Αναρτήθηκε από τον/την leonidasvatikiotis στο 06/02/2013
Πολύ πριν εφαρμοστεί το πρώτο Μνημόνιο τον Μάιο του 2010, στο στόχαστρο
των αλλεπάλληλων προγραμμάτων λιτότητας που ανακοινώνονταν από την
κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου τέθηκε το ιστορικά αναιμικό κράτος πρόνοιας και
οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Παιδεία, υγεία, πρόνοια, πολιτισμός, μαζικές
μεταφορές και σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δέχθηκαν ένα πρωτοφανές
πλήγμα κατά πολλούς τρόπους: με μειώσεις των διαθέσιμων κονδυλίων,
περικοπή προσωπικού μέσω της μη ανανέωσης συμβάσεων εργασίας
περιορισμένου χρόνου, μείωση μισθών, κ.α.
Τα θύματα ωστόσο του Μνημονίου
δεν περιορίστηκαν στις κοινωνικές υπηρεσίες. Δειλά και πειραματικά στην
αρχή, αλλά με εντατικούς ρυθμούς στη συνέχεια στην ουρά για την
πριονοκορδέλα των περικοπών στάθηκαν με τη σειρά τους ακόμη και τομείς
της δημόσιας διοίκησης που αποτελούσαν ανέκαθεν τον στενό πυρήνα του
κράτους, όπως οι δικαστές, οι στρατιωτικοί και οι διπλωμάτες. Χαϊδεμένα
παιδιά του κράτους σε όλη την μεταπολεμική περίοδο και περισσότερο μετά
την μεταπολίτευση όταν τα συγκεκριμένα σώματα γιγαντώθηκαν
αναλαμβάνοντας συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο στην εφαρμογή ακόμη και της πιο
αντιλαϊκής πολιτικής, ο κτηνώδης νεοφιλελευθερισμός του Μνημονίου
κατάφερε το ακατόρθωτο: να προκαλέσει ρήγμα στις σχέσεις εμπιστοσύνης
και στην συναισθηματική πρόσδεση των λειτουργών τους, δικαστών,
στρατιωτικών και διπλωματών με το κράτος, που όλο και περισσότερο
μετατρέπεται σε εργοδότη. Πιθανά ελάχιστοι από τους παραπάνω λειτουργούς
να σκεφτούν «it is not personal, it is strictly business» όταν
προσέρχονται στο χώρο εργασίας τους όπως σκέφτονται ολοένα και
περισσότεροι μισθωτοί, η παλιά καλή εποχή όμως των αυτονόητων πέρασε
ανεπιστρεπτί…
Στα κάγκελα η …έδρα
Ο επαγγελματικός κλάδος που έκανε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο
δημόσια αισθητή την διαφωνία του με την πολιτική των περικοπών το
τελευταίο χρονικό διάστημα ήταν οι δικαστές. Ακρογωνιαίος λίθος του
συστήματος εξουσίας με τις αποφάσεις του ή την ανοχή που επέδειξε ουκ
ολίγες φορές γκρέμιζε ότι άφηνε όρθιο η εργοδοτική αυθαιρεσία ή η
κρατική καταστολή. Χωρίς να ανατρέπεται αυτή η πραγματικότητα το
τελευταίο διάστημα η στάση του δικαστικού σώματος άρχισε να αλλάζει είτε
συλλογικά είτε μέσα από μεμονωμένες περιπτώσεις δικαστικών, που χωρίς
να μπορεί να ειπωθεί ότι ακολουθούν τα χνάρια του Σαρτζετάκη, μετά
βεβαιότητας με τις επιλογές τους ενοχλούν αφάνταστα την εκτελεστική
εξουσία. Τελευταίο και πιο χαρακτηριστικό δείγμα ήταν η κόντρα των
εισαγγελέων με τον υπουργό Οικονομικών και εκλεκτό της Τρόικας, Γιάννη
Στουρνάρα και μέσω αυτού φυσικά με όλη την κυβέρνηση. Η διελκυστίνδα
ξεκίνησε με μια απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών (υπ. αρ.
1101/12), η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου τινάζοντας όλο το
σύστημα είσπραξης των χαρατσιών στον αέρα. Συγκεκριμένα αποφάσισε ότι το
χαράτσι επί των ακινήτων είναι αντισυνταγματικό καθώς αποτελεί φόρο και
όχι τέλος, ότι διασαλεύει την συνταγματική αρχή για την φοροδοτική
ικανότητα των πολιτών, ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί να το εισπράττει αφού δεν
έχει αρμοδιότητα είσπραξης φόρων, ενώ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να
διακόπτει το ρεύμα λόγω της μη πληρωμής του χαρατσιού. Ο Άρειος Πάγος
στη συνέχεια απέρριψε το αίτημα του υπουργού και της ΔΕΗ να εισπράττεται
το χαράτσι μέσα από τους λογαριασμούς της επιχείρησης. Τότε ο Γ.
Στουρνάρας γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια τις δικαστικές αποφάσεις
με όλη την αλαζονεία που έχει αποκτήσει ως το αγαπημένο παιδί της
Τρόικας κάλεσε την ΔΕΗ να συνεχίσει να κάνει ό,τι έκανε. Ο πρώτος τη
τάξει δηλαδή υπουργός της κυβέρνησης ζήτησε από τα στελέχη της ΔΕΗ να
φτύσουν στα μούτρα την δικαστική εξουσία και να συνεχίσουν να «γδύνουν»
τον κόσμο εισπράττοντας το χαράτσι που είχε ανακοινώσει ο Β. Βενιζέλος
τον Σεπτέμβριο του 2011 από την Θεσσαλονίκη. Η πρόκληση του Γ. Στουρνάρα
δεν έμεινε αναπάντητη από τους δικαστές. Σε ανακοίνωσή της η Ένωση
Εισαγγελέων Ελλάδας στρέφεται κατά του υπερ-υπουργού γράφοντας «ο
υπουργός Οικονομικών φέρεται να καλεί την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού
να συνεχίσει να εισπράττει το τέλος ηλεκτροδότησης μέσω των λογαριασμών
κατανάλωσης χωρίς να λάβει υπ’ όψη της όσα αντίθετα έκρινε το Πολυμελές
Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ. αρ. 1101/2012 απόφασή του, που εκδόθηκε
επί συλλογικής αγωγής και η οποία παράγει δεσμευτικότητα έναντι πάντων».
Η ανακοίνωση ξεχωρίζει για το αυστηρό της ύφος και το γεγονός ότι χωρίς
περιστροφές καταφέρεται εναντίον πρωτοκλασάτου υπουργού, κάτι που δεν
έχει προηγούμενο! Συνεχίζει λοιπόν χαρακτηρίζοντας «απαράδεκτο το
γεγονός μέλος της κυβέρνησης να εμφανίζεται ότι ενεργεί παρά το Σύνταγμα
και να εντέλλεται ή να παροτρύνει τη διοίκηση ή τρίτους φορείς να μην
συμμορφωθούν με εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, παρά το νόμο και το
άρθρο 95 παράγραφος 5 του συντάγματος, πράγμα που δεν είναι δυνατό να
συμβαίνει σε συντεταγμένη, ευνομούμενη πολιτεία». Τέλος θεωρεί
«αυτονόητη και αναμενόμενη την αναζήτηση ποινικών ευθυνών»! Πριν το
μέτωπο που άνοιξαν οι δικαστές με τον Γ. Στουρνάρα είχε προηγηθεί,
μεταξύ πολλών άλλων, η πολύμηνη αποχή δικαστών και εισαγγελέων που
προκάλεσε έμφραγμα στην εκδίκαση υποθέσεων με αποτέλεσμα να
υπολογίζονται σε πάνω από ένα εκατομμύριο οι δίκες που πάγωσαν και σε
πολλά εκατομμύρια τα διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου από την μη εκδίκαση
φορολογικών υποθέσεων και την μη καταβολή προστίμων. «Είτε συμφωνεί είτε
διαφωνεί κάποιος με τον ρόλο της δικαιοσύνης σήμερα δεν μπορεί παρά να
δεχθεί ότι η άσκηση των καθηκόντων της έδρας απαιτεί ένα κόστος
εμφάνισης και τρόπου ζωής που να συμβάλλει στο κύρος του δικαστικού
λειτουργού, τουλάχιστον, και να μην προκαλεί οίκτο. Το σημαντικότερο
άλλωστε είναι να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία μας. Οι υψηλές αποδοχές που
διασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση για εμάς και τις οικογένειες μας
είναι η πιο αποτελεσματική θωράκιση ώστε προσπάθειες επηρεασμού να
πέφτουν στο κενό», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. «Αυτό που δεν μπορεί να
καταλάβει ο κόσμος και δείχνει να υποτιμάει η Πολιτεία είναι ότι εμείς
οι δικαστές, ανεξαρτήτου μάλιστα βαθμίδας, δεν έχουμε την δυνατότητα να
συμπληρώσουμε το εισόδημά μας, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους
δημόσιους υπάλληλους, όπως όσους δουλεύουν στην παιδεία, του δήμους ή
την υγεία», συνεχίζει περιγράφοντας μας στη συνέχεια καθόλου τιμητικές
εικόνες από λειτουργούς του δικαστικού κλάδου που υπηρετούν αποσπασμένοι
εκτός της μόνιμης κατοικίας τους κι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα μετά
τις μειώσεις ύψους 22% κατά μέσο όρο που επέβαλε το τρίτο Μνημόνιο με
αναδρομική μάλιστα ισχύ, από τον Αύγουστο του 2012. Οι ίδιοι εκτιμούν
ότι με τις τελευταίες μειώσεις, οι περικοπές που έχουν δεχτεί
υπερβαίνουν το 50% του επιπέδου που ήταν οι μισθοί τους πριν επιβληθούν
τα Μνημόνια, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι συνάδελφοι να αμείβονται ακόμη
και με λιγότερα από 2.000 ευρώ το μήνα. Αίτημά τους ωστόσο δεν είναι να
ανατραπούν συλλήβδην οι μειώσεις μισθών που επιβάλει το Μνημόνιο αλλά η
εξαίρεση των ίδιων… Οι μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών δεν είναι το
μοναδικό επίτευγμα του Τρίτου Μνημονίου. Στην παράγραφο ΙΓ’ με τίτλο
«Ρυθμίσεις θεμάτων υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων» κι ειδικότερα στην υποπαράγραφο ΙΓ1 με «τίτλο τροποποιήσεις
του ποινικού κώδικα» επέρχονται μια σειρά από αντιδραστικές αλλαγές
όπως η αύξηση του ανώτατου ποσού μετατροπής της ποινής κράτησης σε χρήμα
από τα 30 ευρώ στα 100 για κάθε μέρα κράτησης (παρότι μάλιστα μόλις το
2010 είχε αυξηθεί στα 30 ευρώ από τα 15) κι επίσης ο διπλασιασμός του
τέλους δικαστικού ενσήμου σε ποσοστό 8 τις χιλίοις επί της αξίας του
αντικειμένου της αγωγής. Πρόκειται για αλλαγές που εκ πρώτης όψεως
επιδιώκουν να διώξουν τον κόσμο από τα δικαστήρια. Αυτό ωστόσο που
καταφέρνουν είναι να καταστήσουν την δικαστική προστασία είδος
πολυτελείας, πολύ πιο απρόσιτο στα φτωχά στρώματα κι έτσι προνόμιο των
υψηλών εισοδημάτων. Ταξική πολυτέλεια η δικαιοσύνη… Στην Ελλάδα μπορεί ο
αποκλεισμός από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της δικαστικής
προστασίας για τα λαϊκά στρώματα (αυτούς δηλαδή που έχουν την μεγαλύτερη
ανάγκη θωράκισης από την αυθαιρεσία) να μην βρήκε την θέση που έπρεπε
στα αιτήματα των δικαστών, δεν συνέβη όμως το ίδιο στην Ισπανία όπου κι
εκεί εξέχουσα θέση στα μέτρα λιτότητας είχαν διατάξεις που περιόριζαν
την πρόσβαση των πιο αδύναμων. Νομοσχέδιο ειδικότερα που κατατέθηκε στις
21 Νοεμβρίου αύξανε τα δικαστικά έξοδα για την εκκίνηση μιας δικαστικής
διαδικασίας από 50 έως 750 ευρώ, με στόχο την εξοικονόμηση την επόμενη
τριετία 150 δισ. ευρώ. Εναντίον του συντηρητικού πρωθυπουργού Μαριάνο
Ραχόι όμως ξεσηκώθηκαν δικαστές και δικηγόροι που κατήγγειλαν «την
δημιουργία μιας δικαιοσύνης για τους πλούσιους και μίας άλλης για τους
φτωχούς».
Διπλωματία των ζάπλουτων
Δεν είναι ωστόσο μόνο η δικαιοσύνη που διχάζεται. Είναι κι η
διπλωματία. Το πρώτο θύμα των περικοπών στο υπουργείο Εξωτερικών ήταν το
προσωπικό των πρεσβειών που προερχόταν συνήθως από την ελληνική
κοινότητα της κάθε χώρας, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς συχνά κι αναλάμβανε
καθήκοντα μεταφραστή ή γραμματέα. Μετά από ταλαιπωρία πολλών μηνών με
καθυστερήσεις στις πληρωμές και περικοπές μισθών σχεδόν όλοι έχουν
απολυθεί, με αρνητικές συνέπειες για την σχέση της πρεσβείας με την
ελληνική κοινότητα και τεράστια προβλήματα στην καθημερινή λειτουργία
των ελληνικών διπλωματικών αποστολών μιας και η συγκεκριμένη θέση ήταν
πολλές φορές ο κρίκος που εξασφάλιζε την «γείωση» κάθε πρεσβείας με την
χώρα. Αυτή χάθηκε οριστικά. Το ίδιο συνέβη και με σημαντικά κονδύλια που
διοχετεύονταν για δημόσιες σχέσεις, την φιλοξενία ξένων αποστολών και
δημοσιογράφων στην Ελλάδα, επίσης Ελλήνων δημοσιογράφων που εργάζονταν
σε διεθνή ΜΜΕ, γιορτές κι εκδηλώσεις της ομογένειας, συνέδρια στο
εξωτερικό, ανταλλαγές δημοσιογραφικών αποστολών κ.α. Η σημαντική μείωση
αν όχι εκμηδένισή τους είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν δοκιμασμένοι δίαυλοι
επηρεασμού της κοινής γνώμης (ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι συχνά
αποδεικνύονταν ιδανικά εργαλεία για χρηματισμό και εξαγορά δημοσιογράφων
εντός κι εκτός Ελλάδας). Συντριπτικό πλήγμα στη ελληνική διπλωματία
προκάλεσε το κλείσιμο πολλών πρεσβειών στο εξωτερικό κι η φορολόγηση, το
2011, επιδομάτων που χορηγούνταν πέραν των μισθών. Η χαριστική βολή
ήρθε με το Τρίτο Μνημόνιο. Στο άρθρο 28 ο βασικός μισθός του ακόλουθου
πρεσβείας ορίζεται στα 1.061 ευρώ ενώ ο μισθός του πρέσβη
πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1,79 φθάνοντας τα 1.899 ευρώ. Παρότι
αυτός δεν είναι ο τελικός μισθός ακόμη κι η προσαύξηση με «πάγια
αποζημίωση λόγω ειδικών συνθηκών προσφοράς διπλωματικών ή επιστημονικών
υπηρεσιών και της απασχόλησής τους πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας»
δεν ξεπερνάει για τον πρέσβη τα 550 ευρώ. «Για να εκτιμήσετε το κόστος
ζωής μας πρέπει να έχετε υπ’ όψη σας κατ’ αρχάς τις ανάγκες που
συνοδεύουν τη θέση μας. Ένας διπλωμάτης δεν μπορεί να περιφέρεται σαν
φτωχός συγγενής. Έπειτα είναι το κόστος των σχολείων για όσους έχουμε
παιδιά», συνεχίζει ο συνομιλητής μας που έχει χρόνια προϋπηρεσία στο
υπουργείο Εξωτερικών. «Δεδομένου ότι η παιδεία τους πρέπει να έχει μια
συνέχεια είτε υπηρετούμε στην Ευρώπη είτε μετατεθούμε στην Αφρική και
την Ασία το ακριβό αγγλικό σχολείο είναι μονόδρομος. Κρατείστε επίσης
ότι ο μισθός μας πρέπει να είναι τέτοιος που να αναπληρώνει και το
εισόδημα του έτερου …ήμισυ που δεν μπορεί να εργάζεται». Το αποτέλεσμα
που είτε προσχεδιασμένα είτε εκ των πραγμάτων επέρχεται είναι να
καταρρέει η ελληνική διπλωματία. Αυτή που τουλάχιστον γνωρίζαμε, η οποία
μπορεί να ασκούταν κατά βάση από γόνους αστικών οικογενειών,
«κληρονομικώ δικαίω» πολύ συχνά, στο πλαίσιο της όμως υπήρχε μια
επετηρίδα, δέσποζε μια πειθαρχία κι ακολουθούταν ένα πρωτόκολλο που δεν
επέτρεπε αυτοσχεδιασμούς και προσωπικές στρατηγικές ή φιλοδοξίες. Σε
αυτό το πλαίσιο η εξωτερική πολιτική μπορούσε να χαρακτηρίζεται δημόσιο
αγαθό και να θεωρείται κυριαρχικό δικαίωμα. Οι άγριες περικοπές όμως
αλλάζουν άρδην αυτή την κατάσταση προς το χειρότερο με κυρίαρχη τάση να
θέλει την ανάθεση της διπλωματικής εκπροσώπησης της Ελλάδας σε
προσωπικότητες, που είναι περιττό να πούμε ότι θα λειτουργούν
ανεξέλεγκτα, χωρίς να υπόκεινται σε κανενός είδους λογοδοσία. Το
βασίλειο της αναξιοκρατίας. Σε αυτό το σημείο η Ελλάδα ενώ από την μια
υποβαθμίζεται σε κράτος δεύτερης κατηγορίας με υποτυπώδη διπλωματία,
αναθέτοντας επί της ουσίας στις ΗΠΑ και την ΕΕ δηλαδή την Γερμανία την
άσκηση εξωτερικής πολιτικής για λογαριασμό της, από την άλλη πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι ακολουθεί πιστά την τελευταία λέξη της μόδας, όπως
ανθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και θέλει την διπλωματία να
ανατίθεται σε κορυφαίους χρηματοδότες κάθε προέδρου. Ακόμη κι ο Μπαράκ
Ομπάμα, με βάση άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς το
Σαββατοκύριακο 8-9 Δεκεμβρίου 2012 με τίτλο «Πρεσβευτές που καταθέτουν
τα διαπιστευτήρια τους σε μετρητά», οι δύο από τους τρεις πρεσβευτές που
έχει διορίσει προέρχονται από τους χρηματοδότες του…
Στρατός, σε κλίμα …σπαρτιατικό
Στον στρατό η κατάσταση είναι πολύ πιο δραματική, λόγω του ότι οι
στρατιωτικοί στην πλειοψηφία τους προέρχονται από λαϊκά ή μεσαία
στρώματα. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι συμβαίνει στους διπλωμάτες και τους
δικαστικούς, όπου η προσωπική και οικογενειακή περιουσία μπορεί να
μετριάσει πρόσκαιρα τις συνέπειες της λιτότητας. Γι’ αυτό τον λόγο κι οι
αντιδράσεις των στρατιωτικών ενάντια στο Μνημόνιο πήραν πολύ πιο νωρίς,
πολύ πιο ακραία μορφή, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να αποτρέψουν τη νέα
επιδείνωση της θέσης τους που ήρθε με το Τρίτο Μνημόνιο και περιγράφεται
από μισθό αναφοράς στο βαθμό του ανθυπολοχαγού (που αντιστοιχεί στο 1)
και ισούται με 875 ευρώ για να φτάσει στο ένα άκρο (πολλαπλασιαζόμενος
με συντελεστή 2,14) τα 1.872 για τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου Εθνικής
Άμυνας και στο άλλο άκρο (πολλαπλασιαζόμενος με 0,32) τα 280 ευρώ για
μόνιμο στρατιώτη που δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του
υποχρεώσεις. «Στόχος είναι το φρόνημα και το ηθικό», τονίζει ανώτατος
αξιωματικός της αεροπορίας που μας περιγράφει τραγικές σκηνές από την
καθημερινή ζωή ανώτερων και κατώτερων αξιωματικών που αναγκάζονται να
ζουν σε στρατιωτικά καταλύματα ή σε σπίτια που νοικιάζουν 3 και 4 μαζί
γιατί ο μισθός τους δεν επαρκεί για το νοίκι. «Τι κοινωνική ζωή μπορούν
να έχουν, ειδικά αυτοί που υπηρετούν στα νησιά όπου το κόστος ζωής
βρίσκεται στα ύψη; Πως μπορούν να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή στις
οικογένειές τους όταν μοναδικό τους εισόδημα είναι ο στρατός;
Αναρίθμητοι είναι επίσης κι όσοι είχαν πάρει δάνεια και πλέον μετά τις
μειώσεις μισθών αδυνατούν να τα εξυπηρετήσουν». Για τον ίδιο «οι
περικοπές τόσο στους μισθούς μας όσο και στα κονδύλια έχουν αδυνατίσει
σημαντικά την αμυντική θωράκιση της χώρας με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή
να μην θεωρείται δεδομένο ένα τακτικό πλεονέκτημα που ανέκαθεν διέθετε η
ελληνική πολεμική αεροπορία έναντι της τούρκικης: η πολύ καλή
εκπαίδευση των πιλότων». Οι προοπτικές που διαγράφονται είναι ακόμη
χειρότερες για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας αν αποδειχθούν αληθινές
φήμες που κυκλοφορούν για διετή διακοπή των εγγραφών στη Σχολή Ικάρων
λόγω του ότι δεν υπάρχουν χρήματα για καύσιμα με αποτέλεσμα να μην
γίνονται καν οι αναγκαίες εκπαιδευτικές πτήσεις. «Η κατάσταση είναι
χάλια και στη συντήρηση των πολεμικών αεροσκαφών λόγω του ότι για να
ρίξουμε το κόστος των συμβάσεων που υπογράφουμε με τους κατασκευαστές,
τη Λόκχιντ ή τη Ντασό, δεν προβλέπεται έγκαιρη παράδοση με αποτέλεσμα τα
ελληνικά εξαρτήματα που στέλνουμε για συντήρηση να μπαίνουν στην γραμμή
παραγωγής τελευταία εάν κι εφόσον δεν υπάρχουν άλλα. Έτσι αφού τα
στείλουμε για έλεγχο ή επισκευή κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε θα τα
παραλάβουμε. Τι προγραμματισμό μπορείς να κάνεις σε ένα τέτοιο
περιβάλλον;» Ταυτόχρονα το αίτημα της Τρόικας για κατάργηση της
υποχρεωτικής θητείας (που αποτελεί δημοκρατική κατάκτηση κι επίτευγμα
της Γαλλικής επανάστασης) οδηγεί στην δημιουργία ενός πολύ πιο
ολιγάριθμου μισθοφορικού στρατού ικανού μεν να αναλαμβάνει απαιτητικές
επιθετικές αποστολές στο εξωτερικό, βοηθώντας τους Αμερικάνους ή στο
πλαίσιο του ευρωστρατού της ΕΕ, ανήμπορου ωστόσο να εγγυηθεί την φύλαξη
των ελληνικών συνόρων. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω εξελίξεων είναι
ότι το Μνημόνιο κι η πολιτική των περικοπών αποδεικνύονται καταλύτης
αντιδραστικών, οπισθοδρομικών αλλαγών στη δικαιοσύνη, την διπλωματία και
τον στρατό. Η μαζική μορφή που ξέραμε και μπορούσε να υποσχεθεί την
αξιοκρατία (κι ας μην την εξασφάλιζε πάντα) περνάει πια στην ιστορία.
Ταυτόχρονα αλλάζει και το περιεχόμενο της λειτουργίας τους ως θεσμών που
γίνεται εξόφθαλμος υπηρέτης της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με
ελάχιστη ή και καθόλου δημοκρατική νομιμοποίηση. Καταλαβαίνει έτσι
κανείς πως η ανάγκη επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας αποδείχθηκε μια
πρώτης τάξης ευκαιρία για μια εκ βάθρων αλλαγή του χαρακτήρα του
σύγχρονου καπιταλισμού. Όπως στην οικονομία το μέγιστο κατόρθωμα ήταν η
μείωση των μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων έτσι και στην δικαιοσύνη,
την διπλωματία και το στρατό το κατόρθωμα τους ήταν να αλλάξει ο
χαρακτήρας τους. Κι αυτό επιτεύχθηκε αντίθετα με το δημόσιο χρέος που
κινείται σε ανεξέλεγκτα επίπεδα (173,5% του ΑΕΠ για το 2014 από 129% το
2009) παρά μάλιστα τις δύο αναδιαρθρώσεις εντός του 2012. Το δημόσιο
χρέος κι ο περίφημος δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν η μόνο αφορμή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου