31/3/2013
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Ένα
από αυτά είναι η υπουργική απόφαση 30972/Γ1/5 -3 - 2013 «Αξιολόγηση του
Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας - Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης».
Αν πιστέψει κανείς τα όσα αναφέρονται σε αυτή, τότε θα διαπιστώσει ότι η
αυτοαξιολόγηση είναι το μαγικό ραβδί «δια πάσαν νόσον» που θεραπεύει με
αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης.
Σύμφωνα
με το άρθρο 1, παράγραφος 3 και 4: «Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού
έργου συμβάλλει .στην ενίσχυση των σχέσεων και των συνεργασιών στο
σχολείο, στην αναβάθμιση των διδακτικών και παιδαγωγικών πρακτικών, στην
προώθηση της καινοτομίας.
Η
αξιολόγηση αποτελεί μια διαδικασία κινητοποίησης όλων των παραγόντων
της εκπαιδευτικής κοινότητας για την ανάπτυξη δράσεων με στόχο την
βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας και της μάθησης, την ισόρροπη και
ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών, την ενίσχυση της ισότητας και την
άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την καταπολέμηση των διακρίσεων και
του αποκλεισμού και το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία».
Με
άλλα λόγια όλα τα κάνει η αξιολόγηση σύμφωνα με τους Φαρισαίους της
κυβέρνησης και δε χρειάζονται αύξηση των δαπανών για την παιδεία,
σύγχρονα σχολικά κτίρια, εκπαιδευτικό προσωπικό επαρκώς εκπαιδευμένο και
αμειβόμενο αξιοπρεπώς, σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα, βιβλία και
μέθοδοι διδασκαλίας, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να ανταποκρίνεται στις
ανάγκες των μαθητών και του λαού!
Ο Ο.Ο.Σ.Α. και η αυτοαξιολόγηση ως οργανική εξέλιξη του επιθεωρητισμού
Με
την πρόσφατη έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α που αντιγράφει πιστά και δουλικά η
τρικομματική κυβέρνηση προτείνεται ένα μοντέλο αξιολόγησης και για το
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα ενιαίο σύστημα αξιολόγησης που θα
στηρίζεται σε δύο πυλώνες, την αυτοαξιολόγηση και τον εξωτερικό έλεγχο. Η
διαδικασία της αξιολόγησης πρέπει να συνδεθεί με τα αποτελέσματα
μάθησης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση. Αυτό μπορεί να γίνει
μέσω ενός τυποποιημένου σε εθνικό επίπεδο εξετάσεων από τ' αποτελέσματα
της οποίας θα εξαρτάται η δημόσια κατάταξη των σχολικών μονάδων μέσω της
δημοσίευσης των αποτελεσμάτων και η εργασιακή και μισθολογική κατάσταση
των εκπαιδευτικών.
Η
αυτοαξιολόγηση εγγράφεται μέσα στη λογική της καπιταλιστικής
αναδιάρθρωσης και είναι η οργανική εξέλιξη του επιθεωρητισμού στο
«μεταμοντέρνο» σχολείο. Ο John Mac Beath και οι συνεργάτες του στο
τελευταίο τους βιβλίο δεν αντιδιαστέλλουν την «κακή» εξωτερική
αξιολόγηση από την «καλή» εσωτερική. Τις θεωρούν και τις δύο το ίδιο
αναγκαίες. Η εξωτερική αξιολόγηση μπορεί να δώσει στα σχολεία
ανατροφοδότηση. να εφαρμοστεί η αυτοαξιολόγηση και να βρεθεί η καλύτερη
ισορροπία στη σχέση εξωτερικής και εσωτερικής αξιολόγησης».
Από
το όλο εγχείρημα της βελτιωτικής αξιολόγησης / αυτοαξιολόγησης
απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία προβληματισμού: ότι το σχολείο δε
λειτουργεί για το «κοινό καλό», αλλά στον καπιταλισμό έχει μια έντονη
επιλεκτική λειτουργία, άρα εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν
«να πάνε όλοι καλά στο σχολείο» και ότι η σχολική γνώση δεν είναι
«ουδέτερη». Από τη συζήτηση της αυτοαξιολόγησης εξοβελίζεται το ερώτημα
«ποιος έχει την εξουσία» στην εκπαίδευση και την κοινωνία, ποιος
καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις
εξετάσεις, ποιος φτιάχνει την εκπαιδευτική νομοθεσία, ποια είναι η
συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά. Ουσιαστικά η αυτοαξιολόγηση
δημιουργεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση δε γνωρίζει τα προβλήματα της
εκπαίδευσης και οι καθηγητές θα τις τα γνωστοποιήσουν μέσα από τις
φόρμες που θα συμπληρώσουν.
Η
ψευδαίσθηση πολλών εκπαιδευτικών, ότι η αυτοαξιολόγηση θα αναδείξει
όψεις της δουλειάς τους και θα τις επιβραβεύσει (με τι άραγε σε μια
εποχή άγριων περικοπών;), δηλαδή το πόσα προγράμματα περιβαλλοντικής
εκπαίδευσης κάνουν στο σχολείο, πόσα θεατρικά έργα, τι εκδηλώσεις, αν
βγάζουν ή όχι εφημερίδα, χωρίς να υπολογίζεται η επίδοση των μαθητών
τους σε εθνικές εξετάσεις ή σταθμισμένα τεστ, διαλύεται από τους ίδιους
τους θεωρητικούς της αυτοαξιολόγησης. Όλη αυτή η ρητορική περί
αποτίμησης και ανάδειξης της προσπάθειας των εκπαιδευτικών και πώς
μπορούν να τα πάνε καλύτερα ήταν μέχρι να γίνει αποδεκτή στη συνείδηση
τους η ανάγκη της αυτοαξιολόγησης.
Στο
«ανοικτό» και «μεταμοντέρνο» σχολείο η αυτοαξιολόγηση επιδιώκει την
πειθάρχηση του εκπαιδευτικού που διαφωνεί με την κυρίαρχη ιδεολογία και
στη συμμόρφωσή του, όχι αυτή τη φορά από τον επιθεωρητή, αλλά από. το
σύλλογο διδασκόντων που «αυτοαξιαλογείται» εκτελώντας χρέη «συλλογικού
επιθεωρητή».
Η
αυτοαξιολόγηση δε θέτει κριτικά ερωτήματα, πχ «γιατί διδάσκουμε αυτή τη
γνώση», αλλά μόνο «πως το σχολείο θα λειτουργήσει σαν ένα καλολαδωμένο
γρανάζι στην υπηρεσία του συστήματος». Όποιος διαφωνεί με το σύστημα θα
.κατεβαίνει από το τρένο, όχι απλώς με τη βούλα ενός επιθεωρητή αλλά
πλέον με τη «συλλογική» απόφαση του συλλόγου διδασκόντων. Έτσι, απλά και
. «δημοκρατικά».
Έτσι,
λοιπόν, η «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας είναι μια καρικατούρα
συμμετοχής των εκπαιδευτικών και των άλλων φορέων στη λειτουργία του
ταξικού σχολείου και των μηχανισμών αξιολόγησης. Ένα «αδειανό
πουκάμισο», μια ψευδαίσθηση συμμετοχής που νομιμοποιεί την κρατική
εξουσία και τον έλεγχο. H κλασική συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας για τη
συνδιοίκηση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών θεσμών, που συμπυκνώνουν
την κυριαρχία των κυρίαρχων τάξεων και στρωμάτων, χρησιμοποιείται και
αξιοποιείται απ' τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τους «αριστερούς»
εκσυγχρονιστές - υποστηρικτές της στην κοινωνία και την εκπαίδευση.
Kαλλιεργείται στους εργαζόμενους ―εν προκειμένω στους εκπαιδευτικούς― η
ψευδαίσθηση ότι μπορούν να καθορίζουν τους σκοπούς και τη λειτουργία της
εκπαίδευσης. Άλλωστε την τελευταία 20ετία συντελείται μια διαρκής
νομοθετική προσπάθεια κατά την οποία απαξιώνεται, απονευρώνεται και
καταργείται ο Σύλλογος Διδασκόντων ως αποφασιστικό όργανο παιδαγωγικής
και εκπαιδευτικής απόφασης μέσα στο σχολείο. Αντί αυτού ενισχύεται μια
διευθυντική και ιεραρχική διαδικασία αποφάσεων. Έτσι η αυτοαξιολόγηση
λειτουργεί ως «φύλλο συκής» ενός αυταρχικού, ιεραρχικού, συγκεντρωτικού
και κομματικά ελεγχόμενου διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης.
Δείκτες και κριτήρια αξιολόγησης
«Το
εκπαιδευτικό έργο αποτιμάται με δείκτες ποιότητας του εκπαιδευτικού
έργου» (άρθρο 3) επιμένουν οι πάσχοντες από ποσοτικοφρένεια
αν-εγκέφαλοι του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Δέσμιοι μιας παραγωγίστικης και ακραίας
νεοφιλελεύθερης αντίληψης θεωρούν το σχολείο ως επιχείρηση, όπου
εφαρμόζονται μοντέλα αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά
ποιότητας» (ISO 9000), σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του
εμπορίου. Μια τέτοια θεώρηση απορρέει από τη γενικότερη αντίληψη περί
εμπορευματοποίησης των πάντων στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας,
όπου όλα εμπορευματοποιούνται και κάθε εμπόρευμα έχει και την τιμή του.
Οι αναλυτικές - ερμηνευτικές κατηγορίες που θα αξιολογούνται κάθε χρόνο από τον Σύλλογο και τον Διευθυντή του σχολείου είναι:
Δεδομένα του σχολείου
Εκπαιδευτικές Διαδικασίες
Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα
Ειδικότερα η Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου (ΑΕΕ) περιλαμβάνει:
Την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου
Τον προγραμματισμό δράσεων βελτίωσης
Την υλοποίηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσεων
Την αξιολόγηση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δράσεων.
Η
πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται
και ποσοτικοποιείται η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα
επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας μαθητών και εκπαιδευτικών. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως
αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές
λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η
διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική
συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι
διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα
θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές.
Είναι
σαφές, ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες παιδαγωγικής και
συμπεριφορών. Χιλιάδες προσπάθειες των αστικών ιδεολογιών και των
παιδαγωγικών ερευνητικών σχολών τους, οδηγήθηκαν πάντα στο ίδιο
αποτέλεσμα. «Δεν υπάρχουν παιδαγωγικοί κανόνες και συμπεριφορές που να
προάγουν από μόνες τους και αποδεδειγμένα το μορφωτικό αγαθό». Γιατί η
παιδαγωγική σχέση μαθητή - καθηγητή, εκπαιδευτικού - εκπαιδευόμενου,
εσωκλείει τους βαθύτερους προσδιορισμούς και ανάγκες της ανθρώπινης
ύπαρξης. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά
πορίσματα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η αλήθεια: «Δεν υπάρχει κώδικας
διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα,
ούτε μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει
περισσότερο».
Σε
συνθήκες «αξιολογικής δικτατορίας» το παιδαγωγικό και διδακτικό έργο
των εκπαιδευτικών μετατρέπεται σε ένα στεγνό διοικητικό μηχανισμό,
συμπλήρωσης αριθμών και φορμών, το σημαντικότερο είναι ότι οι
«αντικειμενικές» μετρήσεις θα παράγουν ενοχοποιήσεις, κατάταξη και
ανταγωνισμό. Η σχολική κοινότητα από χώρος συνεργασίας και συμβιωτικής
προσπάθειας θα γίνει βαθμιαία χώρος απόκρυψης, προσωπικής προβολής και
διαρκούς ανταγωνισμού.
Για ποια ποιότητα;
Για
τις κυβερνήσεις των μνημονίων (και όχι μόνο), της υποταγής στην ΕΕ και
στους διεθνείς τοκογλύφους «Βελτίωση της εκπαίδευσης» σημαίνει να
στρέψουμε την εκπαίδευση με στόχο να δημιουργήσουμε νέες συνθήκες στην
αγορά εργασίας και στον ανταγωνισμό. Κατά τα σχέδιά τους χρειάζονται
εργάτες απόλυτα εξειδικευμένους σε συγκεκριμένα αντικείμενα, χωρίς
ευρύτητα γνώσεων, ευέλικτους εργασιακά και αναλώσιμους, χωρίς δικαιώματα
και χωρίς ταξική συνείδηση.
Η
ποιότητα στην εκπαίδευση για μας τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς δεν
είναι η μετρήσιμη αποδοτικότητα που σχετίζεται με τις προτεραιότητες των
«αγορών». Η ποιότητα συμβαδίζει με την ενίσχυση και όχι την αποδόμηση
της δημόσιας παιδείας, την προσπάθεια άρσης των κοινωνικών φραγμών με
τους οποίους είναι συνδεδεμένη, με το σχολείο που χωρά όλους τους
μαθητές και όλη τη γνώση που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου
να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους
χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί
δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να
συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά
για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία. Και
όλα αυτά δε χωράνε στα κουτάκια τους και στους «δείκτες ποιότητας του
εκπαιδευτικού έργου».
Μέσα πόροι - υλικοτεχνική υποδομή και μαθητική διαρροή
Οι
δαπάνες στα σχολεία έχουν μειωθεί κατά 33% (2009 - 2013) και κατά 47%
μέχρι το 2016, όπου το σύνολο των δαπανών για τη δημόσια εκαπαίδευση θα
συρρικνωθεί στο 2,15% του ΑΕΠ. Σχολεία κλείνουν, το σχολικό δίκτυο
συρρικνώνεται στο όνομα του «μνημονιακού εξορθολογισμού» και η
υλικοτεχνική υποδομή υποβαθμίζεται. Την ίδια στιγμή ζητείται στα
πλαίσια της αυτοαξιολόγησης, η αναζήτηση πόρων και αποτιμάται η χορηγία
των γονέων και άλλων φορέων.
Άμεσος
στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για
την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην
προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές
δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ
την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και
δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες
για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό
πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση - κατηγοριοποίηση σχολείων και
εκπαιδευτικών).
Ό,τι
μετριέται στον τομέα «εκπαιδευτικά αποτελέσματα», όπως η «φοίτηση και
διαρροή των μαθητών» η κυβερνητική πολιτική απορρίπτεται. Οι
εκπαιδευτικοί δείκτες αποτυπώνουν το φαινόμενο της πρόωρης σχολικής
εγκατάλειψης δείχνοντας το βαθύ χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που διαβαίνουν
επιτυχώς τα σκαλοπάτια της εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας και εκείνους για
τους οποίους οι πόρτες του εκπαιδευτικού συστήματος κλείνουν οριστικά. Ο
ευρωπαϊκός μέσος όρος της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης βρίσκεται στο
14,8%. Να σημειωθεί επίσης ότι χώρες με ισχυρά εκπαιδευτικά συστήματα,
όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Σουηδία, η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο,
την επταετία 2000-2007 δείχνουν να σταθεροποιούνται ανάμεσα στο 12% και
13%. Αν ρίξουμε μια ματιά στα ελληνικά στοιχεία με βάση την ετήσια
έκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ για την εκπαίδευση την περίοδο 2002-2007, θα
διαπιστώσουμε ότι από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση διέκοψαν τη φοίτησή
τους περίπου 24.588 μαθητές, ενώ από τα Γυμνάσια 82.719 μαθητές
αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η διαρροή την ίδια περίοδο από την
υποχρεωτική εκπαίδευση ξεπέρασε τους 100.000 μαθητές. Ταυτόχρονα, στη
βαθμίδα της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης εμφανίζεται ακόμη
μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού η διαρροή την ίδια περίοδο έφτασε στους
101.744 μαθητές -όση δηλαδή η διαρροή σε ολόκληρη την υποχρεωτική
εκπαίδευση- αποδεικνύοντας την απαξίωση της Τεχνικής Επαγγελματικής
Εκπαίδευσης. Όμως αυτά είναι στοιχεί πριν ενσκήψει η μνημονιακή
καταιγίδα. Σαν εξετάσουμε την περίοδο 2008 - 1013 τα ποσοστά
εγκατάλειψης έχουν εκτοξευτεί στα ύψη. Άραγε η κυβέρνηση χρειάζεται την
αυτοαξιολόγηση για να τα καταγράψει ή μήπως μέσα από αυτή θα αποτινάξει
από πάνω της τις ευθύνες και τις ενοχές και θα τις φορτώσει στις πλάτες
των εκπαιδευτικών;
Ο μεγάλος «ένοχος» ή οι πώς οι θύτες ενοχοποιούν τα θύματα
Στην
πρόταση για αυτοαξιολόγηση αποκρύπτεται συνειδητά η βασική παραδοχή για
την εκπαίδευση: ότι οι κοινωνικές παράμετροι και καταστάσεις είναι
αυτές που καθορίζουν το περιεχόμενο και τις διαδικασίες της. Η
αυτοαξιολόγηση αποσιωπά συστηματικά τόσο την επίδραση των κοινωνικών
ανισοτήτων και διαφορών στις σχολικές επιδόσεις όσο και τις ευθύνες της
κρατικής πολιτικής. Αντί να αναγνωρίσει τον κοινό τόπο της
επιστημονικής έρευνας, σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνική προέλευση επιδρά
περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα στις επιδόσεις των μαθητών,
κομπορρημονεί ότι «κινητοποιεί όλους τους παράγοντες του σχολείου»,
εννοώντας σχεδόν αποκλειστικά τους εκπαιδευτικούς. Αντί να αναγνωρίσει
την κρατική ευθύνη στην διαμόρφωση των ταξικών ανισοτήτων, στην επιλογή
σκοπών και στόχων, στον καταρτισμό των προγραμμάτων, στη συγγραφή των
βιβλίων, στις ελλείψεις της υλικοτεχνικής υποδομής, στην απαξίωση του
ανθρώπινου δυναμικού, φορτώνει τις ευθύνες στους εκπαιδευτικούς.
Η
ιστορία της εκπαίδευσης και η συγκριτική παιδαγωγική καταδεικνύουν ότι
όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση οδήγησε στην εξωτερική αξιολόγηση των
μαθητών, δηλαδή σε εξετάσεις. Η γενίκευση της και η μετατροπή της σε
βασική πηγή αξιολόγησης για τον εκπαιδευτικό θα μετατρέψει τα σχολεία σε
φροντιστήρια εκγύμνασης εν όψει εξετάσεων και θα καταστρέψει όποια
μορφωτική αξία έχει διατηρήσει το σχολείο. Ήδη στην Υπουργική απόφαση
στον τομέα 7 τα «Αποτελέσματα του Σχολείου» συνδέονται με την «επίτευξη
των στόχων του σχολείου» Έτσι μέσα από την αλυσίδα των ωφελιμοθηρικών
αντιλήψεων, το «μαθαίνω» μεταφράζεται σε «αποστηθίζω», η παιδεία
συρρικνώνεται σε καταναγκαστικό βαθμοθηρικό μηχανισμό και στο τέλος δε
σώζεται ένα κομματάκι ψυχής και πνεύματος για να τρυπώσουν η απόλαυση
της ανάγνωσης, η χαρά της αναζήτησης και της εύρεσης, η τέρψη της
γνώσης.
Η
«αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, η οποία στην πιο ακραία έκφραση της
θα συνδέεται με τις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών εκτός του
ισοπεδωτικού της χαρακτήρα, θα χωρίζει τα σχολεία σε κατηγορίες, θα
οξύνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, δηλητηριάζοντας εκπαιδευτικές και
κοινωνικές σχέσεις, διαφοροποιώντας τους τρόπους χρηματοδότησης,
βάζοντας τους χορηγούς από το παράθυρο και τους γονείς να στηρίζουν
οικονομικά τη λειτουργία, οδηγώντας πολλά σχολεία στο μαρασμό και τελικά
στο κλείσιμο.
Όπως
προβλέπεται στο άρθρ. 9 της τροπολογίας του Υπουργείου Παιδείας για την
«Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Εκπαίδευση» (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), αλλά
και η έκθεση του ΟΟΣΑ (σελ. 66 - παρ. 126/127), οι επιδόσεις των μαθητών
θα συνυπολογίζονται για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και την
παραμονή τους στο σχολείο! «Οι αξιολογήσεις να έχουν ουσιώδεις συνέπειες
για τους αξιολογούμενους, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί
ότι αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα», αναφέρει ο ΟΟΣΑ. Και συνεχίζει: «Η
αξιολόγηση της επίδοσης των εκπαιδευτικών μπορεί επίσης να
χρησιμοποιηθεί προκειμένου να καθοριστεί η εξέλιξη της σταδιοδρομίας, να
ανταμειφθεί η καλή επίδοση ή να επιβληθούν κυρώσεις για εκπαιδευτικούς
με χαμηλές επιδόσεις. Κατ' αυτόν τον τρόπο, βοηθά επίσης τα σχολεία να
κρατούν τους ικανούς εκπαιδευτικούς και καθιστά τη διδασκαλία ελκυστική
επιλογή σταδιοδρομίας».
Συλλογικότητα - Αντίσταση
Χωρίς
ψευδαισθήσεις για το ρόλο της αξιολόγησης οικοδομούμε μέτωπο αντίστασης
- απόρριψης της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση συνολικά λειτουργεί ως
μηχανισμός εργασιακής - ιδεολογικής ομηρίας και απολύσεων, αποδόμησης
της δημόσιας εκπαίδευσης και κατηγοριοποίησης σχολείων - μαθητών και
εκπαιδευτικών. Να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις κάλυψης, ώστε με
αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων κανένα σχολείο να μη συμμετέχει σε
προγράμματα αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης. Παράλληλα μπορούμε και
πρέπει να συμβάλουμε σε ένα παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και ανατροπής της
κυβερνητικής πολιτικής. Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού
κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον
εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση - όχι για να εξωραϊσουμε
την αξιολόγηση - και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα
παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να
συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το
καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια
ανθρωποκεντρική κοινωνία.
ΣHMEIΩΣEIΣ - BIBΛIOΓPAΦIA
Θεριανός
Κώστας - Καββαδίας Κ. Γιώργος - Κάτσικας Χρήστος - Τσιριγώτης Θανάσης, Η
αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα2007.
Καββαδίας
Κ. Γιώργος - Κάτσικας Χρήστος (επιμέλεια),Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση.
Ποιος, ποιον και γιατί, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα2003.
Καλημερίδης
Γιώργος, Κράτος αγορά και η εκπαίδευση. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική
αναδιάρθρωση του σχολείου: Βρετανία, Φινλανδία, Σουηδία, του Γιώργου
Καλημερίδη Alfavita.gr (08-05-2012)
Mαυρογιώργος Γιώργος, Eκπαιδευτικοί και Aξιολόγηση, Σύγχρονη Eκπαίδευση, Aθήνα 1992.
Mαυρογιώργος
Γιώργος, «Aξιολόγηση του Eκπαιδευτικού»: Γραφειοκρατική συμμόρφωση
μετασχηματιστική παρέμβαση, Σύγχρονη Eκπαίδευση, τ. 15, 1984.
Nούτσος Χαράλαμπος, Iδεολογία και εκπαιδευτική πολιτική, Θεμέλιο, Aθήνα 1986.
Παπακωνσταντίνου Παναγιώτης, Eκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο. Έφραση, Aθήνα 1993.
Παπακωνσταντίνου
Παναγιώτης, Aξιολόγηση και σχολική δυναμική Kίνηση Eκπαιδευτικών στο
«Δ. Γληνός», H αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, Διογένης, Aθήνα 1986.
Ρέππας
Χρήστος, Αξιολόγηση, διοικητική αναδιάρθρωση και αγορά: Το νέο σκηνικό
της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση, Alfavita.gr
*
O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού
«Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων -
Συσπειρώσεων - Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου