των Φίλιππου Μπούρα και Χρίστου Τουλιάτου
Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση δύο βιβλίων για τους Arditi
del Popolo (Tom Behan, Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης
αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012 και Andrea Staid, Arditi del Popolo: Ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στον φασισμό 1921-22,
Ευτοπία, 2012), επιδιώκουμε να πιάσουμε το νήμα της πρώτης
αντιφασιστικής συλλογικότητας στην ιστορία του κινήματος
να εξετάσουμε τη δράση, τον τρόπο οργάνωσης, τους στόχους, και τις
αιτίες της υποχώρησής της την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ιταλία και
της ανόδου του Μουσολίνι.
Ταυτόχρονα, όμως, στο πλαίσιο της συζήτησης
που διεξάγεται στις τάξεις του κινήματος σήμερα για την αντιμετώπιση του
φασιστικού φαινομένου, θέλουμε να ψηλαφίσουμε την επικαιρότητά της για
τη μαζική και νικηφόρα πάλη ενάντια στον σύγχρονο φασισμό.
Η Ιταλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στις αρχές του 20ού αιώνα το νεότευκτο
τότε ιταλικό κράτος (δημιουργήθηκε μόλις το 1860, πολύ αργότερα από τα
άλλα ευρωπαϊκά) χαρακτηρίζεται από μια αδύναμη εθνική ταυτότητα. Έχει
γεννηθεί μέσα από μια διαδικασία εθνογέννεσης (Risorgimento) χωρίς
ιδιαίτερη λαϊκή στήριξη σε σχέση με τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις
τις εποχής της, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 10% των «Ιταλών»
μιλούν την ιταλική γλώσσα! Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το βαθύ
οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ του υπανάπτυκτου αγροτικού Νότου
και του ταχέως αναπτυσσόμενου και εκβιομηχανιζόμενου Βορρά συνθέτουν το
χαοτικό και πολύπλευρα αντιφατικό σκηνικό στο οποίο ξεδιπλώνεται η
ταξική πάλη στη σύγχρονη Ιταλία.
Κι ενώ στο Νότο οι αναρχικοί (οπαδοί του
αναρχικού ηγέτη της Α΄ Διεθνούς Μιχαήλ Μπακούνιν) έχουν ιδιαίτερη
επιρροή εκμεταλλευόμενοι την αυθόρμητη εξεγερσιακή διάθεση των αγροτών,
στη διογκούμενη βιομηχανική εργατική τάξη του Βορρά αρχίζουν να
διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες. Στο βιομηχανικό λιμάνι της Γένοβας
ιδρύεται το 1892 Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), που δημιουργεί πολύ
σύντομα μια ευρεία εκλογική (στις πρώτες εκλογές που συμμετέχει, το
1895, εκλέγει 12 βουλευτές, για τους αυξήσει σε 35 δυο χρόνια αργότερα)
αλλά και συνδικαλιστική βάση. Δημιουργεί τα εργατικά κέντρα σε όλες τις
μεγάλες ιταλικές πόλεις, που με τη σειρά τους οργανώνουν τα συνδικάτα σε
τοπικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την αισθητή αύξηση των ταξικών αγώνων στο
τέλος του αιώνα και μάλιστα με σημαντικές κατακτήσεις, όπως η μείωση
του εργάσιμου χρόνου από 10 σε 9 ώρες ημερησίως.
Οι δυο αυτές επιτυχημένες όψεις της
δράσης του PSI οριοθετούν όμως και την πάλη στο εσωτερικό του: Από τη
μία, οι οπαδοί του λεγόμενου «Μάξιμουμ Προγράμματος» προερχόμενοι από
την επαναστατική συνδικαλιστική παράδοση (μαρξιστές και αναρχικοί)
μιλούν για κατάληψη της εξουσίας, απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση των
μέσων παραγωγής. Από την άλλη, οι οπαδοί του «Μίνιμουμ Προγράμματος»
υιοθετούν μια ρεφορμιστική αντίληψη κοινοβουλευτικών μεταρρυθμίσεων γύρω
από τον εκδημοκρατισμό του κράτους και την προστασία των μισθών˙ είναι
αυτοί που κυριαρχούν στην εσωτερική σύγκρουση από το ιδρυτικό συνέδριο
του PSI. Ηγέτης των ρεφορμιστών και πρόεδρος του κόμματος για τα επόμενα
περίπου 30 χρόνια ως την άνοδο του φασισμού, ο Φίλιππο Τουράτι, θα
οδηγήσει το PSI στην πλήρη κοινοβουλευτική και συνταγματική ενσωμάτωση.
Στο πλαίσιο της «συνεργασίας» του με τις αστικές κυβερνήσεις, με
αντάλλαγμα κοινωνικές παροχές προς όφελος της εργατικής τάξης, φτάνει
στο οριακό σημείο να προσφέρει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση για την
εισβολή στη Λιβύη το 1911. Ένας από τους βασικούς επικριτές αυτού του
«κοινοβουλευτικού κρετινισμού» (όπως αναφέρει ο ίδιος) είναι ο Μπενίτο
Μουσολίνι. Η στάση του απέναντι στον πόλεμο θα του χαρίσει μεγάλη
δημοτικότητα και αλματώδη ανέλιξη μέσα στο κόμμα, φτάνοντας να γίνει
εκδότης της καθημερινής εφημερίδας του, Avanti!
Η ιστορική συγκυρία που θα αποδειχτεί
σημείο καμπής για την ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας, και θα αναδιατάξει
τα δεδομένα στους πολιτικούς συσχετισμούς και τις ισορροπίες είναι το
ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρότι μέχρι το Σεπτέμβριο του1914,
που ξεσπά ο πόλεμος, βρισκόταν σε συμμαχία με τη Γερμανία και την
Αυστροουγγαρία, η Ιταλία παραμένει ουδέτερη μέχρι τον Μάη του 1915,
όποτε μπαίνει στον πόλεμο με το μέρος των δυνάμεων της Αντάντ, που
φαίνεται να εξυπηρετούν καλύτερα, τη στιγμή εκείνη τις επιδιώξεις, του
ιταλικού κεφαλαίου που προσβλέπει σε μια εξάπλωση στα Βαλκάνια, αλλά και
στην απαλλαγή από το γερμανικό κεφάλαιο το οποίο είχε διεισδύσει σε
μεγάλο βαθμό στις ιταλικές τράπεζες. Πέραν αυτού, μερίδα της αστικής
τάξης έβλεπε τον πόλεμο σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να ανακόψει την
αυξανόμενη απήχηση του σοσιαλιστικού κόμματος και τη διεκδικητικότητα
της εργατικής τάξης, «εγκλωβίζοντάς» την σε ένα ρεύμα εθνικισμού. Ο
εθνικιστής οικονομολόγος Βιλφρέντο Παρέτο είχε επισημάνει από πολύ
νωρίς: «Αν υπάρξει ένας μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος, ο σοσιαλισμός θα
πάψει να είναι στην ημερήσια διάταξη για τουλάχιστον 50 χρόνια και η
αστική τάξη θα είναι ασφαλής». [1]
Η στάση των δυνάμεων του κινήματος
απέναντι στον πόλεμο δεν ήταν ενιαία. Από τη μία πλευρά, οι «non
interventisti», όσοι τάσσονταν κατά της συμμετοχής στον πόλεμο,
υιοθετώντας την κυρίαρχη ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η εργατική τάξη
κάθε χώρας θα έπρεπε να αρνηθεί να υπηρετήσει τα συμφέροντα της εκάστοτε
κυρίαρχης τάξης στη μάχη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Από την
άλλη, αυτή που θεωρούσαν τον πόλεμο έναν τρόπο να απαλλαχτεί η Ευρώπη
από το δεσποτισμό των συντηρητικών αυτοκρατοριών που παρήκμαζαν και να
βαδίσει στην κατεύθυνση της αυτοδιάθεσης των λαών, σύμφωνα με τα
επαναστατικά οράματα της Γαλλικής Επανάστασης. Στο πλαίσιο αυτής της
λογικής, που βρίσκει εντυπωσιακή απήχηση ανάμεσα στους επαναστάτες
συνδικαλιστές αλλά και μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος τα οποία
αντιτίθεντο στον ρεφορμισμό και την παθητικότητα του Τουρράτι, γεννιέται
και το κίνημα του φασισμού, με τη μορφή βέβαια του πρώιμου «λαϊκού»
φασισμού, με αντικαπιταλιστική ρητορεία και αναφορά στις επαναστατικές
και ελευθεριακές αξίες.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα παραμείνει
πιστό στη «γραμμή» ουδετερότητας με σύνθημα «Ούτε υποστήριξη, ούτε
σαμποτάζ» μέχρι τον Οκτώβριο του 1917, οπότε, υπό το βάρος μιας πιθανής
κατάρρευσης του μετώπου μετά τη συντριβή των ιταλικών στρατευμάτων στο
Καπορέτο, αλλάζει στάση και διακηρύσσει μέσω της εφημερίδας της CGL:
«Όταν ο εχθρός τσαλαπατάει τη χώρα μας έχουμε μόνο ένα καθήκον – να
αντισταθούμε».
Η άνοδος του φασισμού και η δημιουργία των Arditi del Popolo
Οι συνθήκες διαβίωσης των στρατιωτών στα
χαρακώματα του μετώπου είναι θλιβερές και απάνθρωπες, σε έναν πόλεμο
που μοιάζει πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Αυτό δημιουργεί ένα κύμα
δυσαρέσκειας, απειθαρχίας και λιποταξιών που αντιμετωπίζεται από την
ηγεσία του στρατού με σκληρές ποινές και εκτελέσεις. Ως απάντηση στην
επιχειρησιακή στασιμότητα δημιουργούνται ειδικά εκπαιδευμένες μονάδες
για να διεισδύουν στις γραμμές του εχθρού. Οι ομάδες κρούσης, που θα
γίνουν γνωστές ως «Arditi» (Γενναίοι), μετατρέπονται σε ξεχωριστό σώμα
μέσα στο στράτευμα, απολαμβάνοντας μεγαλύτερα προνόμια για την υψηλή
επικινδυνότητα των αποστολών που αναλαμβάνουν. Έτσι αναπτύσσουν ένα
μείγμα επαναστατικότητας και ελιτισμού (με ιδιαίτερο στοιχείο το μίσος
τους για τους Carabinieri, τη στρατιωτική αστυνομία) που θα τους φέρει
σε επαφή με ριζοσπαστικές ιδεολογίες, κυρίως με το εθνικιστικό
φουτουριστικό κίνημα του ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο (πρώιμος
φασισμός), αλλά και με αριστερές οργανώσεις. Ο στρατηγός Ντίαζ γράφει
ανήσυχος στον πρωθυπουργό Ορλάντο: «Μπορώ να καταλάβω πως οι επαφές
μεταξύ των Arditi και των ανατρεπτικών κομμάτων μπορούν να γίνουν
ανησυχητικές, λαμβάνοντας υπόψη την επιστροφή αυτών των ανθρώπων στην
καθημερινή ζωή». [2]
Και η συνέχεια τον δικαιώνει. Το τέλος
του πολέμου δεν βελτιώνει την κατάσταση. Η Ιταλία, παρότι βρίσκεται στο
στρατόπεδο των νικητών, δεν αποκομίζει τα προσδοκώμενα οφέλη, πράγμα που
δημιουργεί την αίσθηση μιας εθνικής ταπείνωσης, ειδικά ανάμεσα στους
στρατιώτες και τους αξιωματικούς. Ο επαναπατρισμός των στρατιωτών σε
συνδυασμό με την απώλεια της στρατιωτικής βιομηχανίας εκτινάσσουν την
ανεργία και δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις βίας και
εγκληματικότητας. Ο πόλεμος, στον οποίο ήλπιζε η ιταλική αστική τάξη για
να ανακτήσει τον έλεγχο της κοινωνίας, ανοίγει έναν κύκλο κυβερνητικής
αστάθειας και εργατικών διεκδικήσεων που θα μείνει στην ιστορία ως
Biennio Rosso, Κόκκινη Διετία 1919-1920, και δεν μπορεί να ιστορηθεί
εκτενώς στα πλαίσια του παρόντος κειμένου.
Όσα συνέβησαν κατά τη διετία εκείνη
(γενικές απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, μέχρι και στάσεις στο
στράτευμα), που πολλοί παρομοίασαν με προεπαναστατική κατάσταση και
μάλιστα υπό την αίγλη των πρόσφατων επιτυχημένων εργατικών επαναστάσεων
σε Ρωσία και Ουγγαρία, δεν κινητοποίησαν κατά το αναμενόμενο τους
σοσιαλιστές. Το PSI παρότι αύξησε εντυπωσιακά τον αριθμό των μελών του
(το ίδιο και η CGL), παρότι υιοθέτησε στο λόγο του το Μάξιμουμ Πρόγραμμα
μιλώντας για «την κατάκτηση της εξουσίας» μέσα από «το μεταβατικό
καθεστώς της δικτατορίας όλου του προλεταριάτου» δεν έκανε πρακτικά
τίποτα για να προωθήσει της εργατικές διεκδικήσεις. Έτσι η Κόκκινη
Διετία έληξε μέσα σε ένα όργιο κρατικής καταστολής, βρίσκοντας μάλιστα
το PSI διασπασμένο, με την κομμουνιστική φράξια γύρω από τον Μπορτίγκα,
που ασκούσε κριτική στην ηγεσία του Τουρράτι για την αναποφασιστικότητα
και την παθητικότητα που επέδειξε, να ιδρύουν τον Ιανουάριο του 1921 το
Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI).
Οι Ιταλοί καπιταλιστές όμως θα διδαχτούν
περισσότερα από την Κόκκινη Διετία. Έχοντας αντικρίσει το φάντασμα μιας
εργατικής επανάστασης και συνειδητοποιώντας ότι η κοινοβουλευτική
πολιτική των παραδοσιακών αστικών κομμάτων δεν μπορεί να προασπίσει
αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους, στρέφονται σε πιο δραστικές λύσεις.
Αρχίζουν να χρηματοδοτούν και να προωθούν το φασιστικό κίνημα του
Μουσολίνι που υπόσχεται να βάλει τέλος στην «απουσία νόμου και της
τάξης», το οποίο μάλιστα χαίρει της υποστήριξης και της βρετανικής
κυβέρνησης! Παρότι δεν σημειώνει ιδιαίτερες εκλογικές επιτυχίες ως το
1921 που συγκροτείται στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (PNF), αποδεικνύεται
ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο δρόμο… Πραγματοποιεί εκατοντάδες επιθέσεις
σε γραφεία των εργατικών κέντρων, των τοπικών οργανώσεων του PCI και
PSI, σε ενώσεις αγροτών και παραρτήματα σωματείων, αφήνοντας πίσω του
εκατοντάδες νεκρούς, εργάτες συνδικαλιστές και μέλη του Σοσιαλιστικού
Κόμματος. Στον αντίποδα, οι μεμονωμένες αντιδράσεις των αναρχικών
(κυρίως πράξεις ατομικής βίας) αποδεικνύονται εντελώς αναποτελεσματικές,
ενώ το PSI μοιάζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις απαθές.
Όταν το Νοέμβριο του 1921 το PNF
εισβάλλει στην επίσημη πολιτική σκηνή δεν αποτελεί πια τον πολιορκητικό
κριό που επιθυμούσαν ο Τζιολίτι και οι Φιλελεύθεροι. Έχοντας εξασφαλίσει
τη στήριξη μεγάλης μερίδας της ιταλικής αστικής τάξης και διατηρώντας
ισχυρές διασυνδέσεις σε αστυνομία και στρατό, ασκούν βασικές πολιτικές
και οργανωτικές λειτουργίες του κράτους. Ένα χαρακτηριστικό συμβάν:
Έπειτα από μια αποτυχημένη απεργία που καλείται την 1η Αυγούστου του
1921, οργανώνουν μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία στη Γένοβα εναντίον του
συνδικάτου των λιμενεργατών που με τις αξιώσεις του και τις «ταρίφες»
που ορίζει, «εμποδίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό»! Με τη βοήθεια της
αστυνομίας καταλαμβάνει το αρχηγείο των λιμενεργατών και αλλάζει τα
δεδομένα λειτουργίας του λιμανιού. Οι Times, εκφράζοντας την ικανοποίησή
τους για την εξασφάλιση και των βρετανικών συμφερόντων στο λιμάνι της
Γένοβας, γράφουν: «Ο φασισμός αποδείχτηκε ακμαίος, καλά πειθαρχημένος,
χωρίς φόβο και ετοιμοπόλεμος σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης».
Στον αντίποδα της φασιστικής βίας που
εξαπολύεται σχηματίζονται αυθόρμητα και σποραδικά ένοπλες ομάδες λαϊκής
αυτοάμυνας, όπως οι Κόκκινες Φρουρές στο Τορίνο και οι Κόκκινοι Λύκοι
στη Γένοβα, στις οποίες οργανώνονται και αρκετοί βετεράνοι Arditi, αν
και η πλειοψηφία τους ομολογουμένως θα συνεχίσει να επηρεάζεται από την
εθνικιστική ιδεολογία του Ντ’ Ανούντσιο και του Μουσολίνι. Αυτές οι
ομάδες μαζί με πολλά παραρτήματα του Προλεταριακού Συνδέσμου, ενός
συνδέσμου βετεράνων του πολέμου που είχε φτιάξει το Σοσιαλιστικό Κόμμα
το 1918, θα αποτελέσουν τη μαγιά των Arditi del Popolo (AdP). Οι AdP
συγκροτούνται σε οργάνωση τον Ιούνιο του 1921 με πρωτοβουλία του
ακτιβιστή υπολοχαγού Άργκο Σεκοντάρι και έχουν μέλη κομμουνιστές,
σοσιαλιστές και αναρχικούς μέχρι Ρεπουμπλικανούς και κάποιους
Καθολικούς. Παρά το ετερόκλητο της προέλευσης των μελών τους και παρά το
γεγονός ότι οι κομματικές δεσμεύσεις τίθεντο ως δευτερεύον ζήτημα
απέναντι στον διακηρυγμένο στόχο της αντίστασης στον φασισμό, ο
πολιτικός τους προσανατολισμός ήταν ξεκάθαρος: «Να υπερασπιστούν και να
προστατέψουν τα κόμματα, τα γραφεία και τις τοπικές οργανώσεις της
εργατικής τάξης ενάντια στη βία και τις επιθέσεις του εχθρού». [3]
Η οργάνωση βρίσκει θερμή υποδοχή από τον
κόσμο της εργατικής τάξης που την στηρίζει οικονομικά και την
στελεχώνει με νέα μέλη. Ήδη τον Σεπτέμβριο φτάνει να έχει περισσότερα
από 20.000 μέλη σε 144 τοπικές οργανώσεις σε όλους σχεδόν τους νομούς
της Ιταλίας. Επιλέγουν να δρουν κυρίως οργανώνοντας διαδηλώσεις και
περιφρουρώντας απεργίες και εργατικές κινητοποιήσεις παρά με ατομικές
πράξεις βίας. Παρότι η οργανωτική τους δομή παραπέμπει αρκετά σε
στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία (χωρίζονται σε τάγματα και αυτά σε
λόχους με τους επικεφαλής τους, τον οπλισμό και τα σύμβολά τους, συχνά
με στρατιωτικές ασκήσεις), η διοίκηση δεν είναι υπερβολικά συγκεντρωτική
και αφήνει αρκετά περιθώρια αυτονομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις τα
τάγματα συγκροτούνται στη βάση της πολιτικής συγγένειας!
Αυτό που κάνει αποτελεσματικούς τους
AdP, όμως, δεν είναι η οργάνωση και η πειθαρχία τους. Είναι οι
διασύνδεσή τους με το λαό. Οι AdP δεν υπερασπίζουν απλώς τους κατοίκους
των πόλεων από τις επιθέσεις των φασιστών. Τους στρατεύουν ενεργά στην
αντιφασιστική πάλη. Οι άνθρωποι των γειτονιών συμμετέχουν στην αντίσταση
σκάβοντας χαρακώματα, στήνοντας οδοφράγματα, μεταφέροντας τις μάχες από
σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας πέτρες, κεραμίδια και καυτό λάδι. Στην επίθεση
των μελανοχιτώνων ενάντια στη Σαρτσάνα, χωρικοί εξοπλισμένοι με
δρεπάνια και δίκρανα θα αναγκάσουν σε άτακτη υποχώρηση τους φασίστες,
σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη επιτυχία της αντίστασης.
Η ήττα στη Σαρτσάνα θα βάλει τον
Μουσολίνι σε δεύτερες σκέψεις και θα τον οδηγήσει να υιοθετήσει μια
λιγότερο επιθετική τακτική, προσφέροντας ένα «σύμφωνο ειρήνης» στην
Αριστερά. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, εγκλωβισμένο στη νομιμοφροσύνη του και
την αυταπάτη ότι μπορεί να εμποδίσει την επέλαση του φασισμού μέσω
θεσμικών διαδικασιών, το δέχεται, και ως όρο της συμφωνίας αποκηρύσσει
τους AdP και διαχωρίζεται από τη δράση τους, που προφανώς υπονομεύει
αυτή την «ειρήνη». Δυστυχώς, το ακολουθεί και το Κομμουνιστικό Κόμμα,
που καλεί τα μέλη του να μη συμμετέχουν σε δραστηριότητες των AdP
δηλώνοντας: «Η επαναστατική στρατιωτική οργάνωση του προλεταριάτου
πρέπει να είναι οργανωμένη με βάση ένα κόμμα, στενά συνδεδεμένη με το
δίκτυο των πολιτικών οργανώσεων του κόμματος. Οι κομμουνιστές επομένως
δεν μπορούν και δεν πρέπει να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που
οργανώνονται από άλλα κόμματα ή εμφανίζονται με αφορμή οποιοδήποτε
συμβάν έξω από το κόμμα».
Η στάση του PSI και του PCI απέναντι στους Arditi del Popolo
Η υποχώρηση και ήττα των Arditi del
Popolo δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Σημαντικός παράγοντας που συντέλεσε σε
αυτή ήταν δυστυχώς και η στάση των δύο κύριων κομμάτων της ιταλικής
Αριστεράς, του σοσιαλιστικού (PSI) και του κομμουνιστικού (PCI). Χωρίς
πολιτική στήριξη ήταν αδύνατον να ανταποκριθούν στη μάχη απέναντι στον
φασισμό που είχε ξεκινήσει τη Μεγάλη Πορεία του προς την εξουσία. Παρ’
όλα αυτά συνέχισαν να αγωνίζονται πετυχαίνοντας την τελευταία τους νίκη
–ίσως και τη μεγαλύτερη– ενάντια στον φασισμό, στη μάχη της Πάρμας,
μόλις δυο μήνες πριν ο Μουσολίνι ορκιστεί πρωθυπουργός. Είναι
αξιοσημείωτο, δυστυχώς, ότι η σημερινή στάση των δύο κύριων κομμάτων της
ελληνικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) αλλά και άλλων δυνάμεων της
Αριστεράς μοιάζει σε σημαντικό βαθμό, όσον αφορά την αντιφασιστική
δράση, με κάποια από τις στάσεις των ιταλικών κομμάτων εκείνης της
εποχής.
Το PSI ήταν, όπως αναφέρθηκε, ένα
σοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό κόμμα που ενώ στήριξε την ιταλική
ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη το 1911 αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της
Ιταλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη γραμμή «ούτε υποστήριξη, ούτε
σαμποτάζ» του πολέμου. Η διαπάλη μεταρρυθμιστικών και επαναστατικών
δυνάμεων οδήγησε στη διάσπαση του 1921 και το PSI έμεινε ένα μαζικό,
εργατικής βάσης, κόμμα με κυρίαρχα μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, αλλά και
ριζοσπαστικές τάσεις που δεν έφυγαν με την αριστερή πτέρυγα στη
διάσπαση.
Η κυρίαρχη στάση του PSI –που εκφραζόταν
από τον ρεφορμιστή ηγέτη του, Τουράτι – απέναντι στο φασιστικό
φαινόμενο ήταν να εγκαλεί αφενός το κράτος και τους θεσμούς (αστυνομία,
δικαιοσύνη) να ελέγξουν και να καταστείλουν τους φασίστες, αφετέρου την
εργατική τάξη και τα μέλη του να απέχουν από την αντιφασιστική
κινητοποίηση και την αντιπαράθεση με τους φασίστες στο δρόμο, ακόμα και
όταν αυτοί εξαπέλυαν το όργιο τρομοκρατίας τους. Μέρος της βάσης του PSI
συμμετείχε, αρχικά, πολύ ενεργά στη συγκρότηση των AdP, την ίδια στιγμή
που η ηγεσία του είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συνάψει ειρηνευτική
συμφωνία διαρκείας με το φασιστικό κόμμα («Σύμφωνο ειρήνης»). Η τελική
υπογραφή του συμφώνου μάλιστα, στις 3 Αυγούστου του 1921, περιλάμβανε
και ρητή αποκήρυξη των AdP από το PSI. Οι εναπομείνασες πιο αριστερές
φωνές περιορίστηκαν σε ένα φραστικό βερμπαλισμό ενάντια στους φασίστες,
χωρίς πρακτικά να επιλέξουν κάποια διαφορετική δράση.
Όπως εκ των υστέρων αποτιμά o Σερράτι,
ένας εκ των ηγετών της πιο αριστερής τάσης: Ζούμε τρομερές μέρες. Και
τίποτα δεν μπορεί να γίνει ενάντια σ’ αυτή την ατιμώρητη αλαζονεία,
επειδή, δυστυχώς, όταν όλοι μιλούσαμε για επανάσταση, κανείς δεν έκανε
κάτι για να την προετοιμάσει. Τώρα, είμαστε τα θύματα αυτής της
βερμπαλιστικής επαναστατικής τρέλας που ξεγέλασε πολλούς ανθρώπους τους
προηγούμενους μήνες… Η αστική τάξη, τρομοκρατημένη από τα γαυγίσματά
μας, μας δαγκώνει. Και δαγκώνει δυνατά. [4]
Το PCI, με οργανωτική δύναμη
υποτριπλάσια του PSI, υπό την ηγεσία της τάσης του Αμαντέο Μπορντίγκα
είχε μια έντονα σεχταριστική και αντικοινοβουλευτική τακτική. [5]
Η στάση της ηγεσίας βασίστηκε σε δύο επιχειρήματα, ένα πολιτικό και ένα
οργανωτικό. Το πολιτικό επιχείρημα ήταν ότι οι AdP συσπειρώνονταν γύρω
από το ειδικό πρόβλημα και μόνο, και μάχονταν κατά των υπερβολών των
φασιστών διεκδικώντας την επιστροφή στην πρότερη κανονικότητα, συνεπώς η
πάλη τους δεν ήταν επαναστατική και επαρκώς αντικαπιταλιστική.
Επομένως, δεν πάλευαν στρατηγικά για τον ίδιο σκοπό με τους κομμουνιστές
και δεν έπρεπε να υπάρχει συνεργασία. Ο οργανωτικός λόγος ήταν η
θεώρηση ότι δεν μπορεί να λειτουργούν κομμουνιστές μέσα σε δύο διακριτές
δομές με τη δική τους εσωτερική δομή και πειθαρχία. Οι αρχικές
εγκλήσεις της ηγεσίας προς τα μέλη, ειδικά της νεολαίας, που συμμετείχαν
στους AdP δεν εισακούστηκαν, και το κόμμα κατέφυγε στην αυστηρή
προειδοποίηση, υπό την απειλή κυρώσεων, να αποχωρήσουν από τους ΑdP και
να καταταγούν στις κομμουνιστικές ομάδες. Το PCI διέσπειρε και τη φήμη
ότι οι ηγέτες των AdP, και ειδικά ο Άργκο Σεκοντάρι, ήταν προβοκάτορες.
Η στάση του PCI δεν ήταν αρραγής. Ο
Αντόνιο Γκράμσι, παρόλο που δεν διαφοροποιήθηκε ρητά και κατηγορηματικά
από τη στάση της ηγεσίας, αρθρογραφούσε σχετικά και δημοσίευε ειδήσεις
για τους AdP στην Ordine Nuovo, την οποία διεύθυνε, προσπαθώντας να
συγκεράσει την επίσημη άποψη με μια τακτική πιο ευέλικτη απέναντί τους.
Σε ένα ανώνυμο άρθρο που αποδόθηκε στον ίδιο, στα τέλη Ιουλίου του 1921,
έγραψε χαρακτηριστικά: «Η νέα κατάσταση δημιούργησε ένα σύμπτωμα. Ακόμη
και τα λιγότερο πολιτικοποιημένα στρώματα του ιταλικού λαού, ακόμη και
πολλοί από τους πρώην πολεμιστές που κατά τη διάρκεια του πολέμου έλαβαν
πολλές υποσχέσεις, που τελικά διαψεύστηκαν, και οι οποίοι είχαν
τσιμπήσει το δόλωμα της πατριδοκάπηλης φρασεολογίας, ξεσηκώθηκαν ενάντια
στην αντιδραστική βία. Γι’ αυτόν το λόγο αναδύθηκαν οι AdP, γι’ αυτόν
το λόγο από το σχηματισμό αυτής της οργάνωσης συμπεραίνει κανείς ότι ο
ιταλικός λαός, μετά την αποθάρρυνση και την αποδυνάμωση που υπέστη,
προσπαθεί να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις και να δώσει τις πρώτες
ενδείξεις ζωτικότητας και ενέργειας, ενώ υπόσχεται να εναντιωθεί στην
κατάπνιξη της αντίδρασης […] Δεδομένου ότι ο σκοπός τους δεν είναι
πολιτικός αλλά συγκυριακός, δεν μπορούν να επιτύχουν το αποτέλεσμα που
προσδοκούν εάν δεν μπει στο παιχνίδι η εργατική τάξη, είτε ως τάξη είτε
ως κόμμα». [6]
Η στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς
επίσης δεν ήταν αρνητική, αν και ο Ζηνόβιεφ στήριζε την επίσημη στάση
του PCI. Ο ίδιος ο Λένιν είχε αρθογραφήσει εγκωμιάζοντας τις πρώτες
μεγάλες κινητοποιήσεις των AdP στη Ρώμη και ο Μπουχάριν απάντησε
ειρωνικά σε στέλεχος του οργανωτικού γραφείου του PCI ότι το κόμμα
απουσίαζε από την εμφάνιση των AdP επειδή «εξέταζε το κίνημα με
μεγεθυντικό φακό για να δει αν είναι επαρκώς μαρξιστικό» .
Σημειώνουμε, τέλος, ότι και η στάση της
πατριωτικής «επεμβατικής Αιστεράς» (λεγόταν έτσι επειδή ήταν υπέρ της
πολεμικής συμμετοχής και επέμβασης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) ήταν
αρνητική στη συνεργασία με την υπόλοιπη «αντεθνική» Αριστερά. Η μόνη
δύναμη που συνεργάστηκε περισσότερο με τους AdP ήταν οι αναρχικοί, οι
οποίοι όμως επίσης διατήρησαν γενικά την οργανωτική αυτοτέλειά τους
θεωρώντας τη δομή των AdP κλειστή και μιλιταριστική.
Σημερινά διδάγματα
Θα ήταν λάθος να προβούμε απλώς σε μια
γραμμική μεταφορά της εμπειρίας της Ιταλίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, του εγχειρήματος των AdP και της στάσης της Αριστεράς απέναντί
τους. Η Ιταλία ήταν μια ιμπεριαλιστική χώρα με ανοιχτές αντιθέσεις με
τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις λόγω της μοιρασιάς μεταξύ των
νικητών του πολέμου, και την περίοδο εκείνη σημαντική επίδραση ασκούσε
τόσο η αίσθηση της καταστροφής ενός παγκόσμιου πολέμου όσο και η
ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ταυτόχρονα, η εργατική τάξη
ήταν οργανωμένη σε σημαντικό βαθμό, με αναπτυγμένη ταξική συνείδηση και
σημαντικές αγωνιστικές εμπειρίες, δυνάμει απειλητικές για την ίδια την
αστική εξουσία.
Όλα τα παραπάνω διαφοροποιούν τα
χαρακτηριστικά συγκρότησης και ανάδυσης του φασιστικού φαινομένου τότε
και σήμερα. Στην Ελλάδα υπάρχει μεν η καταστροφή λόγω της οικονομικής
κρίσης, το αίσθημα κοινωνικής και εθνικής ταπείνωσης και σημαντικές
αγωνιστικές εμπειρίες, αλλά το επίπεδο ανάπτυξης και οργάνωσης του
κινήματος και η υπαρκτή κρίση της Αριστεράς είναι δυστυχώς εμφανείς.
Αυτό φαίνεται, άλλωστε, εξ αντανακλάσεως και στην πιο «εθνική» αναφορά
των σημερινών φασιστών που τότε, και στην Ιταλία και στη Γερμανία, είχαν
πιο «κοινωνικό - σοσιαλιστικό» προσωπείο. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί τον
υπαρκτό κίνδυνο των φασιστών στη χώρα μας. Τόσο ως καταλυτικής δύναμης
για την ανασύνθεση της Δεξιάς σε πιο αυταρχική κατεύθυνση –διαδικασία
που ήδη συντελείται– όσο και ως δύναμης που μπορεί σε κρίσιμη στιγμή
αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας να κληθεί να αναλάβει πιο
κεντρικό ρόλο.
Το φασιστικό φαινόμενο έχει, επομένως,
σχετική αυτοτέλεια και δεν πρέπει να υποτιμάται και να αντιμετωπίζεται
απλώς ως ένα μέρος της ευρύτερης πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και
τις λαϊκές ελευθερίες. Οφείλουμε μεν να το εντάξουμε στο συνολικό
πλαίσιο της αντιμνημονιακής-αντικυβερνητικής πάλης σε αντικαπιταλιστική
κατεύθυνση, αλλά απαιτείται και η συγκεκριμένη αντιμετώπισή του με
πλατιές αντιφασιστικές δράσεις και πρωτοβουλίες με αυτό το περιεχόμενο
και την κατεύθυνση, γειωμένες στις γειτονιές, που θα συντονίζονται με το
τοπικό και το ευρύτερο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, καθώς και με
τις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές. Με στόχο, τελικά, αυτές οι
πρωτοβουλίες να συντονιστούν σε ένα διευρυμένο πανελλαδικό δίκτυο
αντιφασιστικών επιτροπών και πρωτοβουλιών και να δρουν σαν γροθιά,
πανελλαδικά, απέναντι σε έναν αντίπαλο που λειτουργεί συγκεντρωτικά και
με ενιαίο κέντρο.
Δυστυχώς, η στάση πολλών αριστερών
δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την ανάγκη και θυμίζει πολλά από τη
στάση της ιταλικής Αριστεράς του ’20. Το ΚΚΕ υποτιμά βάναυσα τη σχετική
αυτοτέλεια του φασιστικού φαινομένου και ομνύει στον αφηρημένο
αντικαπιταλισμό, ασκώντας κριτική ότι η αμιγώς αντιφασιστική δράση
«αποπροσανατολίζει». Και φυσικά αρνείται να συντονιστεί έστω και στο
δρόμο, ακόμη και όταν οι φασίστες στρέφονται εναντίον του (π.χ.
αντιφασιστική κινητοποίηση το καλοκαίρι του 2012 με αφορμή επίθεση
φασιστών στο προεκλογικό περίπτερο του ΚΚΕ στην Αγία Παρασκευή). Ο
ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί το κράτος να παρέμβει και, ειδικά στην επαρχία, θεωρεί
ότι το φασιστικό φαινόμενο πρέπει να αντιμετωπιστεί πιο θεσμικά και στο
πλαίσιο πρωτοβουλιών που συμπεριλαμβάνουν μέρος ή και όλο το δημοκρατικό
«συνταγματικό» τόξο (ΔΗΜΑΡ ή ακόμα και μέλη ΝΔ - ΠΑΣΟΚ τοπικά). Η στάση
κάποιων δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι παρόμοια με
του ΚΚΕ, ενώ ο κύριος όγκος των δυνάμεων της αναρχίας-αυτονομίας
κινείται επίσης σεχταριστικά και συχνά ιεραρχώντας ως βασικό πεδίο την
οργανωτική σύγκρουση στο δρόμο με τους φασίστες. Σε αυτό το τοπίο
απαιτείται ισχυρή πίεση από τα κάτω στις γειτονιές για τη συγκρότηση
πλατειών, γειωμένων και αποτελεσματικών αντιφασιστικών κινήσεων και
δράσεων.
[1] Tom Behan, Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι (μτφ.: Ανθή Τσερέκου, Κώστας Πίττας), Αθήνα: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σ. 35.
[2] Στο ίδιο, σ. 42
[3] Στο ίδιο, σ. 87
[4] Στο ίδιο, σ. 142.
[5] Με την οποία αντιπαρατέθηκε και ο Λένιν στην μπροσούρα του Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού.
[6] Andrea Staid, Arditi del Popolo: Ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στον φασισμό 1921-22 (μτφ.: Σόνια Μαρίνου), Αθήνα: Ευτοπία, 2012, σ. 50.
[2] Στο ίδιο, σ. 42
[3] Στο ίδιο, σ. 87
[4] Στο ίδιο, σ. 142.
[5] Με την οποία αντιπαρατέθηκε και ο Λένιν στην μπροσούρα του Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού.
[6] Andrea Staid, Arditi del Popolo: Ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στον φασισμό 1921-22 (μτφ.: Σόνια Μαρίνου), Αθήνα: Ευτοπία, 2012, σ. 50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου