Του Alain Gresh* (μεταφέρει το Καπυμπάρα από την ελληνική έκδοση της “Le Monde diplomatique”, που κυκλοφορεί με την Αυγή της Κυριακής)
Πραξικόπημα; Λαϊκός ξεσηκωμός; Νέα φάση
της επανάστασης; Πώς να χαρακτηρίσει κανείς το μαζικό κίνημα κατά του
Μοχάμεντ Μόρσι και, στη συνέχεια, την αποπομπή του πρώτου μη
στρατιωτικού και δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Αιγύπτου; Μολονότι
οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι φέρουν βαριά ευθύνη για την αποτυχία τους, η
σκιά των στρατιωτικών και του παλαιού καθεστώτος διαγράφεται πίσω από
τους διαδηλωτές.
____________________________________________________________________________________________________________________________
Είναι
φυσικό να νιώθει κανείς έκπληξη όταν στρατιωτική πηγή πιστοποιεί ότι 14
εκατομμύρια Αιγύπτιοι (αριθμός που, σε ορισμένες εκδοχές, έφτανε μέχρι
τα 33 εκατομμύρια) κατέβηκαν στους δρόμους στις 30 Ιουνίου 2013 κι όταν,
επιπλέον, ο ίδιος ο στρατός δίνει στα μέσα ενημέρωσης πλάνα από
στρατιωτικά αεροσκάφη για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του. Είναι
φυσικό να αναρωτιέται κανείς όταν αξιωματούχοι του υπουργείου Εσωτερικών
χαιρετίζουν τις πιο μεγάλες διαδηλώσεις στην ιστορία της Αιγύπτου.
Είναι εξίσου φυσικό να είναι κανείς επιφυλακτικός με τις 15, πόσω μάλλον
με τις 22, εκατομμύρια υπογραφές που μάζεψε το κίνημα Ταμαρόντ
(“Εξέγερση”), ζητώντας την παραίτηση του προέδρου Μόρσι, όπως επίσης
φυσικό είναι και να χαμογελά κανείς όταν μια “Αιγύπτια φιλόσοφος” διαβεβαιώνει ότι οι υπογραφές “καταμετρήθηκαν ξανά από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο“.
Δεν έχει σημασία. Πέρα από τις υπερβολές
αυτές, η χώρα γνώρισε, στις 30 Ιουνίου, τις πιο ογκώδεις κινητοποιήσεις
μετά από την περίοδο του Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2011. Μαζικά, οι
Αιγύπτιοι θέλησαν να υπενθυμίσουν τις απαιτήσεις τους για αξιοπρέπεια,
ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη. Θέλησαν να δηλώσουν ότι απορρίπτουν την
πολιτική του Μόρσι και της οργάνωσης που εκπροσωπεί, των Αδελφών
Μουσουλμάνων.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που ιδρύθηκε
το 1928, πέρασε έναν πολυτάραχο 20ό αιώνα. Η ιστορία της έχει σημαδευτεί
από την καταστολή, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια. Ωστόσο, κάθε φορά
που δινόταν η ευκαιρία, η οργάνωση κατέγραφε σημαντικές εκλογικές
επιτυχίες, είτε σε βουλευτικές εκλογές είτε σε αρχαιρεσίες
επαγγελματικών κλάδων (μηχανικών, γιατρών, δικηγόρων κ.ά.). Για
δεκαετίες, το σύνθημά της “Το Ισλάμ είναι η λύση”, το δίκτυο αλληλεγγύης
της και η αυταπάρνηση των στελεχών της είχε προσδώσει στην οργάνωση
αξιοσημείωτη αύρα. Και της είχε διασφαλίσει την πλειοψηφία στις πρώτες
ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (τέλη 2011-αρχές 2012), οι οποίες
σφραγίστηκαν από την άνευ προηγουμένου συμμετοχή 30 εκατομμυρίων
Αιγυπτίων. Πέρα από τον σκληρό πυρήνα των συμπαθούντων, πολλοί ψηφοφόροι
θέλησαν να δώσουν μια ευκαιρία στην οργάνωση που ίδρυσε ο Χάσαν
Αλ-Μπάνα
“Τα έχουμε δοκιμάσει όλα. Δοκιμάσαμε
τον βασιλιά, δεν περπάτησε. Μετά, δοκιμάσαμε τον σοσιαλισμό με τον Νάσερ
και, ακόμη και στο φόρτε του σοσιαλισμού, υπήρχαν οι πασάδες του
στρατού και των μυστικών υπηρεσιών. Μετά, δοκιμάσαμε το κέντρο, έπειτα
τον καπιταλισμό. (…) Και αυτό δεν περπάτησε. Θα μπορούσαμε να
δοκιμάσουμε και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, τώρα, να δούμε αν θα
περπατήσουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε“. Σε μια
χειμαρρώδη αφήγηση των περιπετειών του στα μποτιλιαρίσματα του
προεπαναστατικού Καΐρου, ο συγγραφέας Χάλεντ Αλ-Χαμίσι μετέφερε το
παραπάνω σχόλιο ενός ταξιτζή. Την άνοιξη του 2013, ο ίδιος λάτρης των
εκμυστηρεύσεων των ταξιτζήδων άκουσε άλλο καμπανάκι: “Ούτε και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι περπατάνε“.
Ό,τι δεν κατάφερε η καταστολή, το πέτυχαν δυόμισι χρόνια δημόσιας ζωής
και ενός δημόσιου διαλόγου πλουραλιστικού, πιο ανοικτού και συχνά
μαχητικού: όταν εκτέθηκαν στο φως και τη συζήτηση, η επιρροή των Αδελφών
Μουσουλμάνων υποχώρησε με αδυσώπητη ακρίβεια.
Εδώ και αρκετούς μήνες, οι κάλπες
επιβεβαίωναν την υποχώρηση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στον πρώτο γύρο των
προεδρικών εκλογών, τον Μάιο του 2012, ο Μόρσι δεν έλαβε παρά το 25%
των ψήφων. Απέσπασε την πλειοψηφία στον δεύτερο γύρο χάρη σε όσους
απέρριπταν τον αντίπαλό του, τον στρατηγό Άχμεντ Σαφίκ, δηλωμένο
υποψήφιο του παλαιού καθεστώτος. Μια σχετική περίοδος χάριτος ορισμένων
μηνών επέτρεψε στον πρόεδρο να απαλλαγεί βελούδινα, τον Αύγουστο του
2012, από το Ανώτατο Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), το οποίο ήταν
υπεύθυνο για την καταστροφική μετάβαση μετά την πτώση του Χόσνι
Μουμπάρακ και για πρακτικές άγριας καταστολής, όπως τον Οκτώβριο του
2011, εναντίον μιας ειρηνικής διαδήλωσης αλληλεγγύης στους Κόπτες
χριστιανούς. Σε δεύτερη φάση, ο Αιγύπτιος πρόεδρος και η οργάνωσή του
είδαν τη δημοτικότητά τους να καταποντίζεται και τα ποσοστά τους να
υποχωρούν στις φοιτητικές εκλογές, αλλά και στα συνδικάτα των
δημοσιογράφων και των φαρμακοποιών.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποτυχία
αυτή και δεν ανάγονται όλοι σε ευθύνες των Αδελφών Μουσουλμάνων. Κατά
βάση, η οργάνωση δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στα νέα, πλουραλιστικά
πολιτικά δεδομένα, να αποτινάξει την κουλτούρα της παρανομίας, να
μετασχηματιστεί σε πολιτικό κόμμα, να δημιουργήσει συμμαχίες. Ίδρυσε,
βέβαια, το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, αλλά το κόμμα παρέμεινε
πλήρως ελεγχόμενο από την ηγεσία τωn Αδελφών Μουσουλμάνων. Στέλεχος του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, εξιστορώντας την εμπειρία του από τις
διαπραγματεύσεις με το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, μας
εκμυστηρεύτηκε πώς, κάθε λίγο και λιγάκι, έπρεπε να διακόπτονται οι
διαβουλεύσεις για να μπορούν οι συνομιλητές του να συμβουλευτούν την
Αδελφότητα.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, έχοντας
ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990 μια διαδικασία εκσυγχρονισμού, η
οποία σφραγίστηκε κυρίως από την αποδοχή των εννοιών της δημοκρατίας και
της λαϊκής κυριαρχίας, βρέθηκαν, μετά την επιτυχία τους στις
βουλευτικές εκλογές του 2005, στο στόχαστρο της καταστολής και
ξανακλείστηκαν στον εαυτό τους. Στο συνέδριό τους, το 2009, η πιο
συντηρητική πτέρυγα, με επικεφαλής τον επιχειρηματία Χαϊράτ Αλ-Σάτερ,
εδραίωσε τη θέση της και έβαλε στο περιθώριο τα πιο ανοικτά στοιχεία,
όπως τον Άμπντελ Μονέιμ Αμπούλ Φουτούχ.
Οπωσδήποτε, δεν ήταν ο θρησκευτικός
προσηλυτισμός ούτε η βούλησή τους να εφαρμόσουν τη σαρία που ενόχλησαν
τους Αιγύπτιους. Ο απολογισμός τους στον τομέα αυτόν είναι μάλλον
πενιχρός, κάτι που τους προσάπτει, άλλωστε, το ισχυρό σαλαφιστικό κόμμα
Αλ-Νουρ. Στην πραγματικότητα, αυτό που εξέπληξε πολλούς ήταν η
ανεπάρκεια και η ανικανότητά τους να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις. Οι
Αδελφοί Μουσουλμάνοι, μια συντηρητική οργάνωση, σεβάστηκαν την
καθεστηκυία τάξη και δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τις συμμαχίες που θα
επέτρεπαν τον μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού -του στρατού, της
αστυνομίας ή της δικαστικής εξουσίας- ο οποίος παρέμεινε πιστός στο
παλαιό καθεστώς.
Απέναντι στο κοινωνικό κίνημα και τα συνδικάτα, η στάση των Αδελφών Μουσουλμάνων θύμισε τα χρόνια του Μουμπάρακ. “Στο
Κοινοβούλιο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι καταψήφισαν νομοσχέδιο για
εργασιακά θέματα που θα επέτρεπε το δικαίωμα ίδρυσης ανεξάρτητων
σωματείων μέσα από ελεύθερες εκλογές. Πρότειναν να ‘ρυθμίζονται’ οι
απεργίες και τάχθηκαν στο πλευρό των εργοδοτών κατά τη διάρκεια των
άγριων απεργιών που συνεχίστηκαν μετά την εκδίωξη του Μουμπάρακ. Στις
αρχές του καλοκαιριού, η Αίγυπτος μπήκε ξανά στη μαύρη λίστα της
Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για μη συμμόρφωση προς τις συμβάσεις που
έχει υπογράψει. (…) Η κυβέρνηση Μόρσι αγνόησε τις δικαστικές αποφάσεις
για επανέλεγχο αρκετών περιπτώσεων ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων
έναντι πολύ χαμηλού τιμήματος“, σημειώνει το αμερικανικό περιοδικό Merip.
Απομονωμένος, ο πρόεδρος Μόρσι
παγιδεύτηκε, τον Νοέμβριο του 2012, όταν προχώρησε σε συνταγματική
διακήρυξη, με την οποία συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες. Μην μπορώντας να
την εφαρμόσει, κινητοποίησε τις πολιτοφυλακές του και προσπάθησε να
τοποθετήσει δικούς του ανθρώπους, δίνοντας λαβή να τον κατηγορήσουν για
“κομματικοποίηση” του κράτους – κατηγορία που, ωστόσο, δεν ευσταθούσε,
καθώς οι κρατικοί θεσμοί δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Θα ήταν,
όμως, αφελές να θεωρήσει κανείς ότι η εξέγερση υπήρξε αποτέλεσμα μόνο
της απόρριψης αυτής.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι βρέθηκαν
αντιμέτωποι με μια εκστρατεία αποσταθεροποίησης ενορχηστρωμένη από το
παλαιό καθεστώς: διάλυση του εκλεγμένου Κοινοβουλίου, άρνηση της
αστυνομίας να επιβάλει τη δημόσια τάξη και να προστατεύσει τα γραφεία
τους, αθώωση των αξιωματούχων της εποχής Μουμπάρακ από τη Δικαιοσύνη.
Τον Μάιο του 2013, η οργάνωση “Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα” κατέτασσε την
αιγυπτιακή κυβέρνηση στη λίστα των “διωκτών” της ελευθερίας του Τύπου
(χαρακτηρισμό που δεν είχε ποτέ χρησιμοποιήσει για το καθεστώς
Μουμπάρακ). Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την ιστοσελίδα The Arabist (30
Ιουνίου), είχε τεθεί σε λειτουργία ένας “αδυσώπητος μηχανισμός
δαιμονοποίησης στα μέσα ενημέρωσης και απονομιμοποίησης της κυβέρνησης
Μόρσι, που έφτανε πολύ πέρα από τα λάθη για τα οποία ο ίδιος ο πρόεδρος
έχει την ευθύνη. Όποιος παρακολουθήσει CBC, ONTV, Al-Qahira, Wal-Nas και άλλα δορυφορικά κανάλια ή διαβάσει υστερικές εφημερίδες, όπως η Al-Destour, η Al-Watan ή η Al-Tahrir (και, τώρα τελευταία, και η Al-Masri Al-Youm), βομβαρδίζεται από μια διαρκή προπαγάνδα κατά του Μόρσι“.
Η αντιπολίτευση, ενωμένη στους κόλπους
του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, συμμετείχε στην εκστρατεία αυτή και δεν
δίστασε να συμμαχήσει με το παλαιό καθεστώς. Όπως διαπίστωνε ο
αρθρογράφος Εσάμ Αλ-Αμίν την προηγουμένη της 30ής Ιουνίου, “στην
ιδεολογική μάχη μεταξύ παλαιών συμμάχων επαναστατών, οι ‘φουλούλ’ (οι
‘πριν’, υπέρμαχοι του παλαιού καθεστώτος) κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν
και να γίνουν σημαντικοί παράγοντες δίπλα στις κοσμικές οργανώσεις που
αντιτίθενται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τους ισλαμιστές. Πρόσφατα,
ο Μοχάμεντ Ελ-Μπαραντέι δήλωσε έτοιμος να δεχτεί στο κόμμα του όλα τα
στελέχη του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του Μουμπάρακ, ενώ ο Χαμντίν
Σαμπάχι (που είχε έρθει τρίτος στις προεδρικές εκλογές και αναφέρεται
στον νασερισμό) διαβεβαίωνε ότι η μάχη κατά των ‘φουλούλ’ έμπαινε τώρα
σε δεύτερο πλάνο, καθώς ο κύριος αντίπαλος ήταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι
και οι ισλαμιστές σύμμαχοί τους“. Ο θαυμασμός του Σαμπάχι για τον
στρατό φαίνεται να τον οδήγησε σε αλλαγή πορείας, η οποία μοιάζει ακόμα
πιο παράξενη εάν ληφθεί υπόψη ότι, στις βουλευτικές εκλογές, το κόμμα
του είχε συμμαχήσει με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Πίσω
από την ειδυλλιακή εικόνα ανοργάνωτων νέων ανθρώπων που ανατρέπουν έναν
“ισλαμιστή δικτάτορα” διαγράφεται ένας πολύ λιγότερο φωτεινός πίνακας. Ο
Μαχμούντ Μπαντρ, ένας από τους ιδρυτές του κινήματος Ταμαρόντ, μπορεί
να υπερηφανεύεται -αφέλεια ή βλακεία;- ότι, στην πρώτη τους συνάντηση, ο
επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων υποχώρησε μπροστά στην επίπληξή του: “Σας
το λέω, είστε ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, αλλά ο αιγυπτιακός λαός
είναι ο επικεφαλής σας και σας διατάζει να ταχθείτε αμέσως στο πλευρό
του και ζητά πρόωρες εκλογές“. Επιδεικνύοντας μεγαλύτερο ρεαλισμό,
μία γυναίκα που συμμετείχε στο κίνημα εξηγεί ότι αποσύρθηκε όταν είδε
γύρω της πρόσωπα που γνώριζε “ότι ήταν ‘φουλούλ’” ή που “δικαιολογούσαν τις ενέργειες της Κρατικής Ασφάλειας“.
Χίλια και ένα στοιχεία αποδεικνύουν ότι
το κίνημα προετοιμαζόταν εδώ και καιρό από τον στρατό, με εγγυήσεις από
τη Σαουδική Αραβία, την κρατική ασφάλεια και τους “φουλούλ”. Ο
δισεκατομμυριούχος Ναγκίμπ Σαουίρις, συνδεδεμένος με το παλαιό καθεστώς,
αναγνώρισε ότι χρηματοδότησε τα στελέχη του κινήματος Ταμαρόντ, “χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν“,
ενώ η Ταχάνι Ελ-Τζεμπάλι, πρώην αντιπρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού
Δικαστηρίου, εξηγούσε πώς τα βοήθησε να καταστρώσουν μια στρατηγική που
θα υποχρέωνε τον στρατό να επέμβει. Η ίδια η Ελ-Τζεμπάλι, στήριγμα του
καθεστώτος Μουμπάρακ, δήλωνε ότι θα έπρεπε οι κάτοχοι πτυχίων να
διαθέτουν περισσότερες ψήφους στις εκλογές. Και, ως εκ θαύματος, μετά
την πτώση του Μόρσι, οι ελλείψεις σε διάφορα είδη, κυρίως στη βενζίνη,
σταμάτησαν, ενώ οι αστυνομικοί βγήκαν ξανά στους δρόμους.
Αμφιβάλλει κανείς βάσιμα, ωστόσο, ότι οι
αστυνομικοί θα προστατεύσουν τις γυναίκες: στις 3 Ιουλίου, ημέρα που
ανατράπηκε ο Μόρσι, γύρω στις εκατό σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμοί
έγιναν στην πλατεία Ταχρίρ. Άλλωστε, δεν ήταν ο στρατηγός Αμπντέλ Φάταχ
Αλ-Σίσι, ο νέος ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, που εξυμνούσε τα “τεστ
παρθενίας” που πραγματοποιούσε ο στρατός σε διαδηλώτριες, τον
Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2011;
Η ανατροπή του Μόρσι δεν διεύρυνε την
πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Αίγυπτο. Το αντίθετο: έξι κανάλια
απαγορεύτηκαν, δημοσιογράφοι συνελήφθησαν, τα ξένα μέσα ενημέρωσης
καταγγέλθηκαν στους ίδιους τόνους που τα κατήγγειλε ο επίσημος Τύπος επί
Μουμπάρακ. Η διατήρηση του υπουργείου Ενημέρωσης δεν προμηνύει τίποτε
καλό. Ενώ τα κρατικά μέσα ενημέρωσης αρνούνται να καλύψουν τις
διαδηλώσεις που οργανώνουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι -στις οποίες
συμμετέχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι-, η συντριπτική πλειονότητα
των δημοσιογράφων υποτάσσεται στον, εθνικιστικών τόνων, επίσημο λόγο.
Πρέπει, ωστόσο, να διαβάσει κανείς την εξαιρετική και θαρραλέα
τοποθέτηση του διάσημου κωμικού Μπάσεμ Γιούσεφ, ο οποίος, αν και
δηλωμένος εχθρός των Αδελφών Μουσουλμάνων, καταγγέλλει την απανθρωπιά
που εξαπλώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Χαρακτηριστική περίπτωση: η κάλυψη της
καταστολής της συγκέντρωσης που οργάνωσαν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, στις 8
Ιουλίου, μπροστά στην έδρα της δημοκρατικής φρουράς, όπου τουλάχιστον
50 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Όταν ρωτήθηκε για την υπερβολική χρήση βίας, ο
εκπρόσωπος του στρατού απάντησε, χωρίς να γελάσει (ή να κλάψει): “Ποια ‘υπερβολική χρήση βίας’; Θα ήταν υπερβολική εάν είχαμε σκοτώσει τριακόσια άτομα“. Η αγγλόφωνη ιστοσελίδα Mada Masr,
μία από τις ελάχιστες που δεν έχουν γλιστρήσει στην προπαγάνδα,
δημοσίευσε μαρτυρίες – κόλαφο για τον στρατό, ιδιαίτερα τα πλάνα
σκηνοθέτη που εργαζόταν για κανάλι της αντιπολίτευσης, τα οποία έδειχναν
στρατιώτες να πυροβολούν χωρίς κανέναν λόγο. Το βίντεο αυτό γρήγορα
αποσύρθηκε από την ιστοσελίδα, “αναμένοντας την επίσημη θέση του στρατού“. Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Al-Shorouk
και περιείχε μαρτυρίες αρκετών κατοίκων της συνοικίας, οι οποίοι
επιβεβαίωναν ότι ο στρατός πρώτος άνοιξε πυρ, εξαφανίστηκε και αυτό.
Όλες οι εξουσίες βρίσκονται πλέον στα
χέρια του Άντλι Μανσούρ, μέλους του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου
και προέδρου του για… σαρανταοκτώ ώρες. Ο άνθρωπος αυτός, του οποίου η
σταδιοδρομία είναι συνδεδεμένη με το παλαιό καθεστώς και τη Σαουδική
Αραβία, όπου εργάστηκε για πάνω από δέκα χρόνια, θέσπισε έναν “οδικό
χάρτη”, μια συνταγματική διακήρυξη που του δίνει όλες τις εκτελεστικές
και νομοθετικές αρμοδιότητες και προβλέπει εκλογές σε έξι μήνες.
Ορισμένα επίμαχα άρθρα του προηγούμενου Συντάγματος καταργήθηκαν: ο
συμβουλευτικός ρόλος του ισλαμικού Πανεπιστημίου Al-Azhar στην
επεξεργασία των νομοσχεδίων, ο περιορισμός του συνδικαλιστικού
πλουραλισμού κ.τλ. Ο στρατός, όμως, μένει εκτός κάθε πολιτικού ελέγχου.
Κατά παράδοξο τρόπο, στον θρησκευτικό τομέα, η νέα διατύπωση που
υιοθετήθηκε αποτελεί οπισθοχώρηση, καθώς “οι αρχές της σαρία” παραμένουν “κύρια πηγή της νομοθεσίας“,
αλλά, αυτή τη φορά, προσδιορίζεται ότι πρέπει να είναι σύμφωνες με τη
σουνιτική παράδοση. Η παράγραφος αυτή έφερε σε πολύ δύσκολη θέση το
Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, το οποίο την καταδίκασε, πριν, τελικά,
υπαναχωρήσει. Το κίνημα Ταμαρόντ, από την πλευρά του, έχει ξεκινήσει
εκστρατεία για να τεθούν εκτός νόμου οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και τα
σαλαφιστικά κόμματα – τα οποία αντιπροσωπεύουν, με τους πιο
συντηρητικούς υπολογισμούς, το ένα τρίτο του πληθυσμού !
Η νέα κυβέρνηση επιβεβαίωσε τον ρόλο –
κλειδί του στρατηγού Αλ-Σίσι, ο οποίος διορίστηκε αντιπρόεδρος της
κυβέρνησης, αλλά παραμένει και υπουργός Άμυνας. Στην κυβέρνηση
κυριαρχούν, στον οικονομικό τομέα, υπέρμαχοι του φιλελευθερισμού και
αρκετά πρόσωπα του παλαιού καθεστώτος. Η τοποθέτηση ενός επικεφαλής
ανεξάρτητου συνδικάτου στη θέση του υπουργού Εργασίας αποτελεί το
μοναδικό καλό νέο.
Για πολύ καιρό, η κοινή γνώμη αναρωτιόταν
εάν μια κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων θα ήταν “δρόμος χωρίς
επιστροφή”. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι εάν, μετά την ανατροπή
του εκλεγμένου προέδρου, η Αίγυπτος θα ξανακάνει ελεύθερες εκλογές.
Μολονότι ορισμένοι αξιωματούχοι, όπως ο Ελ-Μπαραντέι, δηλώνουν ότι είναι
απαραίτητο να συμμετέχουν και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην πολιτική
διαδικασία, παραμένουν βουβοί μπροστά στην καταστολή και τις διώξεις από
την κρατική ασφάλεια και τον στρατό, εκτός κάθε νομιμότητας, εναντίον
των μελών της Αδελφότητας, τα οποία χαρακτηρίζονται “τρομοκράτες” από τα μέσα ενημέρωσης.
Πώς να εξηγηθεί αλλιώς η έναρξη έρευνας
για την απόδραση του Μόρσι και αρκετών ηγετικών στελεχών των Αδελφών
Μουσουλμάνων από τις φυλακές Ουάντι Αλ-Νατρούν, κατά τη διάρκεια του
ξεσηκωμού του Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2011; Εδώ και μήνες, στον Τύπο,
που τροφοδοτείτο με διαρροές από τις “μουχαμπαράτ” (υπηρεσίες
πληροφοριών), πολλαπλασιάζονταν οι “αποκαλύψεις” για το συγκεκριμένο
συμβάν, με ισχυρισμούς, μάλιστα, ότι τους Αδελφούς Μουσουλμάνους είχαν
βοηθήσει η Χαμάς, η Χεζμπολάχ και η Αλ-Κάιντα – γεγονός που πυροδοτεί
μια άγρια αντιπαλαιστινιακή και εθνικιστική εκστρατεία. Μήπως είναι
ζήτημα χρόνου και η ενοχοποίηση μελών των Αδελφών Μουσουλμάνων επειδή
απαίτησαν την παραίτηση του Μουμπάρακ;
Πρόκειται, άραγε, για προσπάθεια να
εξωθηθούν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στη βία -ακόμη και να την προκαλέσουν-
για να δικαιολογηθεί η επαναφορά της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο
όνομα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”; Η αστάθεια στη Χερσόνησο του
Σινά, η οποία δεν ξεκίνησε επί προεδρίας Μόρσι, θα χρησιμεύσει ως
πρόσχημα; Ό,τι κι αν γίνει, δεν θα υπάρξει πολιτική ομαλότητα χωρίς τη
συμμετοχή όλων των δυνάμεων, δηλαδή και των ισλαμιστών και των Αδελφών
Μουσουλμάνων, οι οποίοι θα πρέπει να αντλήσουν τα διδάγματα της
αποτυχίας τους και να γυρίσουν τη σελίδα της παρανομίας.
____________________________________________________________________________________________________________________________
* Ο Alain Gresh είναι δημοσιογράφος, μέλος του διευθυντηρίου της “Le Monde diplomatique“
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου