ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 16/5/1956 |
Αλήθεια τι σχέση μπορεί να έχει το κάρβουνο με το χρυσό και το Περιστέρι με την Ιερισσό ;
H εξόρυξη τους δίνει κέρδη στις εταιρείες και θάνατο στους κατοίκους. Κάποιοι βέβαια θα πουν και θέσεις εργασίας ειδικά όταν η φτώχεια μαστίζει .
Στην κουβέντα που γίνεται αυτές τις μέρες για τις συγκλονιστικές
εξελίξεις στην Ιερισσό, κάποιοι
(λίγοι είναι η αλήθεια ) στα καφενεία
στο Περιστέρι θυμούνται την ιστορία του λιγνιτωρυχείου της πόλης (
γνωστό και σαν Κάρβουνο ) .
Μεγάλη κουβέντα για την επίθεση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας χρυσού στην Ιερισσό. Ας θυμηθούμε ότι στο Περιστέρι του 1956 το λιγνιτωρυχείο έκλεισε γιατί οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν και με πανιά ποτισμένα με πετρέλαιο πυρπόλησαν τις ξύλινες εγκαταστάσεις ενώ ανατίναξαν με δυναμίτη τα τσιμεντένια χτίσματα των εγκαταστάσεων.
Ο ρόλος της αστυνομίας ; Πάντα ο ίδιος . Στην Ιερισσό ρίχνει δακρυγόνα σε σχολεία και συμπεριφέρεται σαν στρατός κατοχής. Την εξέγερση των κατοίκων στο Περιστέρι την αντιμετώπισε ρίχνοντας πάνω από 500 σφαίρες .
Οι εργαζόμενοι και το συνδικαλιστικό κίνημα ; Στις 5 Ιουνίου του1956 το Εργατικό Κέντρο Αθήνας ζητά να επισπευσθεί η επαναλειτουργία του λιγνιτωρυχείου καθώς μένουν άνεργοι 250 εργάτες. Το ίδιο επαναλαμβάνει στις 28 Οκτωβρίου 1956 και η Ομοσπονδία Μεταλλευτών.
Αξίζει νομίζω να διαβάσουμε το ΄΄χρονικό του Κάρβουνου΄΄ του Νίκου Θεοδοσίου , όπου στις ιστορίες της ανόρυξης κάρβουνου και χρυσού οι ομοιότητες ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΕΣ
Μια πόλη που ξεχνά την ιστορία της είναι πόλη χωρίς μέλλον
Το ‘‘Κάρβουνο’‘ υπήρξε ορόσημο για το Περιστέρι, η Ακρόπολη της πόλης
όπως την ονόμασε ο Μιχάλης Σταφυλάς, συγγραφέας – λογοτέχνης και
εργαζόμενος στο Κάρβουνο κατά την περίοδο της κατοχής.
Η εξέγερση του “κάρβουνου”
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ “ΚΑΡΒΟΥΝΟΥ” (των Λιγνιτωρυχείων Περιστερίου)
Του Νίκου Θεοδοσίου
Το 1933 αρχίζει η διαδικασία για τη λειτουργία λιγνιτωρυχείου στο
Περιστέρι. Αναφέρεται ότι την πρωτοβουλία έχει η οικογένεια Γιώργου
Ρομπάκη που πριν την Καταστροφή είχε στην ιδιοκτησία της το ορυχείο «Ζον
Γκουλντάκ» στη Μαύρη Θάλασσα.
Πάντως από έγγραφο της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας του 1934 φαίνεται ότι οι Αντώνιος Ραγκούσης και Γεώργιος Σιώτης από το 1932 είχαν καταθέσει αίτηση μεταλλευτικών ερευνών στην περιοχή.
Πάντως από έγγραφο της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας του 1934 φαίνεται ότι οι Αντώνιος Ραγκούσης και Γεώργιος Σιώτης από το 1932 είχαν καταθέσει αίτηση μεταλλευτικών ερευνών στην περιοχή.
Στις 5 Νοεμβρίου 1933 ανακοινώνεται η ίδρυση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Λιγνιτωρυχεία Αττικής Α.Ε.»
Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τους Χρήστο Περσάκη, πρόεδρο,
Αντώνιο Ρομπάκη, Δημήτριο Πανόπουλο, Σπυρίδωνα Πανόπουλο, Ιωάννη
Πρεζάνη, Γεώργιο Σιώτη, Αντώνιο Ραγκούση και Πολύβιο Τσακαλώτο.
Διευθύνοντες σύβουλοι ορίζονται οι Αντώνιος Ρομπάκης και Πολύβιος
Τσακαλώτος.
Το 1934 με βασιλικά διατάγματα παραχωρείται η έκταση και απ τη
Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας δίνεται η άδεια εκμετάλλευσης. Το
1935-1936 αρχίζει η εξόρυξη λιγνίτη στο Περιστέρι.
Τα τμήματα που αποτελούν την επιχείρηση είναι, η Πομόνα, για την
άντληση των νερών από τις στοές, το Ηλεκτρολογείο, το Μηχανουργείο, το
Μαγειρείο, η Αποθήκη τροφίμων. Απασχολούνται 350-450 εργάτες που
εργάζονται σε βάθος 80 και 100 μέτρων. Εξάγουν 100-150 τόνους λιγνίτη
την ημέρα.
KATOXH
Τη περίοδο της Κατοχής 1941-44 το λιγνιτωρυχείο περνά σε ιταλικά χέρια και μετονομάζεται σε Agenta Carboni Italiani.
Οι έλληνες ιδιοκτήτες πωλούν τις μετοχές τους σε ιταλούς. Το
ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι θολό, αναφέρει ο Μιχάλης Σταφυλάς καθώς οι
παλιοί μέτοχοι εξακολουθούν να παίρνουν κάποιο μέρισμα. Πάντως η
εταιρία «Λιγνιτωρυχεία Αττικής» εξακολουθεί να λειτουργεί καθ όλη τη
διάρκεια της Κατοχής και να δημοσιεύει ισολογισμούς. Τρεις μάλιστα από
τους μετόχους επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες
ιδρύοντας το 1942 (!) την εταιρία «Χημικά Προϊόντα ΑΕ».
Διευθυντής στα λιγνιτωρυχεία είναι ο ιταλός μηχανικός Μπρούνο
Μπαριλάρι και τεχνικός διευθυντής ο μεταλλειολόγος Γιάννης Σολωμός. Το
απασχολούμενο προσωπικό ανεβαίνει στους 700 και αντίστοιχα η παραγωγή
στους 200 με 250 τόνους την ημέρα.
Απ την άλλη οι εργαζόμενοι στο λιγνιτωρυχείο παίρνουν καλό συσσίτιο
κι αυτό είναι το πιο πολύτιμο την περίοδο της μεγάλης πείνας.
Την περίοδο της Κατοχής σημειώθηκε μια δυναμική απεργία με αιτήματα
τη βελτίωση του συσσιτίου, την αύξηση των μισθών και ενοίκιο για τις
κατοικίες καθώς οι περισσότεροι εργάτες ήταν εξειδικευμένοι εργάτες από
τα νησιά των Κυκλάδων, Μήλο, Σέριφο… Η απεργία σημείωσε μεγάλη επιτυχία
κι η διοίκηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει.
Την περίοδο της Κατοχής το λιγνιτωρυχείο αποτελεί ένα από τα κέντρα
της Αντίστασης. Ανάμεσα στους εργαζόμενους στο λιγνιτωρυχείο,
πρωτεργάτες της Αντίστασης στο Περιστέρι είναι οι Θανάσης Γκουνενιώτης
και η Θεοδώρα Δαβέτα που εκτελέστηκαν από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς.
Την περίοδο της κατοχής δημιουργείται κι η σιδηροδρομική γραμμή που
συνδέει το λιγνιτωρυχείο με τον κύριο σιδηροδρομικό άξονα της χώρας
στους Αγίους Αναργύρους.
Λίγο πριν την αποχώρηση των κατακτητών, το Αύγουστο του 1944, οι
έλληνες Πατσαλής, Βλαχούτσικος και Μόσχος αγοράζουν το ορυχείο από τους
Ιταλούς. Έτσι η επιχείρηση εμφανίζεται ως ελληνική κι όχι ως «εχθρική
περιουσία» η οποία θα έπρεπε να περάσει υπό τον έλεγχο του κράτους
σύμφωνα με το νόμο. Κάτω από αυτή την παράνομη και αμφισβητούμενη
ιδιοκτησία το
λιγνιτωρυχείο λειτουργεί για λίγο διάστημα ή για την ακρίβεια υπολειτουργεί. Απασχολούνται 60 με 140 εργάτες κι η παραγωγή είναι πολύ μικρή.
Στις 28 Ιουλίου 1945 οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων της Αττικής,
ανάμεσά τους και του Περιστερίου, συντονίζονται και με υπόμνημά τους
προς την κυβέρνηση ζητούν την άμεση επαναλειτουργία των ορυχείων.
Το Δεκέμβρη 1945, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αναλαμβάνει το ίδιο
την εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου το οποίο μπαίνει τελικά υπό
μεσεγγύηση σύμφωνα με το νόμο «για τους αγοράσαντας από τους
κατακτητάς». Η διαχείριση, σύμφωνα με το «Ριζοσπάστη», ανατίθεται όχι σε
επιτροπή αλλά στον παλιό δοσίλογο εργοδότη Πατσαλή. Ο Πατσαλής
κατηγορείται ότι προπώλησε κάρβουνο εισπράττοντας ένα εκατομμύριο
δραχμές κι αντί να πληρώσει τους εργάτες εξαφανίστηκε. Με τη νέα
διεύθυνση υπολογίζεται ότι η παραγωγή από 25 τόνους την ημέρα θα ανέβει
στους 100.
Ακολουθεί μια μακρά περίοδος αγώνων και απεργιακών κινητοποιήσεων με
βασικό αίτημα την καταβολή των δεδουλευμένων. Μια απεργία εκδηλώνεται
στις 26 Δεκεμβρίου και κρατάει μέρες. Στις 21 Απριλίου 1948 οι εργάτες
του λιγνιτωρυχείου κατεβαίνουν πάλι σε απεργία γιατί τους χρωστάνε 25
ημερομίσθια. Καταγγέλλουν επίσης ότι οι στοές απειλούνται να
κατακλυστούν από νερά με συνέπεια να καταστραφεί το λιγνιτωρυχείο.
Νέες απεργίες εκδηλώνονται στις 13 Μαΐου 1949, 6 Οκτωβρίου 1949, 24 Νοεμβρίου 1949, 10 Δεκεμβρίου 1949.
Στις 17 Ιουλίου 1950 ο ελληνικό δημόσιο κινεί διαδικασία προκειμένου
να περάσει κάτω από τη δική του ιδιοκτησία το λιγνιτωρυχείο ως «εχθρική
περιουσία». Το Νοέμβριο του 1950 καλούνται από το Ελληνικό Δημόσιο οι
κάτοχοι μετοχών ή άλλων τίτλων κυριότητας της επιχείρησης να καταθέσουν
τα δικαιολογητικά στην Τράπεζα της Ελλάδας.
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Το 1951 γίνεται δημοπράτηση του έργου κι η επιχείρηση των λιγνιτωρυχείων μισθώνεται στην εταιρία του Φραγκίσκου Πρεζάνη.
Όπως θα αποκαλύψει το 1956 ο υπουργός βιομηχανίας Π. Παπαληγούρας η
επιχείρηση παραχωρείται στον Πρεζάνη χωρίς να του τεθεί κανένας όρος.
Στο λιγνιτωρυχείο απασχολούνται 200 τώρα εργάτες και εξάγονται 25-30.000
τόνοι το χρόνο.
Το 1952 η επιχείρηση ανοίγει νέο φρέαρ σε απόσταση μόλις 20-30 μέτρων από τα σπίτια της περιοχής της Ανθούπολης. Ισχυρίζεται ψευδώς ότι το φρέαρ προορίζεται για την εγκατάσταση μηχανημάτων εξαερισμού. Με τη κάλυψη του υπουργείου Βιομηχανίας και κατά παράβαση του Μεταλλευτικού Κώδικα προχωράει στην εξαγωγή λιγνίτη και από αυτό το σημείο.
Από το Σεπτέμβριο του 1953 σπίτια στην Ανθούπολη αρχίζουν να
παρουσιάζουν ρωγμές εξ αιτίας της διάνοιξης νέων στοών σε πολύ μικρό
βάθος. Κάθε βράδυ οι κάτοικοι τινάζονται από τα κρεβάτια τους από τις
εκρήξεις του δυναμίτη. Τα διαβήματα του δημάρχου Σ. Γολεμάτη δεν
βρίσκουν ανταπόκριση.
Στις 30 Οκτωβρίου καταρρέει η στοά Νο 5 με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο
λιγνιτωρύχος Ιωάννης Τάντουλας και να τραυματιστούν οι Στ. Ασονίδης, Κ.
Φουστέρης και Α. Προκάκης.
Η επιχείρηση των λιγνιτωρυχείων συνεχίζει ανενόχλητη τις εργασίες
διάνοιξης νέων στοών κάτω από την οικιστική περιοχή της Ανθούπολης
δημιουργώντας μεγάλα μεγαλύτερα προβλήματα στα σπίτια των φτωχών
οικογενειών. Ήδη εκεί κατοικούν 12.000 άνθρωποι.
Στις 30 Ιουλίου 1954 γίνεται μια δίκη στην οποία είναι κατηγορούμενες
4 εργάτριες από την Ανθούπολη και δυο αστυφύλακες. Πρόκειται για τις
Μαρία Καρατζαφέρη, Γεωργία Άταρ, Φωτεινή Κοτσόβου και Σοφία Θεοδωράκη.
Οι γυναίκες κατηγορούνται ότι στις 26 Σεπτεμβρίου 1953 (τότε που έχουμε
τις πρώτες ρωγμές στα σπίτια) εξύβρισαν τον απεσταλμένο του υπουργού
Βιομηχανίας, ανώτερο υπάλληλο Αρ. Τσάκωνα που πήγε στην Ανθούπολη για να
εξετάσει τις καταγγελίες των κατοίκων. Οι αστυφύλακες κατηγορούνται
γιατί δεν τις εμπόδισαν. Κι ενώ οι γυναίκες καταδικάζονται σε 15 μέρες
φυλάκιση, οι αστυφύλακες σε 5 μήνες!
Στις 3 Ιουνίου 1955 το Εφετείο της Αθήνας εκδίδει μια προκλητική
απόφαση. Υποστηρίζει ότι ο οποιοσδήποτε μεταλλειοκτήτης μπορεί να
προκαλέσει ζημιές σε σπίτια που βρίσκονται στην επιφάνεια αλλά έχει
την υποχρέωση να τα αποζημιώσει. Όχι όμως για την Ανθούπολη γιατί τα
σπίτια είναι χτισμένα εκτός σχεδίου πόλεως και χωρίς άδεια.
Στις 21 Νοεμβρίου 1955 εκδηλώνεται η πρώτη μαζική αντίδραση των
κατοίκων της Ανθούπολης με μια μεγάλη διαδήλωση που διαλύεται από την χωροφυλακή.
Από την επίθεση των κατοίκων της Χαλκιδικής στις εγκαταστάσεις της Ελ Ντοραντο Γκολντ στις Σκουριές |
Αιτία αυτής της κινητοποίησης ήταν η εμφάνιση
γεωτρύπανων της εταιρίας Πρεζάνη στο κέντρο της πλατείας της Ανθούπολης
προκειμένου να ανοίξει νέα πρόσβαση στις στοές που συνεχίζουν να
εξαπλώνονται. Οι κάτοικοι ζητούν την παρέμβαση του πρωθυπουργού και
βάζουν για πρώτη φορά ζήτημα κλεισίματος των λιγνιτωρυχείων. Αλλά όλοι
αδιαφορούν.
Μήνα με το μήνα η κατάσταση χειροτερεύει. Τέσσερα σπίτια υφίστανται
καθίζηση κι οι ένοικοί τους αναγκάζονται να μένουν στην ύπαιθρο. Πολλά
άλλα σπίτια σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα παρουσιάζουν ρωγμές και
απειλούνται με κατάρρευση.
Τον Απρίλιο του 1956 το έδαφος κάτω από τα σπίτια των Λ. Θεοδωράκη
και Κυρ. Σίβιλα παθαίνει καθίζηση, τα σπίτια πλέον είναι ετοιμόρροπα και
εγκαταλείπονται.
Ο Δήμος Περιστερίου επισημαίνει τις άμεσες ευθύνες του υπουργείου βιομηχανίας στην ασυδοσία της διεύθυνσης των λιγνιτωρυχείων. Οι στοές ανοίγονται σε βάθος μόλις 15 ακόμη και 12 μέτρων αντί των 50 τουλάχιστον, που ορίζουν οι κανονισμοί, για να μην υπάρχει κίνδυνος για τα σπίτια.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο στις 14 Μαΐου 1956. Δυο ακόμα
σπίτια υφίστανται καθίζηση. Οι κάτοικοι της Ανθούπολης είναι ανάστατοι
κι αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες. Στις 10 το βράδυ η
καμπάνες της Αγίας Μαρίνας χτυπούν και καλούν τον κόσμο σε γενική
κινητοποίηση. Συγκεντρώνονται περίπου 5 χιλιάδες. Οι αγανακτισμένοι
κάτοικοι της Ανθούπολης κατευθύνονται στις εγκαταστάσεις των
λιγνιτωρυχείων όπου βρίσκεται ο πύργος με τους ανελκυστήρες. Εκείνη
την ώρα σχολάει η βάρδια και δεν υπάρχουν άλλοι εργάτες στις στοές. Η
μόνιμη φρουρά των χωροφυλάκων δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει.
Με πανιά ποτισμένα με πετρέλαιο πυρπολούν τις ξύλινες
εγκαταστάσεις ενώ ανατινάζουν με δυναμίτη τα τσιμεντένια χτίσματα. Είναι
στιγμές που φωτιά υψώνεται στα 100-150 μέτρα και είναι ορατή χιλιόμετρα
μακριά. Σε πολλές γειτονιές της Αθήνας αρχίζουν να χτυπούν κι εκεί οι
καμπάνες.
Οι ενισχύσεις των χωροφυλάκων που φτάνουν εσπευσμένα από τους Άγιους
Αναργύρους , τη Νέα Ιωνία, τα Νέα Λιόσια και τη Νέα Φιλαδέλφεια
αποκρούονται με πέτρες. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται. Επί τόπου φτάνουν ο
διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών Γεωργίου κι ο διοικητής της Γενικής
Ασφάλειας Ρακιντζής με νέες ενισχύσεις: 300 χωροφύλακες από το Σύνταγμα Μακρυγιάννη με πολεμική εξάρτηση,
κράνη και βραχύκαννα όπλα και 680 αστυφύλακες, ασφαλίτες και άλλους. Οι
αστυνομικοί φτάνουν με όποιο μέσο μπορούν αυτοκίνητα, ΙΧ, φορτηγά ακόμα
και λεωφορεία της γραμμής.
‘Ίλη τεθωρακισμένων της αστυνομίας αναλαμβάνει τη φύλαξη των γραφείων
της εταιρίας στα οποία φυλάσσονται μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών υλών
καθώς υπήρχαν πληροφορίες ότι οι εξεγερμένοι κατευθύνονταν προς τα
εκεί..
Ενώ οι συμπλοκές συνεχίζονται οι χωροφύλακες αρχίζουν να
πυροβολούν στον αέρα για να απομακρύνουν τον κόσμο. Ρίχνονται πάνω από
500 σφαίρες αλλά οι εξεγερμένοι δεν πτοούνται. Από τις
συμπλοκές με την αστυνομία τραυματίζονται και μεταφέρονται στο Σταθμό Α
Βοηθειών οι Κ. Τσίτος 30 χρόνων, Ν. Καραβανάς 16 χρόνων και Ευσταθία
Μαναρακοπούλου 20 χρόνων.
Η φωτιά στις εγκαταστάσεις συνεχίζεται. Οι Ανθοπουλιώτες
καταφέρνουν να εξουδετερώσουν τις πυροσβεστικές αντλίες που προσπαθούν
να πλησιάσουν ενώ καταστρέφουν ολοσχερώς την πρώτη από αυτές. Τελικά η
κατάσβεση της φωτιάς ξεκίνησε στις 3 το πρωί και ολοκληρώθηκα περίπου 5
το πρωί αφού κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις επίγειες εγκαταστάσεις των
λιγνιτωρυχείων.
Η χωροφυλακή συλλαμβάνει πάνω από 40 περίπου άτομα σαν πρωταίτιους
της εξέγερσης. Τελικά κρατούνται οι Δημ. Καραγιάννης, Παν. Κασουρίδης,
Νικ. Βασιλείου, Π. Πουρναράς, Αχιλ. Δημητρακόπουλος, Η. Κατσιβέλης, Νικ.
Ελευθερίου, Αιμίλιος Σταματιάδης, Παν. Καρέλας, Γαρυφαλιά Κορωναίου,
Σωτηρία Κορωναίου, Ιωάννης Κορωναίος, Νικ. Κλάδης, Χαρ. Τσικνιαδόπουλος,
Λ. Παπαδάκης, Βας. Θεοδωρόπουλος και Ζωή Θώδου.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν είναι πολύ βαριές: εμπρησμός εκ προθέσεως, διέγερσις του λαού εις στάσιν, ελαφραί σωματικαί βλάβαι. Από αυτούς προφυλακίζονται οι Α. Σταματιάδης, Ι. Κορωναίος, Παν. Κασουρίδης, Ν. Ελευθερίου, Ν. Βασιλείου και Ν. Κλάδης.
Δημιουργείται επιτροπή από κρατικούς υπαλλήλους και
αξιωματικούς της Χωροφυλακής για να μελετήσει το θέμα της συνέχισης της
λειτουργίας των λιγνιτωρυχείων ενώ η Ομοσπονδία Μεταλλευτών ζητά
συμμετοχή στην επιτροπή και την εξασφάλιση των εργαζομένων και
διασφάλιση της ζωής των κατοίκων της Ανθούπολης. Στις 5 Ιουνίου το
Εργατικό Κέντρο Αθήνας ζητά να επισπευσθεί η επαναλειτουργία του
λιγνιτωρυχείου καθώς μένουν άνεργοι 250 εργάτες. Το ίδιο επαναλαμβάνει
στις 28 Οκτωβρίου 1956 και η Ομοσπονδία Μεταλλευτών.
Στις 16 Μαΐου ο δήμαρχος Περιστερίου Αριστείδης Σελίμης
μαζί με το νομικό σύμβουλο του Δήμου Ευάγγελο Γιαννόπουλο και τον
Προϊστάμενο των Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Γαβριηλίδη παραχωρούν συνέντευξη
τύπου στο Δημαρχείο όπου δηλώνουν ότι αν συνεχιστεί η λειτουργία του
λιγνιτωρυχείου, ακόμα κι αν ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ολόκληρος ο
συνοικισμός της Ανθούπολης κινδυνεύει να καταρρεύσει. Χαρακτηριστικά
αναφέρουν ότι την προηγούμενη μέρα στην οδό Παπαμάρκου σημειώθηκε ρωγμή
στο κατάστρωμα του δρόμου πλάτους 15 εκ. και μήκους 20 μέτρων.
Στις 19 Μαΐου 1956, 14 κάτοικοι της Ανθούπολης που τα σπίτια τους
υπέστησαν ζημιές καταθέτουν μήνυση κατά της εταιρίας του Πρεζάνη.
Στις 21 Νοεμβρίου 1956 πρόκειται να ξεκινήσει η δίκη των κατοίκων της Ανθούπολης που κατηγορούνται για τον εμπρησμό. Στα δικαστήρια, που έχουν κατακλυστεί από Περιστεριώτες και ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, επικρατεί μεγάλη ένταση. Η δίκη αναβάλλεται.
Στις 28 Νοεμβρίου 1956 διεξάγεται συζήτηση στη Βουλή ύστερα από
επερώτηση του βουλευτή της ΕΡΕ Δ. Βρανόπουλου. Ο Βρανόπουλος ζητά την
τιμωρία των υπευθύνων για την αντικανονική λειτουργία των
λιγνιτωρυχείων. Ο υπουργός βιομηχανίας Π. Παπαληγούρας ρίχνει την ευθύνη
στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις.
Στις 11 Ιανουαρίου 1957 επαναλαμβάνεται η δίκη 18 κατοίκων της
Ανθούπολης που κατηγορούνται για την πυρπόληση των λιγνιτωρυχείων. Οι
βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, δυο χωροφύλακες της φρουράς των
λιγνιτωρυχείων και ο φύλακας της επιχείρησης Ξυγκάκης απουσιάζουν. Ο
Ξυγκάκης βρίσκεται στη φυλακή για κλοπές. Η δίκη αναβάλλεται.
Στις 30 Ιανουαρίου 1957 ξεκινά η
δίκη των υπευθύνων των λιγνιτωρυχείων. Κατηγορούμενοι ο Φρ. Πρεξάνης,
εκπρόσωπος της εταιρίας «Αττική» και ο Ιω. Φινές, μηχανικός των
λιγνιτωρυχείων. Στην απολογία του ο Πρεζάνης ισχυρίζεται ότι δεν είναι
παράνομος αυτός (παρ ότι δεν συμμορφώθηκε με τις εντολές της
μεταλλευτικής υπηρεσίας) αλλά οι κάτοικοι της Ανθούπολης που έχτισαν
αυθαίρετα. Τρεις μέρες αργότερα εκδίδεται η απόφαση. Ο Πρεζάνης
καταδικάζεται σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών κι ο Φινές τριών. Οι
κατηγορούμενοι εξαγοράζουντις ποινές τους με 200 μεταλλικές
δραχμές την ημέρα και γυρίζουν ήσυχοι σπίτι τους.
Σύσσωμη η κοινωνία της Χαλκιδικής αγωνίζεται ενάντια στους χρυσοθήρες και την Κρατική καταστολη |
τις ποινές τους με 200 μεταλλικές
δραχμές την ημέρα και γυρίζουν ήσυχοι σπίτι τους. Στους κατοίκους, που
υπέστησαν ζημιές τα σπίτια τους, αποφασίζεται να καταβληθεί το ποσό των
500 δραχμών στον καθένα για ψυχική οδύνη! Για την αποκατάσταση των
ζημιών ούτε λόγος.
Στις 7 Μαρτίου επαναλαμβάνεται η δίκη των κατηγορουμένων της
εξέγερσης και δυο μέρες αργότερα βγαίνει η απόφαση. Το δικαστήριο τους
αθωώνει όλους από την κατηγορία της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, δηλαδή την
καταστροφή των λιγνιτωρυχείων και του πυροσβεστικού οχήματος (η
κατηγορία για διέγερσι του λαού εις στάσιν έχει
εξαφανιστεί) και καταδικάζει μόνο έξι από αυτούς σε πέντε μήνες φυλακή
για αντίσταση κατά της αρχής απλής μορφής. Οι καταδικασθέντες Ι.
Κορωναίος, Ν. Κλάδης, Αιμίλιος Σταματιάδης, Νικ. Βασιλείου, Χρ.
Τσικνιαδόπουλος και Νικ. Ελευθερίου, ασκούν έφεση και αφήνονται
ελεύθεροι.
Το λιγνιτωρυχείο δεν ξαναλειτούργησε.
Το άρθρο του Νίκου Θεοδοσίου το πήραμε απο: metrocity.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου