστήμονας» δεν από-κοινωνικοποιεί τα
υποκείμενα φορείς τους.
2. Ας
υποθέσουμε ότι προσπερνάμε το πρώτο ερώτημα και πάμε στο δεύτερο: ο
κάτοχος του απολυτηρίου (αδιάφορο πως το πήρε) εγγράφεται στη σχολή της
προτίμησης του. Οπότε προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα: τι θα γίνουν τα
ΑΕΙ και ΤΕΙ της επαρχίας; Δεν θα κινδυνεύσουν να κλείσουν, καθώς η
πλειονότητα του πληθυσμού μένει Αθήνα και Θεσ/νίκη, οπότε εκεί λογικά θα
προστρέξουν οι φοιτητές; Τι θα γίνει με τις σχολές που ελάχιστοι θα τις
προτιμήσουν; Εκτός αν το προσωπικό των πανεπιστημίων περάσει σε άκρως
ευέλικτες σχέσεις εργασίας και πολλά τμήματα γίνουν «λυόμενα», ώστε να
μπορεί να ικανοποιηθεί η μεταβαλλόμενη προτίμηση των υποψηφίων.
3. Ας
υποθέσουμε ότι αποφεύγουμε την απάντηση των ερωτημάτων 1 και 2 και πάμε
στο 3: ας γραφτούν όλοι ελεύθερα όπου θέλουν και στις σχολές να γίνει η
επιλογή. Όμως, σε μια σχολή που απαιτεί εργαστήρια πως θα χωρέσουν
χιλιάδες άνθρωποι; Και με ποιους όρους θα γίνει εκεί μέσα η επιλογή; Πώς
θα διασφαλιστεί το αδιάβλητο; Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε
για ελεύθερη πρόσβαση αλλά απλώς για καθυστέρηση της επιλογής.
Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε ξεκάθαρα:
Το
πότε, πως, γιατί και από ποιους υιοθετήθηκε το σύνθημα «ελεύθερη
πρόσβαση στα πανεπιστήμια σε ένα τμήμα της αριστεράς – η οποία θεωρούσε
ότι έτσι απαντά στην ταξική ανισότητα και τον δομικά καθοδηγούμενο πόθο
των μικροαστικών αλλά και των λαϊκών στρωμάτων για ένα πτυχίο- είναι ένα
ερώτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε σε άλλο κείμενο.
Το
ζητούμενο είναι πως θα φτιάξουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα
ανταποκρίνεται στις μορφωτικές, κοινωνικές και επαγγελματικές ανάγκες
των λαϊκών στρωμάτων της χώρας μας και το οποίο θα είναι συμβατό με την
παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στην κατεύθυνση της αυτόκεντρης
ανάπτυξης, η οποία θα δημιουργήσει τους όρους προσπάθειας απεμπλοκής της
ελληνικής οικονομίας από την πολλαπλή – ακόμη και διατροφική – εξάρτηση
από άλλες χώρες. Τι εργαζόμενο, τι επιστήμονα και τι πολίτη θέλουμε να
φτιάξουμε είναι το συνδετικό νήμα που θα διαπερνά τα επιμέρους σημεία
της πρότασης.
Αυτή
η γενική καθοδηγητική αρχή πρέπει να διευκρινιστεί και να
συγκεκριμενοποιηθεί σε συγκεκριμένη πρόταση, με συγκεκριμένους τύπους
σχολείων, αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα. Αυτή η πρόταση πρέπει να
λαμβάνει υπόψη της τις κτιριακές υποδομές, την υλικοτεχνική υποδομή, το
διαθέσιμο προσωπικό και τους περιορισμένους πόρους που υπάρχουν στο
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνει υπόψη της την
ρήση του Ντυρκέμ: «είναι πιο εύκολο να περπατήσει άνθρωπος στο φεγγάρι,
παρά να αλλάξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα».
Αυτό
σημαίνει ότι μια μεταρρύθμιση θέλει μια δεκαετία να ξεδιπλωθεί. Και η
καλύτερη της άμυνα απέναντι σε κυβερνητικές μεταβολές κ.λπ. είναι να
πείσει τον λαό ότι αξίζει να αγκαλιαστεί από αυτόν. Αν μια εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση δεν πείσει τα λαϊκά στρώματα ότι αξίζει να υποστηριχθεί, θα
χαθεί.
Αλλά σε όλα αυτά θα επανέρθουμε αναλυτικά και συγκεκριμένα.
13-1-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου