Η πυκνή ειδησεογραφία των ημερών
γύρω από την αντιμεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και το επακόλουθο
κυνήγι κεφαλών έκρυψε ένα σημαντικό πολιτικό και νομικό μάθημα για το
χρέος, που έρχεται από την Αργεντινή μέσω Νέας Υόρκης.
Ηταν γνωστό ότι εκκρεμεί προσφυγή της Αργεντινής ενώπιον του
Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εναντίον ενός από τα κερδοσκοπικά «όρνεα»
(vulture funds) που δεν είχαν αποδεχθεί τη μονομερή αναδιάρθρωση χρέους
του 2002. Αυτό που εξέπληξε τους περισσότερους παρατηρητές ήταν ότι η
Γαλλία, ως άτυπος εκπρόσωπος της «Λέσχης των Παρισίων», του οργανισμού
των διεθνών πιστωτών, άσκησε παρέμβαση (amicus curiae) υπέρ της
Αργεντινής Δημοκρατίας, αποδεχόμενη τις απόψεις της.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, το οποίο σε προηγούμενες πράξεις του δράματος αποδοκίμαζε τη
μονομερή διαγραφή τού χρέους ως τυχοδιωκτική, είχε επίσης αποφασίσει την
κατάθεση όμοιας παρέμβασης, για να υπαναχωρήσει μόλις την τελευταία
στιγμή, έπειτα από συνεννοήσεις με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.
Πώς εξηγείται η αιφνίδια αυτή αλλαγή ρόλων και ποιο είναι το πολιτικό
και νομικό μάθημα που η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει από την ιστορία αυτή;
Ας δούμε πρώτα πρώτα τα γεγονότα. Υστερα από την απέλπιδα,
σισύφεια προσπάθεια να ικανοποιήσει τους όρους των δανειστών και την
πλήρη αποτυχία των δικών της μνημονίων, η Αργεντινή με το Διάταγμα
256/2002 της 6ης Φεβρουαρίου του 2002 ανέστειλε μονομερώς την πληρωμή
του εξωτερικού της χρέους, με σκοπό την αναδιάρθρωσή του. Ουσιαστικά η
χώρα πρότεινε στους δανειστές της να δεχθούν νέα ομόλογα στη θέση των
παλαιών, μεταξύ του 25% και του 33% της αξίας των τελευταίων. Το 93% των
πιστωτών αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή, προκειμένου να μη χάσουν όλα τα
χρήματά τους.
Ορισμένα όμως κερδοσκοπικά «όρνεα» αγόρασαν στη δευτερογενή
αγορά σε εξευτελιστικές τιμές τα αρχικά ομόλογα και επεδίωξαν δικαστικά
την πλήρη αποπληρωμή τους στο 100% της αξίας τους. Ενα από αυτά, το
Elliot Fund, κατέθεσε σχετική αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων της Νέας
Υόρκης, δεδομένου ότι τα ομόλογα που είχε στην κατοχή του προέβλεπαν
εφαρμογή του Δικαίου και δικαιοδοσία των δικαστηρίων της πολιτείας
αυτής. Το Ταμείο κέρδισε τη δικαστική μάχη και στον πρώτο και στο
δεύτερο βαθμό (ενώπιον του Second Circuit), μολονότι το αμερικανικό
Δημόσιο είχε ασκήσει παρέμβαση υπέρ των θέσεων της Αργεντινής. Οι
Αμερικανοί δικαστές ερμήνευσαν τη ρήτρα περί ίσης ικανοποίησης (pari
passu) των ομολόγων θεωρώντας ότι η Αργεντινή δεν μπορούσε να πληρώσει
τους κατόχους των «νέων» ομολόγων χωρίς να πληρώσει και τα «παλαιά».
Ο λόγος για τον οποίο η Αργεντινή βρήκε κράτη σαν τη Γαλλία και
την Αμερική και παραλίγο και το ΔΝΤ ως συμμάχους της είναι απλός:
οποιαδήποτε αμφισβήτηση της αναδιάρθρωσης του χρέους δεν κινδυνεύει μόνο
να αποσταθεροποιήσει την οικονομία της Αργεντινής και των άλλων
νοτιοαμερικανικών χωρών, αλλά και να θέσει δυνάμει σε αμφισβήτηση και
όσες μελλοντικές αναδιαρθρώσεις χρέους καταστούν αναπόφευκτες.
Οι οπαδοί της εθελοδουλείας είχαν δει στις αποφάσεις των
αμερικανικών δικαστηρίων τη δικαίωση των απόψεών τους, ότι δηλαδή τα
κράτη είναι αδύναμα ενώπιον των αγορών και των «ορνέων» τους. Αλλα όμως
είναι τα διδάγματα από την ιστορία αυτή:
- Κατ' αρχάς, το αυτονόητο: όταν μια χώρα αποδέχεται να
διέπονται τα ομόλογά της από άλλο Δίκαιο, υπό την κρίση αλλοδαπού
δικαστηρίου (όπως συμφώνησαν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ με το διαβότητο PSI),
απαλλοτριώνει ένα μεγάλο μέρος του νομικού της οπλοστασίου και
καθίσταται, αντικειμενικά, πιο ευάλωτη.
- Ακόμη και έτσι, όμως, τα κράτη δεν εξομοιώνονται με τους
ιδιώτες πιστωτές, εφ' όσον παραμένουν πάντα φορείς πρωτογενούς
κυριαρχίας. Το εάν και το πώς θα εφαρμοστούν αποφάσεις ξένων δικαστηρίων
στο έδαφός τους θα κριθεί τελικά με βάση το εθνικό τους συμφέρον και
από τα δικά τους δικαστήρια.
- Το σημαντικότερο: όποια και να είναι η έκβαση οποιασδήποτε
εκκρεμούς δίκης, το θέμα του δημόσιου χρέους δεν είναι κυρίως νομικό,
είναι πρώτιστα πολιτικό. Οταν μια χώρα, όπως συνέβη στις περιπτώσεις της
Αργεντινής, του Ισημερινού ή της Ρωσίας, συμβατικά ή -στην ανάγκη-
μονομερώς αναδιαρθρώσει το χρέος που είναι αδύνατο να εξυπηρετήσει, η
διεθνής κοινότητα αργά ή γρήγορα αποδέχεται το σχετικό πολιτικό γεγονός,
εν όψει της ανάγκης σταθεροποίησης των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Δεν
είναι, συνεπώς, μόνο το διεθνές δίκαιο που επιτρέπει στα κράτη να
δώσουν προβάδισμα στις ανάγκες των πολιτών τους έναντι των υποχρεώσεων
απέναντι στους δανειστές, όταν είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν και οι
δύο. Και η πολιτική αναγκαιότητα καταλήγει στο τέλος να είναι σύμμαχός
τους.
Αρκεί η πολιτική τους τάξη να ενεργεί με βάση τα συμφέροντα των
λαών και όχι των δανειστών τους. Χρειάζεται να πούμε ότι η παρούσα
κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το κριτήριο;
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου