Σε
προσωρινή εκτόνωση φαίνεται να οδηγείται η κρίση που έπληξε τις
αναδυόμενες, όπως έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται, αγορές, με τις
ειδήσεις για την Βραζιλία, την Αργεντινή και την Τουρκία να
απομακρύνονται από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ωστόσο, πρόκειται για
μια κατάσταση που δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ καθώς όπως
δείχνουν όλες οι ενδείξεις, οι αιτίες που προκάλεσαν την αναστάτωση
ήρθαν για να μείνουν.
Η οικονομική ζωή στις αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες
πιθανότατα να μην είχε διαταραχθεί καθόλου αν η αμερικάνικη ομοσπονδιακή
τράπεζα δεν προχωρούσε στην μείωση του πακτωλού χρημάτων που ρίχνει
κάθε μήνα στην αγορά για να αποφύγει μια χρόνια ύφεση, για να μην γίνει
Ευρώπη. Η συρρίκνωση αυτού του ποσού από τα 85 στα 75 δισ. δολάρια τον
Ιανουάριο δεν έγινε απροειδοποίητα. Από τον Μάιο του 2013 είχε
προαναγγείλει η Fed το σφίξιμο της νομισματικής της πολιτικής,
στέλνοντας έτσι τα απαραίτητα μηνύματα που προϊδέαζαν, τουλάχιστον τους
ειδικούς, ότι το πάρτι στις αναδυόμενες αγορές δεν θα συνεχιστεί για
καιρό. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί κάτι φαινομενικά παράδοξο: ότι οι
πολιτικές ηγεσίες στις αναδυόμενες αγορές που επικρίνουν σφόδρα και με
το δίκιο τους σήμερα τις αμερικανικές νομισματικές αρχές, επειδή
κλείνουν την στρόφιγγα της ρευστότητας, πριν λίγα χρόνια τις κατήγγειλαν
για τον ίδιο λόγο! Επειδή, άνοιξαν με βία τις στρόφιγγες του χρήματος
προκαλώντας μια απότομη, απρόβλεπτη και κυρίως ανεπιθύμητη ανατίμηση των
νομισμάτων τους. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που δεν ήταν καθόλου
επιθυμητή γιατί η πλημμυρίδα ρευστού που σάρωνε τις αγορές τους είχε ως
αποτέλεσμα τα νομίσματά τους να γίνουν ακριβότερα κι έτσι να πληγούν οι
εξαγωγές τους. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν επομένως το εμπορικό έλλειμμα
ρεκόρ που σημείωσε η Βραζιλία τον Ιανουάριο, ύψους 4,1 δισ. δολ. ως
αποτέλεσμα της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρεάλ όλα τα
προηγούμενα χρόνια.
Κλείνουν τις στρόφιγγες οι ΗΠΑ
Η πρόσφατη αλλαγή της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ (που μόλις
ξεκίνησε!) προκάλεσε ένα κύμα φυγής κεφαλαίων από τις αναδυόμενες
αγορές. Με βάση τους Νιου Γιορκ Τάιμς της 1ης Φεβρουαρίου,
για παράδειγμα, μόνο τον Ιανουάριο αποσύρθηκαν 16,8 δισ. δολ. Είναι ένα
ποσό που μπορεί να αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό, φέρνει όμως στην
επιφάνεια μια μείζονα αλλαγή, καθώς σηματοδοτεί το τέλος εκείνης της
περιόδου που η περιφέρεια ήρθε να λειτουργήσει σαν απορροφητήρας των
κραδασμών που γέννησε η κρίση στο κέντρο. Άμεσο αποτέλεσμα της φυγής των
κεφαλαίων ήταν το εθνικό νόμισμα της Αργεντινής, το πέσο, να χάσει το
22% της αξίας του έναντι του δολαρίου από τα τέλη Νοεμβρίου, το
βραζιλιάνικο ρεάλ να χάσει το 18% όλο το 2013 έναντι του δολαρίου, η
τούρκικη λίρα το ένα τρίτο της αξίας έναντι του δολαρίου από τον Μάιο
που ξεκίνησαν να ηχούν τα καμπανάκια του κινδύνου κοκ. Ενώ, τα
αποτελέσματα στο εμπορικό ισοζύγιο (που αναμένονται θετικά αν φυσικά
παραμείνουν όλα τα άλλα μεγέθη σταθερά) μένει να φανούν στο μέλλον, στον
παρόντα χρόνο οι συνέπειες είναι από αρνητικές έως καταστροφικές. Ο
σημαντικότερος λόγος σχετίζεται με τον δανεισμό των επιχειρήσεων σε ξένο
νόμισμα. Μια πρακτική που επιλεγόταν εξ αιτίας του χαμηλού επιτοκίου
που συνόδευε τα δάνεια με ρήτρα ξένου νομίσματος. Στην Τουρκία, για
παράδειγμα, μεγάλες επιχειρήσεις έχουν δανειστεί ποσά που υπερβαίνουν τα
130 δισ. δολ. κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ήδη όμως τα δυνητικά οφέλη έχουν
εξανεμιστεί από την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της λίρας που
ανεβάζει την αξία των δόσεων με τις οποίες αποπληρώνεται το δάνειο, ενώ
αν συνεχιστεί η κατρακύλα της λίρας τότε το ρίσκο που ανέλαβαν αυτές οι
επιχειρήσεις θα τις οδηγήσει στη χρεοκοπία. Οι συνέπειες από την φυγή
των κεφαλαίων που οδήγησε στην πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του
εθνικού νομίσματος επεκτείνονται στο αυξημένο κόστος αποπληρωμής του
δημόσιου χρέους, των εισαγόμενων πρώτων υλών όπως το πετρέλαιο, κοκ.
Μάλιστα αρνητικά θα λειτουργήσουν και τα μέτρα άμυνας που ανακοίνωσε η
Άγκυρα όπως η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού στο 10% (από 4,5%!),
δεδομένου ότι θα αποτελέσουν τροχοπέδη στην οικονομική μεγέθυνση. Υπ’
αυτό το πρίσμα κανείς δεν θα διαφωνήσει με το συμπέρασμα των Νιου Γιορκ
Τάιμς που έγραψαν την 1η Φεβρουαρίου ότι «η Τουρκία και ο
Ερντογάν είναι θύματα της δικής τους επιτυχίας, αφού δημιούργησαν ένα
ελκυστικό κλίμα για επενδύσεις που έφερε δις. δανεισμού με ρήτρα
δολαρίου, ειδικότερα μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008».
Οι ομοιότητες των αναδυόμενων αγορών με την περιφέρεια της ευρωζώνης
είναι κραυγαλέες. Η Αργεντινή και η Τουρκία όπως ακριβώς η Ελλάδα, η
Ιρλανδία κι οι υπόλοιπες χώρες της δεύτερης ταχύτητας της ευρωζώνης
κλήθηκαν να διαχειριστούν τους πακτωλούς των χρημάτων που απελευθέρωναν
οι μητροπόλεις όταν οι τελευταίες πρόκριναν μια επεκτατική πολιτική ως
μέσο αντιμετώπισης της δικής τους κρίσης. Μιλώντας για τα της γηραιάς
ηπείρου ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν η κρίση στην γερμανική
οικονομία κι ειδικότερα στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, καθιστούσε
μονόδρομο, δεδομένης της λιτότητας, την πολιτική της πιστωτικής
επέκτασης μέσω της παροχής φθηνού και άφθονου χρήματος σε όλη την
ευρωζώνη. Όταν όμως Γερμανία από την μια και ΗΠΑ από την άλλη έκριναν,
για εντελώς ιδιοτελείς λόγους, και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους
ότι πλέον δεν συνέτρεχαν λόγοι για να συνεχιστεί αυτή η πολιτική, τότε
οι αναδυόμενες αγορές κι η ευρωπαϊκή περιφέρεια οδηγήθηκαν στα βράχια
και η κρίση εξαπλώθηκε αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, τα περιορισμένα
όρια που έχει η νομισματική της διαχείριση.
Είναι κάτι πιο βαθύ…
Τα πράγματα μάλιστα γίνονται χειρότερα λόγω του ότι η καταστροφική
πολιτική της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας συμπίπτει με την εμφάνιση
μιας βαθύτερης, υποκείμενης κρίσης στις συγκεκριμένες οικονομίες, όπως
εκφράζεται με την απότομη επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ
τους. Τα άσχημα νέα στην λεγόμενη πραγματική οικονομία δεν σταματούν
εκτός των οικονομικών μητροπόλεων. Τεράστια σημασία, που πιθανά να
ερμηνεύει και την αναδίπλωση των αμερικανικών νομισματικών αρχών, έχει ο
συναγερμός ο οποίος έχει σημάνει για την πτώση της παραγωγικότητας της
εργασίας τόσο στον αναπτυσσόμενο όσο και στον ανεπτυγμένο κόσμο. Στις
ΗΠΑ για παράδειγμα, με βάση μελέτη που δημοσίευσαν οι Financial Times
στις 14 Ιανουαρίου, η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε από 3,9% το
2010, σε 1,8% το 2012 και 1,7% το 2013, εκφράζοντας βαθύτερα αδιέξοδα
και εγγενείς αντινομίες της οικονομίας και προοιωνίζοντας επίσης
ιστορικές αλλαγές προκειμένου αυτή η τάση να ανακοπεί!
Υπό την παραπάνω έννοια η παραμονή στο ευρώ δεν αποτέλεσε ασπίδα
προστασίας, ούτε έκανε τους έλληνες εργαζόμενους πιο τυχερούς. Τα δεινά
της Ελλάδας αποδείχθηκαν πολύ μεγαλύτερα από της Τουρκίας ή της
Αργεντινής, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η δική τους περιπέτεια δεν τελείωσε
κι είμαστε μόνο στην αρχή. Το επιβεβαιώνει η απόφαση της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας στις 6 Φεβρουαρίου να διατηρήσει αμετάβλητα τα
επιτόκια του κοινού νομίσματος στο 0,25% για τρίτο συνεχόμενο μήνα. Η
απόφασή της έδωσε περαιτέρω ώθηση στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ
που έφτασε τα 1,36 δολ. Εδώ, μεγαλύτερη σημασία από τις οριακές, ούτως ή
άλλως, μεταβολές στα επιτόκια ή στην ισοτιμία έχουν οι επιπτώσεις στην
οικονομία, όπως και τα κριτήρια βάσει των οποίων λαμβάνονται οι
αποφάσεις. Εν προκειμένω αν κάποιους πρωτίστως ευνοεί η συγκεκριμένη
επιλογή είναι όσους έχουν συμφέροντα από την εδραίωση της θέσης του ευρώ
ως επενδυτικού προϊόντος. Ένα ισχυρό ευρώ αποτελεί ελκυστικό νόμισμα
για τους διαχειριστές επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Ταυτόχρονα όμως ένα
ισχυρό ευρώ αποτελεί κόλαφο για τις εξαγωγές κρατών, που συνεχίζουν να
στέλνουν τον μεγαλύτερο όγκο των εμπορευμάτων τους σε χώρες που
χρησιμοποιούν άλλα νομίσματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την Ελλάδα που
παρά τις συνεχείς αυξήσεις των τελευταίων χρόνων, μόνο το 29,2% των
εξαγωγών της στέλνει στην ευρωζώνη. Το υπόλοιπο μέρος, δηλαδή το 70,8%
των εξαγωγών, επηρεάζεται αρνητικά από την συναλλαγματική ισοτιμία του
«εθνικού» μας νομίσματος, με αποτέλεσμα στις εξαγωγικές επιχειρήσεις οι
μειώσεις στους μισθούς ακόμη και την φορολογία να αποδεικνύονται μια
σισύφεια διαδικασία που καλείται να ελαφρύνει ολοένα και μεγαλύτερα βάρη
τα οποία επωμίζονται εξ αιτίας ενός πανάκριβου ευρώ. Το αστείο μάλιστα
είναι το πώς οι δύο αυτές κορυφαίες επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων
αναιρούν η μία την άλλη, συγκροτώντας εν τέλει μια σχιζοφρενική
κατάσταση, καθώς η έμφαση στις εξαγωγές (που χαρακτηρίζεται ως όχημα για
την έξοδο της οικονομίας από την κρίση) υπονομεύεται σε βαθμό ακύρωσης
από την παραμονή στη ζώνη του ευρώ (που κι αυτή θεωρείται στρατηγική
επιλογή για την ανάκαμψη της οικονομίας)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου