21-2-2013
Τις
συνέπειες από την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ μπορούμε να τις
εξετάσουμε κατ’ αρχάς από τρεις οπτικές γωνίες:
Το δημόσιο χρέος, τις
εξελίξεις στην οικονομία και την εισοδηματική πολιτική.
Παραμένοντας στο ευρώ, στερείται περιεχομένου κάθε σκέψη μονομερούς διαγραφής του δημόσιου χρέους, ακόμη και πρόσκαιρης παύσης πληρωμών που θα εφαρμοστεί ανεξάρτητα από τη θέληση των πιστωτών, δηλαδή των κρατών μελών της ευρωζώνης, που μετά την αναδιάρθρωση του Φεβρουαρίου 2012 κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Κι αυτό συμβαίνει λόγω των τεράστιων δυνατοτήτων άσκησης εκβιασμών που θα διατηρούν οι πιστωτές. Ευρώ και χρέος επομένως, σήμερα στην Ελλάδα, πάνε μαζί.
Στην οικονομία η απεμπόληση της νομισματικής ανεξαρτησίας σηματοδοτεί την μετατροπή της Ελλάδας σε παραγωγικό βάλτο. Ο καταμερισμός στο πλαίσιο της ευρωζώνης, όπως διαμορφώνεται στο έδαφος των σημαντικών αναταράξεων που δημιουργεί η κρίση, αναμφισβήτητα πλέον, επιφυλάσσει για την Ελλάδα το ρόλο του υποδοχέα επενδύσεων στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, χαμηλής δηλαδή προστιθέμενης αξίας.
Το πρόσφατο κύμα φυγής μεγάλων επιχειρήσεων
από την Ελλάδα (3Ε, ΦΑΓΕ, κλπ.) επιβεβαιώνει την ραγδαία υποβάθμιση της
θέσης της λόγω της άτυπης μεν παρατεταμένης δε κατάστασης χρεοκοπίας
στην οποία βρίσκεται εδώ και τρία σχεδόν χρόνια. Ευρώ, κατά συνέπεια,
σημαίνει αποβιομηχάνιση και ανεργία.
Ευρώ κυρίως όμως θα σημάνει από δω και στο εξής κτηνώδη λιτότητα, λόγω του Δημοσιονομικού Συμφώνου, που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013. Η ισχύς του μάλιστα δεν περιορίζεται στις 17 χώρες της ευρωζώνης, αλλά σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, κατά συνέπεια η έξοδος από το ευρώ δεν σημαίνει και την αυτόματη απαλλαγή από την πολιτική λιτότητας, όσο δεν διαρρηγνύεται κι . Προβλέπει συγκεκριμένα την ισοσκέλιση των κρατικών προϋπολογισμών με νόμους συνταγματικής ισχύος, επομένως την ποινικοποίηση της πολιτικής δημιουργίας δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και ακόμη την επιβολή προστίμων σε εκείνα τα κράτη μέλη που διατηρούν ελλείμματα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να προσφύγει εναντίον κρατών που παραβιάζουν το Σύμφωνο.
Τα
πλεονάσματα για τα οποία καμαρώνει σήμερα η κυβέρνηση Σαμαρά, και τα
οποία δημιουργούνται λόγω της φορολεηλασίας, των απολύσεων και περικοπών
στο δημόσιο και της στάσης πληρωμών του κράτους προς τους πολίτες,
είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για το τεράστιο κοινωνικό κόστος που
συνοδεύει τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Η
άποψη ότι η καλή πρόθεση από την μεριά των πολιτικών επιτρέπει να
ξεπεραστούν οι περιορισμοί που θέτει το νόμισμα, κλείνει τα μάτια σε μια
πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα θέτει πολύ συγκεκριμένους,
ασφυκτικούς περιορισμούς.
Για παράδειγμα, πώς θα
δοθούν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις ή πώς θα δημιουργηθούν νέες
θέσεις εργασίας (καθώς αυτά είναι τα δύο σημαντικότερα προβλήματα της
ελληνικής οικονομίας σήμερα) στο πλαίσιο της υφιστάμενης περιοριστικής
νομισματικής πολιτικής;
Όση καλή διάθεση κι αν έχει ένα κόμμα ή ένας
πολιτικός να προχωρήσει σε επεκτατική πολιτική, ανατρέποντας στην πράξη
την προτεραιότητα που έχει σήμερα η πολιτική δημοσιονομικής
σταθερότητας, θα έρθει σε σύγκρουση με τα όρια που θέτει η ΕΚΤ.
Υπ’ αυτό
το πλαίσιο δεν είναι καθόλου τυχαία η απροθυμία των κομμάτων που
θεωρούν δεδομένη την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη να προτάξουν
μέτρα και πολιτικές που εκ των πραγμάτων αντίκεινται στη νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ.
Ως αποτέλεσμα έχουμε το εξής παράδοξο: αντί να
προηγείται η διατύπωση ενός προγράμματος που να προκρίνει την υλοποίηση
ώριμων κοινωνικών αιτημάτων, όπως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου – έστω
και σταδιακά, σε 6 μήνες για παράδειγμα – και στη βάση αυτού του
προγράμματος να επιλέγεται η αρμόζουσα νομισματική πολιτική, θεωρούνται
θέσφατο πολιτικές επιλογές όπως το ευρώ και στη συνέχεια σε αυτή την
κλίνη του Προκρούστη τοποθετούνται οι κοινωνικές ανάγκες. Και δεν είναι
τυχαίο ότι τελικά δεν χωρούν…
Ακόμη κι έτσι ωστόσο δεν μπορούν να απαντηθούν πρακτικά προβλήματα: Πχ, πώς θα ασκηθεί αναδιανεμητική πολιτική χωρίς ευχέρεια εκτύπωσης χρήματος; Σε περίπτωση άρνησης πληρωμής και διαγραφής του χρέους, πώς θα αντιμετωπιστεί η κάλυψη των αναγκών σε νόμισμα στην (σχεδόν βέβαιη) περίπτωση που η ΕΚΤ θα διακόψει τις γραμμές χρήματος;
Η εκτίμηση ότι η νομισματική πολιτική συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο φαίνεται πεντακάθαρα κι από τη διεθνή εμπειρία. Στην Αργεντινή για παράδειγμα, η απο-δολαριοποίηση της οικονομίας αποτέλεσε όρο για να ανακάμψει η οικονομία. Στον Ισημερινό, από την άλλη, η έλλειψη πολιτική βούλησης από την μεριά της κυβέρνησης να απο-δολαριοποιήσει την οικονομία δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη τοποθέτησης στο πρόβλημα του νομίσματος σχετίζεται και με μια ακριβής διάγνωση των αιτιών της τρέχουσας ιστορικής σημασίας οικονομικής κρίσης η οποία μπορεί να ξεκινάει από την παραγωγή, συνιστώντας κρίση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ποτέ ωστόσο δεν θα είχε λάβει αυτή την εκρηκτική μορφή αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην ευρωζώνη.
Αν δηλαδή δεν ήταν αναγκασμένη να έχει μια εντελώς
ακατάλληλη για τα θεμελιώδη μεγέθη της νομισματική πολιτική (επιτόκια,
ισοτιμία) κι αν η Γερμανία, όπως κι οι άλλες χώρες του κέντρου, δεν
εκμεταλλεύονταν τις δυνατότητες που παρέχει το ενιαίο νόμισμα για να
πλημμυρίσουν την Ελλάδα με φθηνές εισαγωγές. Διατηρώντας επομένως
απαράλλαχτη αυτή τη νομισματική πολιτική, ακόμη και στην περίπτωση που
θα εκλεγεί ένας «καλός πολιτικός» (ας διατηρήσουμε τον όρο για λόγους
συντομίας) αργά ή γρήγορα η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με αντινομίες
που θα οδηγήσουν σε κρίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου