Οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές στη
Γαλλία (23 Μαρτίου 2014) διεξήχθησαν με το φάντασμα της ακροδεξιάς πάνω
από τη χώρα και πάνω από την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου
δικαιώνουν τους φόβους, όμως όχι τόσο για την άνοδο του νεοναζισμού όσο
κυρίως για αυτήν του ευρωσκεπτικισμού και του εθνικισμού, με κίνδυνο
μεταδοτικότητος στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ως γνωστόν, κινητήρας της ιστορικής πορείας προς την ευρωπαϊκή
ενοποίηση υπήρξαν σε κάθε χώρα περισσότερο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα,
παρά τα συντηρητικά, ακόμη λιγότερο τα ακροδεξιά. Ακόμη και σήμερα, με
την πρωτοφανή κρίση αξιοπιστίας στην οποία έχει περιέλθει το ευρωπαϊκό
οικοδόμημα, με δική του πάντως επιλογή και ευθύνη, μεγαλύτερη κάλυψη του
εξασφαλίζουν τα σοσιαλδημοκρατικά ευρωπαϊκά κόμματα, παρά τα
συντηρητικά, ακόμη λιγότερο τα ακροδεξιά.
Στις γαλλικές εκλογές καταγράφηκε σοβαρή πτώση της Αριστεράς,
από το Σοσιαλιστικό Κόμμα μέχρι το Κομμουνιστικό και το Αριστερό Μέτωπο,
περίπου -8% σε εθνική κλίμακα.
ΗΔεξιά ανέβασε το ποσοστό της κατά 3,5%, το Εθνικό Μέτωπο της
Μαρίνας Λεπέν κατέγραψε κέρδη 7,4 εκατοστιαίων μονάδων. Η αποχή ανήλθε
σε επίπεδα-ρεκόρ, περίπου 40%, και αποδείχθηκε καθοριστική, αφού το
μέγιστο μέρος της προήλθε από ψηφοφόρους της Αριστεράς, ιδίως των
Σοσιαλιστών.
Αυτό ανέβασε με μαθηματική ακρίβεια τα ποσοστά των άλλων
παρατάξεων που είχαν ενισχυμένη συμμετοχή. Από τις συνιστώσες της
Αριστεράς, δεν κατέγραψαν όλες τις αυτές απώλειες. Πρώτοι στις απώλειες
είναι οι Σοσιαλιστές, ακολουθούν οι Κομμουνιστές που συνεργάστηκαν μαζί
τους σε κοινά ψηφοδέλτια.
Το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν δεν παρουσίασε πτώση, αλλά ούτε
και άνοδο, όμως σε κάθε περίπτωση περιθωριοποιήθηκε και ομιλεί μη
ακουόμενο. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για την άκρα Αριστερά, που
συρρικνώθηκε σε 0,5% του εκλογικού σώματος. Σχετικά κερδισμένοι είναι οι
Οικολόγοι, που διατήρησαν ένα 9% και το προσφέρουν στο δεύτερο γύρο
στους Σοσιαλιστές.
Πρώτη κερδισμένη η ακροδεξιά, δεύτερη η Δεξιά, τρίτη η Οικολογία
και τέλος. Χαμένοι πρώτοι από όλους οι Σοσιαλιστές, έπειτα οι
συνεργαζόμενοι με αυτούς Κομμουνιστές, στάσιμη η ριζοσπαστική Αριστερά,
παρά την ταχεία επέκταση της κρίσης στη γαλλική κοινωνία. Εάν τα κέρδη
της Δεξιάς εξηγούνται με τη διαλεκτική του διπολισμού και της
αντιπαλότητος έναντι της οπωσδήποτε αποτυχημένης και απογοητευτικής
σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, τα πολύ μεγαλύτερα ακροδεξιά οφέλη χρήζουν
οπωσδήποτε βαθύτερης κατανόησης. Δεν είναι απλά εκλογικά οφέλη, αλλά
βαθύτερα κοινωνικά. Πολύ περισσότερο που δεν καταγράφονται στον αριθμό
δημάρχων και δημοτικών συμβούλων του κόμματός τους, αφού εκ προοιμίου
αυτό παραμένει πολιτικά απομονωμένο, χωρίς τις απαραίτητες συμμαχίες που
θα του επέτρεπαν να μετατρέψει τις ψήφους του σε ανάλογο αριθμό εδρών.
Ηδη με 18% των ψήφων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν
διαθέτει περισσότερους από δύο εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο. Ενόσω η
αναφορά σε αυτό περιορίζεται στην ετικετολογία «νεοφαστικό και
νεοναζιστικό κόμμα», παραμένει ακατανόητη η επεκτεινόμενη απήχησή του. Ο
στιγματισμός δεν αρκεί για να αποτρέψει την προσέλκυση άνεργων νέων που
ονειρεύονται τη ρήξη με το σύστημα, ούτε των επαρχιών που πλήττονται
ιδιαίτερα από την κρίση.
Στην περιοχή Παρισιού, η απήχησή του παραμένει περιορισμένη,
γύρω στο 6%, ενώ στο Νότο, όπως και στον αποβιομηχανοποιημένο Βορρά,
υπερβαίνει το 30%. Κύριο σύνθημα με το οποίο προσελκύει οπαδούς είναι η
καταγγελία της παράδοσης της χώρας στην παγκοσμιοποίηση και στην Ευρώπη
και η αξίωση της εθνικής κυριαρχίας. Ομως, αφού η εθνική κυριαρχία
συγχέεται στις μέρες μας με την ξενοφοβία και το ρατσισμό, ουδείς ποτέ
μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί σοβαρά με τον αντιφατικό και ασυνάρτητο
χαρακτήρα αυτής της ιδεολογίας, με συνέπεια αυτή να συνεχίζει να κατακτά
οπαδούς, πολλώ μάλλον που τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και η σημερινή
Ευρώπη προβάλλονται ως «ταμπού» από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Από τη μια πλευρά, η κριτική στην παγκοσμιοποίηση και στην
Ευρώπη κηρύσσεται «ιεροσυλία» από τους οπαδούς τους, ενώ οι δυσπειθείς
από την άλλη καταφεύγουν στη μυθολογική έννοια της εθνικής κυριαρχίας με
τρόπο εξ ίσου δογματικό και εκτός πραγματικότητος. Θεμελιώδη ζητήματα
της εποχής που θα άξιζαν να συζητούνται σε δημόσιο πολιτικό διάλογο και
όχι να εκτίθενται σε λαϊκιστικές δαιμονολογίες τόσο από τη μια πλευρά
όσο και από την άλλη.
Στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση κατόρθωσε να
αποπολιτικοποιήσει όλα τα μείζονα θέματα, επικεντρώνοντας το διάλογο στα
κοινωνιακά, όπως ο γάμος ομοφυλοφίλων. Το αποτέλεσμα αποδεικνύεται
οικτρό και υψηλού κόστους για τους εμπνευστές του. Ο Σοσιαλιστής
πρόεδρος του Κοινοβουλίου Κλοντ Μπαρτολόν διαπιστώνει: «Χάσαμε τους
νέους, οι λαϊκές τάξεις μας αποστρέφονται, οι μεσαίες τάξεις μας
αποφεύγουν, τα λαϊκά προάστια και οι επαρχίες εξαφανίσθηκαν για εμάς.
Μένουμε με τη σιωπή γύρω μας. Τουλάχιστον, είναι ακόμη καιρός να
ακούσουμε το νόημα αυτής της σιωπής».
Ομως, και για την Αριστερά της Αριστεράς, υπάρχει δίδαγμα
αναξιοποίητο: η «δαιμονοποίηση» του αντιπάλου δεν καλύπτει το κενό
πολιτικής ανάλυσης. Με την ακροδεξιά στα τάρταρα, χάνει τη δυνατότητα να
απευθύνεται στους απλούς ανθρώπους που βρίσκονται σε απόγνωση, αλλά
παγιδεύονται σε λάθος κατεύθυνση. Αντί να περιχαρακώνεται σε
συνθηματολογία παρελθούσης χρήσεως, θα μπορούσε να τους εξηγεί ότι η
«αντισυστημική» γοητεία της ακροδεξιάς συγκαλύπτει στην ουσία τη
νοσταλγία επιστροφής στον πιο πρωτόγονο και άγριο καπιταλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου