Δευτέρα, 19 Φεβρουαρίου 2013
http://ergatikosagwnas.gr
Αρκετή συζήτηση έχει γίνει το τελευταίο διάστημα για «αριστερή
κυβέρνηση», «εργατική κυβέρνηση», για το αν είναι δυνατό και χρήσιμο να
επιδιωχθεί από τις λαϊκές δυνάμεις η ανάδειξη μιας φιλολαϊκής
κυβέρνησης. Έχουν κατατεθεί διάφορες απόψεις: από εκείνες που θεωρούν
αριστερή κυβέρνηση μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι εκείνες που θεωρούν
ότι κάθε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού είναι καταδικαστέα και
ότι συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή κυβέρνηση παρά μόνο ως
αποτέλεσμα επανάστασης.
Από την άποψη αυτή, είναι χρήσιμο να ξαναδούμε πως αντιμετώπιζε το
ζήτημα η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ). Οι αναλύσεις στο 4ο συνέδριό της,
το τελευταίο που έγινε με τη συμμετοχή του Λένιν, έχουν μεγάλη αξία. Όσο
και αν σήμερα υπάρχει σύγχυση γύρω από το ζήτημα, οι θέσεις της ΚΔ ήταν
διαυγείς, κρυστάλλινες.
Πρώτο, η ΚΔ θεωρούσε ότι σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας είναι δυνατή η ανάδειξη εργατικής ή εργατοαγροτικής κυβέρνησης. “Η
εργατική κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο,
αλλά σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης,
μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης, στηριζόμενη στις μάζες και
δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα”.[1]
Η ΚΔ διαφοροποιούσε με έμφαση αυτές τις κυβερνήσεις από τις κυβερνήσεις
της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες αποχρώσεις της. Αυτές οι τελευταίες
“δεν είναι επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις αλλά κυβερνήσεις
καμουφλαρισμένης συμμαχίας μεταξύ της μπουρζουαζίας και των
αντεπαναστατών εργατών ηγετών... Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να
συμμετέχουν σε παρόμοιες κυβερνήσεις”.
Δεύτερο, θεωρούσε ότι «Η εργατική κυβέρνηση
(ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας
χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα». “Το Συνέδριο
υπογράμμισε ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν γενικό σύνθημα
ζύμωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού. Σαν επίκαιρο όμως
πολιτικό σύνθημα έχει σημασία στις χώρες, όπου ο συσχετισμός των
δυνάμεων ανάμεσα στους εργάτες και στην αστική τάξη βάζει στην ημερήσια
διάταξη τη λύση του προβλήματος της κυβέρνησης σαν πρακτική ανάγκη”.
Τρίτο, δεν θεωρούσε ωστόσο ότι η επανάσταση θα περάσει νομοτελειακά από την ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης. Η εργατική κυβέρνηση “δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου” ούτε αποτελεί “μια αναγκαία μεταβατική μορφή” μπορεί να αποτελέσει όμως “μια αφετηρία για την κατάκτηση” της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Τέταρτο, “στα καθήκοντα της εργατικής
κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμα κυβέρνηση της προλεταριακής
διχτατορίας, ανήκαν ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης, ο αφοπλισμός των
αστικών αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η
μεταβίβαση του κυριότερου βάρους των φόρων στις τάξεις των πλουσίων και
η κατάπνιξη της αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών
των μέτρων, θα συνέβαλλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των
εργαζομένων και στη συσπείρωσή τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα, και
θα μπορούσε να προετοιμάσει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση».
“Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό
συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το
επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία
μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η διατήρηση μιας κυβέρνησης που
κάνει επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο
λυσσασμένο αγώνα και ίσως σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας.
Επομένως, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να εξαπολύσει
επαναστατικούς αγώνες”.
Πέμπτο, η συμμετοχή των κομμουνιστών σε μια τέτοια κυβέρνηση υπόκειται στους εξής όρους: “Οι
κομμουνιστές που θα αποτελέσουν μέλη της εργατικής κυβέρνησης θα
ελέγχονται με τον πιο αυστηρό τρόπο από το κόμμα τους. Τα κομμουνιστικά
μέλη της εργατικής κυβέρνησης παραμένουν σε στενή επαφή με τις
επαναστατικές οργανώσεις των μαζών. Το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί
απόλυτα τη φυσιογνωμία του και την πλήρη ανεξαρτησία της ζύμωσης και της
προπαγάνδας του”.
Επιπλέον, η ΚΔ εκτιμούσε ότι “οι κομμουνιστές είναι ακόμη
διατεθειμένοι κάτω από ορισμένες συνθήκες και ορισμένες εγγυήσεις, να
υποστηρίξουν μια μη κομμουνιστική εργατική κυβέρνηση. Όμως είναι
υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να εξηγούν στην εργατική τάξη ότι η απελευθέρωσή
της μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου”.
«Αριστερές» και δεξιές ερμηνείες
Στην ΚΔ υπήρξε οξύτατη συζήτηση για τα θέματα αυτά. Μια αριστερίστικη
– δογματική τάση που θεωρούσε ότι η εργατική κυβέρνηση μπορεί να είναι
μόνο η δικτατορία του προλεταριάτου μόνο αυτή δηλαδή που έχει προκύψει
από επανάσταση. Αρνούνταν το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης στο έδαφος
της αστικής δημοκρατίας. Την αριστερίστικη αυτή προσέγγιση υποστήριζε
και ο Ζηνόβιεφ, παρά το γεγονός ότι ήταν εισηγητής στο συνέδριο[2]. Οι απόψεις αυτές απορρίφθηκαν από τον Λένιν και από το συνέδριο.
Μια άλλη, δεξιά τάση έκανε λόγο “για τη δυνατότητα μακράς ύπαρξης της εργατικής κυβέρνησης” ενώ αντίθετα η ΚΔ τη θεωρούσε “σαν μέσο πάλης ενάντια στην αστική τάξη για την οριστική της ανατροπή της αστικής τάξης”. Για τούτο υπογράμμιζε πως “μόλις
η εργατική κυβέρνηση θα αρχίσει να εφαρμόζει το πρόγραμμά της και θα
είναι υποχρεωμένη να αποκρούει την απειλή κατά της ύπαρξής της από
μέρους της αστικής τάξης, τη στιγμή αυτή θα αναγκαστεί να συντρίψει τον
αστικό κρατικό μηχανισμό και να δημιουργεί το δικό της, τον προλεταριακό”.
Εργατοαγροτικές κυβερνήσεις που προέκυψαν εκλογικά σε συνθήκες
αστικής δημοκρατίας ήταν ουσιαστικά (ή κατά προσέγγιση), η κυβέρνηση του
Λαϊκού μετώπου στην Ισπανία το 1936, η κυβέρνηση
σοσιαλδημοκρατών-κομμουνιστών στην Τσεχοσλοβακία που προέκυψε από τις
πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στη χώρα αυτή, η κυβέρνηση Αλλιέντε στη
Χιλή, οι κυβερνήσεις Τσάβες στη Βενεζουέλα.
Στην Τσεχοσλοβακία ο εσωτερικός και διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων
και η ορθή διαχείριση του θέματος από το Κομμουνιστικό Κόμμα άνοιξαν το
δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στη Χιλή και στην Ισπανία, ο
συσχετισμός των δυνάμεων και τα λάθη των επαναστατικών κομμάτων οδήγησαν
στην επικράτηση της αντίδρασης. Στην περίπτωση της Βενεζουέλας, ο
συσχετισμός των δυνάμεων και η αδυναμία του εργατικού κινήματος και του
επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, γέρνουν την πλάστιγγα προς
την αφομοίωση της κυβέρνησης σε σοσιαλδημοκρατικού τύπου διαχείριση[3].
Είναι, νομίζω, προφανές πως τυχόν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να έχει
καμιά σχέση με την έννοια της εργατικής ή εργατοαγροτικής κυβέρνησης
της ΚΔ. Το πρόγραμμα του κόμματος αυτού απέχει πολύ από τα ελάχιστα
εκείνα μέτρα που θα μπορούσαν να το εντάξουν σε αυτή την κατηγορία.
Καμιά απολύτως σχέση με την εργατική κυβέρνηση για την οποία έκανε λόγο η
ΚΔ, δεν έχουν ούτε οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις σε Ιταλία και Γαλλία
ούτε η κυβέρνηση Τζαννετάκη το 1989.
Επιπλέον, τα δεξιά ή αριστερίστικα λάθη και αποκλίσεις των
κομμουνιστικών κομμάτων στην εφαρμογή της πολιτικής (πχ. Χιλή και
Ισπανία που προαναφέρθηκαν) δεν σημαίνουν ότι η θεωρητική ανάλυση και η
μεθοδολογία του Λένιν και του 4ου συνεδρίου της ΚΔ είναι
λαθεμένες. Όποιος δέχεται κάτι τέτοιο, κινδυνεύει να οδηγηθεί, ακόμη και
παρά τη θέλησή του, στην αναθεώρηση ή και άρνηση θεμελιωδών αρχών του
μαρξισμού-λενινισμού[4]. Η απομάκρυνση από τις αναλύσεις της ΚΔ έφερε την ήττα και όχι η προσήλωση στις μεθοδολογικές της αρχές. Η ίδια η ΚΔ, και στο 4ο συνέδριο και στο 7ο (με εισήγηση του Δημητρώφ) επισήμαινε αναλυτικά τους κινδύνους δεξιών ή «αριστερών» ερμηνειών και λαθών.
Εννοείται πως οι ανωτέρω αναλύσεις της ΚΔ πρέπει να προσαρμόζονται
στις εκάστοτε συνθήκες και όχι να αντιμετωπίζονται με δογματικό τρόπο ως
συνταγές για κάθε περίοδο. Στις σύγχρονες ελληνικές συνθήκες η
διεκδίκηση της ανάδειξης μιας εργατικής κυβέρνησης κατά την ανάλυση της
ΚΔ, σημαίνει την επιδίωξη συγκρότησης ενός μετώπου και μιας κυβέρνησης
των αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων που θα:
1. ακυρώσει τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις,
2. θα αρνηθεί την πληρωμή του χρέους,
3. θα βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη της ΕΕ,
4. θα εθνικοποιήσει τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας,
5. θα προχωρήσει στο ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό των ενόπλων
δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και
κρατικών μηχανισμών, με την ενεργό συμμετοχή της εργατικής τάξης και του
λαού, ξεκαθαρίζοντας τον κρατικό μηχανισμό από τα φασιστικά στοιχεία,
όλα τα όργανα του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων, ανασυγκροτώντας τον
σε επαναστατική δημοκρατική βάση.
Με τον τρόπο αυτό θα ανοίξει στα σοβαρά ο δρόμος για μια σοσιαλιστική επαναστατική αλλαγή.
Δ. Κ.
[1] Για όλα τα αναφερόμενα αποσπάσματα βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χρ., σελ. 175-176, 192 και τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), Αθήνα, εκδ. Εργατική πάλη, χ.χρ., σελ. 396-398.
[2] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χρ., σελ. 174.
[3] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 35 επ. και 236 επ.
[4] Χρήσιμο και επίκαιρο είναι, από την άποψη αυτή, το έργο του Λένιν «Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τ. 41, σελ. 1-104.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου