http://artfullyonsaturday.wordpress.com
17/02/2013 · από · in ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Σε διαφημιστικό σποτ της εκδήλωσης του UNFOLLOW και των «Ενθεμάτων» της Αυγής για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, άκουσα μια κυρία να λέει ότι «αυτοί βοηθάνε τον κοσμάκη». Δεν ξέρω γιατί αυτό της έκανε εντύπωση της κυρίας ώστε να το αναφέρει. Είναι κάτι που πάντοτε συνέβαινε σε περιόδους κρίσεων. Πάντοτε βρίσκονταν πονόψυχες οργανώσεις πρόθυμες να συντρέξουν τους χειμαζόμενους.
Ακόμη και στην περίοδο της γερμανικής
κατοχής υπήρχε φιλανθρωπική οργάνωση, η οποία μόλις εμφανιζόταν μπροστά
της πεινασμένος, τον φίλευε παρευθύς μια ολόκληρη κουραμάνα. Εκ
συμπτώσεως μάλιστα το όνομα εκείνης της αλησμόνητης για τη φιλαλληλία
της παλιάς οργάνωσης είναι το ίδιο με το όνομα που δεν αποκλείεται να
υποκαταστήσει όλα τα άλλα της σημερινής: Τάγματα Ασφαλείας. (Απομένει να
δούμε αν οι άνδρες της νέας οργάνωσης θα περιβληθούν την τιμημένη
φουστανέλα ώστε να τους αποδοθεί και η εξίσου γεραρή ονομασία
Γερμανοτσολιάδες.)
Ευλόγως οι φιλάνθρωποι, τότε όπως και
τώρα, για το φόβο της εξαπάτησης, μην τυχόν τους υποκλέψει την κουραμάνα
κανένας χορτάτος, έθεταν και θέτουν όρους για τη χορήγηση της
ευεργεσίας. Τότε οι όροι ήταν κουραστικοί: μαζί με την κουραμάνα, ο
πεινασμένος έπαιρνε και ένα τουφέκι για να σκοτώσει ομοίους του,
πεινασμένους, που είχαν διαλέξει τον άλλο δρόμο διεκδίκησης της
κουραμάνας, τον δρόμο της Εθνικής Αντίστασης, και μαζί για να
διαγουμίσει και να κάψει χωριά, να βιάσει γυναίκες, να φρουρήσει
αιωρούμενους νεκρούς πατριώτες που τους είχαν απαγχονίσει οι Γερμανοί
ώστε να μη θελήσει κανένας ανόητος συμβατικός φιλάνθρωπος να τους
αποκαθηλώσει και να τους ενταφιάσει αλλά να μένουν τα πτώματα κρεμασμένα
εσαεί για παραδειγματισμό.
Σήμερα ο όρος για την αρωγή είναι μόνο
ένας και άκρως αναπαυτικός: αρκεί ο αναγκεμένος να είναι Έλληνας. Ο όρος
έχει προφανώς σκοπό να αποκλείσει τους μετανάστες και κανένας δεν
γελιέται ως προς αυτό. Αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος. Στο κάτω κάτω δεν
μπορούμε να θρέψουμε όλους τους πεινασμένους της υφηλίου. Ας χορτάσουν
οι Έλληνες, και για τους άλλους έχει ο Θεός, ο δικός τους ή ο δικός μας,
δεν έχει σημασία.
Έτσι σκεπτόμενοι τρεις πεινασμένοι
Ελληνες πήραν τα κατσαρολάκια τους και πήγαν στο συσσίτιο των Ταγμάτων.
Μαζί πήραν και όλο το χρειαζούμενο χαρτομάνι που πιστοποιούσε την
ελληνικότητά τους πάππου προς πάππου.
Πλησίασε ο πρώτος με το κατσαρολάκι προτεταμένο.
«Είσαι Ελληνας, ρε;» τον ρώτησε ο μελανοχίτων μάγειρας καθώς βουτούσε την κουτάλα στο καζάνι.
«Είμαι» απάντησε ο άλλος. Κάτι όμως στη
συμπεριφορά του, στη γλώσσα του σώματός του, όπως λέμε, φαίνεται ότι δεν
άρεσε στον μάγειρα, ο οποίος του έκανε άλλη μια ερώτηση:
«Και τι άλλο είσαι;»
«Γκέι».
Στην ίδια ερώτηση, «τι άλλο είσαι;», ο
δεύτερος πεινασμένος απάντησε «αριστερός», ο τρίτος «μάρτυς του Ιεχωβά».
Δίκαια θα απορήσει κανείς: εφόσον οι άνθρωποι πληρούσαν τον έναν και
μοναδικό όρο, ήταν Έλληνες, γιατί όχι μόνο δεν τους έδωσαν φαγητό, αλλά
τους φιλοδώρησαν κιόλας με κάμποσες κλωτσιές στα οπίσθια;
Το περιστατικό είναι βέβαια φανταστικό,
αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι, αν αναλογιστεί κανείς τις
παγίδες που κρύβει αυτός ο φαινομενικά πεντακάθαρος όρος.
Διάβαζα προ καιρού για τις κυρούλες που ο
σύγχρονος ταγματασφαλίτης προσφέρεται να τους κουβαλήσει εν ασφαλεία
–πώς αλλιώς;– την τσάντα με τα πενιχρά τους ψώνια από τη λαϊκή στο σπίτι
τους ώστε να μην τους την αρπάξει κανένας Πακιστανός.
Τις φανταζόμουν να βαδίζουν δίπλα στον
στιβαρό συνοδό τους υπερήφανες που πληρούν τον έναν και μοναδικό όρο,
είναι Ελληνίδες, και αναρωτιόμουν αν υποπτεύονται πόσο απατηλά τίθεται
αυτός ο όρος και πόσες απειλές εμφωλεύουν μέσα του. Φαντάζει σαν να
περιλαμβάνει έναν ολόκληρο κόσμο. Στην πραγματικότητα αποκλείει ολόκληρο
τον κόσμο. Η πιο επικίνδυνη μπαμπεσιά του είναι ότι αφήνει τον ορισμό
της σημασίας του σε αυτόν που τον θέτει. Δεν πάνε να χτυπιούνται όλα τα
ληξιαρχεία του κόσμου, όλες οι δημαρχίες και όλα τα αστυνομικά τμήματα
με τις σφραγίδες και τις υπογραφές τους, αν είσαι γκέι, αριστερός ή
μάρτυρας του Ιεχωβά ή ό,τι άλλο μου καπνίσει, δεν είσαι Έλληνας.
Στην κοιτίδα της φιλανθρωπίας αυτού του
είδους, τη χιτλερική Γερμανία, ένας και μοναδικός ήταν επίσης ο όρος για
να απολαύει κανείς όλων των προνομίων: να είναι άριος. Εκεί, η
αποκλειστική φύση του όρου δεν άργησε διόλου να αποκαλυφθεί: είσαι άριος
δεν σήμαινε τι είσαι αλλά τι δεν είσαι: πρωτίστως Εβραίος, μετά
τσιγγάνος, δεν είσαι ομοφυλόφιλος, αλλά και δεν είσαι Πολωνός, Ρώσος ή
ό,τι άλλο και πάνω απ’ όλα δεν είσαι κομμουνιστής και τελικά δεν είσαι
τίποτε από ό,τι ήταν τα εξήντα εκατομμύρια θύματα του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου, εν οις και ουκ ολίγοι άριοι.
Στη γειτονιά μου, στα ανατολικά της
πλατείας Κυψέλης, όταν ήμουν παιδί, είχαμε έναν ταγματασφαλίτη,
οικογενειάρχη. Μετά τον πόλεμο και τα Δεκεμβριανά του ’44, μη
κατορθώνοντας να χωθεί σε κανένα από τα αντικομμουνιστικά σώματα που
είχαν ιδρύσει οι εθνικόφρονες κυβερνήσεις επανδρώνοντάς τα εν πολλοίς με
πρώην ταγματασφαλίτες, είχε μείνει άνεργος. Περνούσε μαύρη ζωή όχι μόνο
επειδή είχε στερηθεί την κουραμάνα, αλλά πολύ περισσότερο εξαιτίας της
γενικής περιφρόνησης που περιέβαλλε τον ίδιο και την οικογένειά του.
Τους πήρε και έφυγαν, άλλαξαν γειτονιά. Οι άλλοι ουδέποτε λησμόνησαν
πόσο ακριβά είχαν πληρώσει την κουραμάνα του.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 10 (Οκτώβριος 2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου