Σκοτάδι,
οριστικά και αμετάκλητα, έπεσε στις δραστηριότητες της Γκόλντμαν Σακς
στην Ελλάδα και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την απόφαση που έλαβε
το ευρωπαϊκό δικαστήριο στις 6 Φεβρουαρίου. Βάσει αυτής της απόφασης η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση να δώσει στη
δημοσιότητα πληροφορίες και υλικό που αφορούν την συμφωνία που υπέγραψε η
Ελλάδα με την αμερικανική τράπεζα, με στόχο να αποκρύψει μέρος του
δημόσιου χρέους της.
Το αίτημα κατατέθηκε από δύο δημοσιογράφους του ειδησεογραφικού
πρακτορείου Μπλούμπεργκ και αφορούσε συγκεκριμένα την δημοσιοποίηση δύο
διαβαθμισμένων κειμένων εργασίας που τέθηκαν υπ’ όψη της εξαμελούς
εκτελεστικής διοίκησης της κεντρικής τράπεζας. Ο τίτλος του πρώτου
κειμένου ήταν: «Η επίπτωση στο κυβερνητικό έλλειμμα και χρέος από τις
εκτός αγοράς συμφωνίες ανταλλαγής: η ελληνική περίπτωση» (The impact on
government deficit and debt from off-market swaps: the Greek case). Το
δεύτερο κείμενο αφορούσε το επενδυτικό προϊόν Titlos που επέτρεψε στην
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας να δανειστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα έναντι εγγυήσεων. Η πρώτη φορά που το αμερικάνικο πρακτορείο
ζήτησε από την ΕΚΤ πρόσβαση στα στοιχεία ήταν στις 20 Αυγούστου 2010. Το
αίτημα απορρίφθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, στις 28
Σεπτεμβρίου, το Μπλούμπεργκ επανέρχεται με το ίδιο αίτημα επικαλούμενο
την απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με την
πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ, όπου ορίζεται ότι «κάθε πολίτης
της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την
έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των
θεσμικών οργάνων». Στην ίδια απόφαση όμως περιλαμβάνονται κι οι
εξαιρέσεις, τις οποίες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
επικαλέστηκε σε έγγραφό του προς το αμερικάνικο δίκτυο με ημερομηνία 21
Οκτωβρίου 2010. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 έως 3, αναφέρεται
ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε ένα
έγγραφο αν η γνωστοποίηση του θίγει την προστασία του δημοσίου
συμφέροντος όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των εργασιών των οργάνων
λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική
πολιτική της κοινότητας ή ενός κράτους μέλους, τα οικονομικά της ΕΚΤ ή
των εθνικών κεντρικών τραπεζών, τη δημόσια ασφάλεια, τις διεθνείς
χρηματοπιστωτικές, νομισματικές ή οικονομικές σχέσεις. Η δεύτερη
περίπτωση που η ΕΚΤ μπορεί να αρνηθεί την γνωστοποίηση ενός εγγράφου
σχετίζεται με λόγους που αφορούν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων
ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου και τέλος όταν σε αυτό
περιέχονται απόψεις για εσωτερική χρήση.
Κενό γράμμα η διαφάνεια
Γίνεται εμφανές ότι οι εξαιρέσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση
σχετικά με την ελευθερία της πληροφόρησης είναι τόσο γενικόλογες και
αόριστες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν παντού και πάντα, απαγορεύοντας
την ενημέρωση του Τύπου και ολόκληρης της κοινωνίας, ακόμη και για
κορυφαία θέματα όπως οι δραστηριότητες της Γκόλντμαν Σακς επί ευρωπαϊκού
εδάφους που απασχολούν συστηματικά τον Τύπο και την δικαιοσύνη. Κι
έτσι, μετά κι απ’ αυτή την απόφαση του προέδρου της ΕΚΤ, το Μπλούμπεργκ
προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στις 27 Δεκεμβρίου 2010, χωρίς
ωστόσο αποτελέσματα, καθώς κι αυτό όπως φάνηκε με την πρόσφατη απόφασή
του συνέβαλε στην προστασία και θωράκιση του καθεστώτος αδιαφάνειας,
βάσει του οποίου σταθερά λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το ερώτημα επομένως που τίθεται, ακόμη πιο έντονα τώρα, είναι απλό:
τι θέλουν να κρύψουν οι αργυρώνητοι μανδαρίνοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας και δεν δίνουν στη δημοσιότητα τα επίμαχα κείμενα; Ποιανού
συμφέροντα θέλουν να διαφυλάξουν κι επιβάλουν «μαύρο» στην ενημέρωση,
χωρίζοντας τους πολίτες σε δύο κατηγορίες: αυτούς που έχουν πρόσβαση κι
ενίοτε διαμορφώνουν τις αποφάσεις της ευρωζώνης και της ΕΕ (τραπεζίτες,
γραφειοκράτες και κάθε λογής λομπίστες) και τους κοινούς θνητούς που
υπομένουν τα μέτρα λιτότητας και, πλέον, τον θεσμικά επιβαλλόμενο
σκοταδισμό;
Το ερώτημα είναι εξόχως πολιτικό! Αρκεί να σκεφτούμε την δημόσια
διαπόμπευση που υπέστη η Ελλάδα το 2010, όταν ήρθε στην επιφάνεια το
θέμα με τις συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) της Γκόλντμαν Σακς. Η κατηγορία
που σταθερά διατυπωνόταν τότε, πρώτα και κύρια από τους Γερμανούς, ήταν
πως η Ελλάδα παραβίασε τους κανόνες κάνοντας χρήση των σύνθετων,
αδιαφανών και επιλήψιμων, παρότι μη παράνομων, κερδοσκοπικών ωστόσο
εργαλείων της αμερικάνικης επενδυτικής τράπεζας, προκειμένου με δόλια
μέσα και – το σημαντικότερο – εν αγνοία των υπόλοιπων εταίρων,
υποτίθεται, να ενταχθεί στην ζώνη του ευρώ. Η Ελλάδα έτσι αιτιούταν ότι
ξεγέλασε τα υπόλοιπα κράτη μέλη, νοθεύοντας τα στοιχεία της για να μπει
στην ζώνη του ευρώ, χωρίς να πληροί τα κριτήρια που είχε θέσει η Συνθήκη
του Μάαστριχτ, τα οποία – χάρη της ιστορίας – να υπενθυμίσουμε ότι
μεταξύ άλλων προέβλεπαν ως όρο απαράβατο για την ένταξη στη ευρωζώνη το
δημόσιο χρέος της να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό
έλλειμμα το 3% του ΑΕΠ, κ.α.
Κερδοσκόποι ωφέλιμοι σε όλους
Η συμφωνία που σύναψε η κυβέρνηση Σημίτη το 2001 μέσω του Οργανισμού
Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους και αφορούσε συναλλαγή αξίας 10 δισ. ευρώ
για στρατιωτικούς εξοπλισμούς κι ως ζητούμενο είχε να εμφανιστεί η
απαίτηση σε ένα βάθος χρόνου, προφανώς δεν μείωσε το δημόσιο χρέος στο
επίπεδο που απαιτούσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτό ήταν και το
επιχείρημα της Γκόλντμαν Σακς που διατυπώθηκε σε δελτίο τύπου το οποίο
ανήρτησε στην ιστοσελίδα της. Παρόλα αυτά τόσο το χρέος όσο και το
έλλειμμα μειώθηκαν την επίμαχη περίοδο. Το δημόσιο χρέος, ενδεικτικά,
από 107% του ΑΕΠ το 2001 στο 104,9% το 2002, επιτρέποντας στην τότε
κυβέρνηση να υποστηρίζει πώς γίνονται βήματα στην σωστή κατεύθυνση, πώς
αντιστρέφεται η αυξητική πορεία κι άλλα τέτοια υπερβολικά και φαιδρά που
ακούμε ακόμη και σήμερα από τους πολιτικούς. Οι αλχημείες της Γκόλντμαν
Σακς επομένως συνέβαλαν ώστε να εμφανιστεί μια βελτίωση της
δημοσιονομικής εικόνας, την ίδια ώρα που η Ελλάδα συνέχιζε να
δανείζεται, βοηθώντας έτσι και τους Ευρωπαίους να ανάψουν το πράσινο φως
για την ένταξη υποβαθμίζοντας την συνολικά αρνητική εικόνα του δημόσιου
χρέους.
Η πολιτική απόφαση που λήφθηκε να επιβληθεί κι επισήμως σκοτάδι στις
συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου με την Γκόλντμαν Σακς, εκθέτει και
καθιστά πολιτικά υπόλογες τις ευρωπαϊκές αρχές για δύο τουλάχιστον
λόγους: Πρώτο, γιατί έτσι επιβεβαιώνεται ότι οι Ευρωπαίοι δεν πιάστηκαν
στον ύπνο από τους «καταφερτζήδες Έλληνες», αλλά ήξεραν. Υπάρχει μάλιστα
η κριτική ότι ανάλογα ντιλ υπογράφονταν αν όχι κατ’ υπόδειξη,
τουλάχιστον εν γνώσει και υπό την ανοχή των Ευρωπαίων μιας κι έτσι
ικανοποιούνταν όλοι. Κι οι χώρες του νότου, όπου οι πολιτικές ηγεσίες
τους είχαν συνδέσει το μέλλον τους με την ένταξη στο ευρώ και η Γερμανία
η οποία το μόνο που επιζητούσε ήταν νέες αγορές, χωρίς το εμπόδιο του
συναλλαγματικού κόστους. Εύκολα καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε ότι αν
έβγαιναν στην δημοσιότητα οι συζητήσεις της διοίκησης της ΕΚΤ για τα
συμβόλαια της Ελλάδας με την Γκόλντμαν Σακς, ο προ τετραετίας διασυρμός
της Ελλάδας όχι απλώς θα αποδεικνυόταν άδικος και υποβολιμαίος, αλλά θα
έπρεπε κιόλας να απολογηθούν τα στελέχη της ΕΚΤ για τις δικές τους
ευθύνες.
Ο λογαριασμός στους φορολογούμενους
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η απόφαση αδιαφάνειας και λογοκρισίας
εκθέτει τις ευρωπαϊκές αρχές είναι επειδή επιβεβαιώνει ότι κάτι πολύ
σάπιο υπάρχει στις σχέσεις μεταξύ κορυφαίων ευρωπαίων αξιωματούχων και
της αμερικάνικης επενδυτικής τράπεζας. Να θυμίσουμε, μένοντας μόνο στην
υπόλοιπη Ευρώπη, ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από
τον Οκτώβριο του 2011 Μάριο Ντράγκι ήταν αντιπρόεδρος της Γκόλντμαν Σακς
στην Ευρώπη την εποχή που το ευρώ έκανε τα νηπιακά του βήματα: μεταξύ
2001 και 2005. Από την Γκόλντμαν Σακς έχουν επίσης περάσει ο Μάριο
Μόντι, τον οποίο επέβαλε το αλήστου μνήμης δίδυμο «Μερκοζύ» το Νοέμβριο
του 2011 ως πρωθυπουργό της Ιταλίας, παύοντας τον εκλεγμένο Σίλβιο
Μπερλουσκόνι, όπως και το γεράκι της Μπούντεσμπανκ, Ότμαρ Ίσινγκ. Οι
ευρωπαϊκές αρχές απαγορεύοντας την συζήτηση για τα έργα και τις ημέρες
της Γκόλντμαν Σακς στην Ελλάδα εξασφάλισαν ότι θα μείνουν εκτός δημόσιου
διαλόγου και τα οφέλη που αποκόμισε από την Ελλάδα. Με βάση
δημοσιεύματα, η Γκόλντμαν Σακς από την εξυπηρέτηση που πρόσφερε στο
ελληνικό δημόσιο επωφελήθηκε 200 εκ. δολ., που ήταν η ανταμοιβή της,
επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο χρέος. Επίσης 24 εκ. δολ. ήταν, και πάλι
με βάση δημοσιεύματα, η αμοιβή της για τις εργασίες συμβούλου που
παρείχε στο ελληνικό δημόσιο, από το 2002, αναλαμβάνοντας την έκδοση 10
ομολογιακών σειρών ονομαστικής αξίας 15 δισ. δολ. Ιδιωτικές πομπές που
ξεπλύθηκαν στο πλυντήριο του PSI τον Μάρτιο του 2012 για να μετατραπούν
στη συνέχεια σε δημόσια άχθη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου