Παλιά, η πρακτική φιλοσοφία των
κομμάτων πήγαζε απ' την αντίθεση Αριστερά/Δεξιά· η αντίθεση διέσχιζε
όλους τους ορόφους του πολιτικού οικοδομήματος σαν αναγκαίο ρήγμα και
θέατρο αντιπαλότητας.
Εξυπακούεται πως η δράση των κομμάτων δεν θα μπορούσε παρά να
συμπίπτει με την αναμέτρηση μεταξύ μιας αντίληψης υπέρ της αποκατάστασης
των αδύναμων στρωμάτων και μιας άλλης που έδινε προτεραιότητα, ή και
αποκλειστικότητα, στην εκσυγχρονιστική προσαρμογή του μοντέλου ανάπτυξης
της αγοράς.
Γνωστά πράγματα. Αυτό ίσχυε μέχρι πρόσφατα και τέτοια ήταν η
φυσιογνωμία των κομμάτων που αναπτύχθηκαν στη Μεταπολίτευση, δηλαδή
σχηματισμών που διχάζονταν και δίχαζαν διατηρώντας έναν σαφή ταξικό
χαρακτήρα.
Αναλόγως, με δεδομένη την εξέλιξη του σοσιαλδημοκρατικού
κεντροαριστερού χώρου, δικαιούται κανείς να συμπεράνει ότι ο χώρος
εκείνος φιλοξενούσε το νόημα μιας διαπάλης ανάμεσα στις «δεξιές» και
«αριστερές» αποκλίσεις, το συγκερασμό των οποίων ενσάρκωνε το πρόσωπο
του εκάστοτε ηγέτη, που είχε κληρονομήσει το κόμμα, μαζί με το αλάθητο,
από τον πατέρα του ή τον μέντορά του. Υπ' αυτή την έννοια, ο Ανδρέας
Παπανδρέου δεν ήταν για την Ελλάδα ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός, όπως
λένε, αλλά ο τελευταίος πολιτικός, σκέτο.
Εκτοτε, η διαφορά Αριστερά/Δεξιά άρχισε να μοιάζει όλο και πιο
συγκεχυμένη, καθώς τη συσκότιζαν κατά καιρούς διφορούμενες και ασαφείς
επινοήσεις τύπου «μεσαίος χώρος», «λογική των δημοσκοπήσεων»,
«ευρωπαϊκός προσανατολισμός» κ.ο.κ., όπου το διακύβευμα δεν ήταν πλέον
εξαρτημένο απ' την αντιπαλότητα δύο πολιτικών αντιλήψεων αλλά απ' την
αντίφαση στο εσωτερικό του ίδιου πολιτικού τοπίου, που βαθμιαία
αποσαθρωνόταν. Ετσι, για τη λεγόμενη «παραγωγή πολιτικής» ή για τις
«αλλαγές που ήθελε ο λαός» ή τις «μεταρρυθμίσεις που ζητούσε η τρόικα»
κ.τ.λ., ποτέ δεν αποσαφηνιζόταν προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να στραφούν
σε σχέση με τα λαϊκά αιτήματα, ενώ η ένταση γύρω απ' το υπονοούμενο της
κοινωνικής προόδου παρέμενε ανεπίλυτη.
Τώρα, με τη φτώχεια να χτυπάει κόκκινο, η αντίθεση περιέργως
είναι ακόμη πιο δυσδιάκριτη: Αριστερά και Δεξιά πεινάνε εξίσου και ο
πολιτικός λόγος που εκπέμπουν προς τον μέσο πολίτη γίνεται αμιγώς
διαχειριστικός, σε αναγνώριση, πιθανόν, του ότι ο πολίτης είναι ειδικά
αυτό: μέσος - ούτε αστός ούτε εργάτης, απλώς τηλεθεατής και καταναλωτής
που υποφέρει. Τα πιο μεγαλόπνοα οράματα της εθνικής μας αφήγησης
χρειάστηκαν μόνον τέσσερις δεκαετίες για να καταλήξουν σε συζητήσεις
καφενείου με θέμα τις ουρές στην Εφορία και το πετρέλαιο θέρμανσης. Ολο
και πιο δύσκολα ξεχωρίζεις την πολιτική ανάλυση της κρίσης από την κρίση
που διέρχεται η πολιτική ανάλυση ως τέτοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου