Οι περίοδοι κρίσης, όπως ορίζεται η απότομη διακοπή της διαδικασίας
συσσώρευσης, πρέπει με βάση τα εγχειρίδια να αποτελούν τα διαλείμματα.
Δηλαδή, τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που ο σχηματισμός πλούτου
διακόπτεται στιγμιαία πριν επανέλθει στην κανονική του τροχιά. Πλέον
όμως, η τάση είναι αυτές οι περίοδοι να αποτελούν σχεδόν την
κανονικότητα. Μάρτυρας οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία πέντε
ακριβώς χρόνια μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, στα μέσα
Σεπτεμβρίου του 2008, όταν το σκάσιμο της φούσκας των υποβαθμισμένων
δανείων στην αμερικάνικη κτηματική αγορά πυροδότησε την σοβαρότερη κρίση
μετά το μεγάλο κραχ του 1929. Μόλις μισή δεκαετία μετά την κρίση του
2008, οι ανισορροπίες που έχουν συγκεντρωθεί στην παγκόσμια οικονομία
είναι εξ ίσου εκρηκτικές λες και κανείς από τους πρωταγωνιστές της δεν
διδάχθηκε το παραμικρό ή, καλύτερα, λες και η τάση προς τον
υπερδανεισμό, την κερδοσκοπία και τις φούσκες να αποτελεί εγγενές και
αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης οικονομίας.
Όμως, στο βαθμό που η συστηματική διάβρωση των δεικτών υγείας των
σύγχρονων οικονομιών συνοδεύεται από θετικούς ακόμη και αυξανόμενους
ρυθμούς μεγέθυνσης, κάθε σχετικός προβληματισμός εξαφανίζεται ή
υπερκαλύπτεται από την πλαστή εικόνα ευημερίας. Αντιπροσωπευτικό αυτής
της τάσης, για παράδειγμα, ήταν το σημείωμα της σύνταξης των Financial
Times στις 7 Σεπτεμβρίου, με τίτλο «Η εμπιστοσύνη επιστρέφει στον
πλούσιο κόσμο» όπου υποδεχόταν με ενθουσιασμό τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ
για άνοδο του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης των οικονομιών των επτά
πλουσιότερων χωρών του κόσμου στο 2,5% «που σηματοδοτεί την ισχυρότερη
άνοδο που ακολουθεί την πρώτη ανάκαμψη μετά τον καταποντισμό του
2008-2009».
Πάρτι με δανεικά στις ΗΠΑ
Η πραγματικότητα ωστόσο αποδεικνύεται πολύ πιο αντιφατική. Ρεπορτάζ
της Wall Street Journal την προηγούμενη Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου για την
αμερικάνικη οικονομία υπογράμμιζε την ορμητική επιστροφή του χρέους.
Συγκεκριμένα, το εταιρικό χρέος υπό την μορφή ομολόγων φτάνει τα 6 τρις.
δολ., ποσό που είναι κατά 59% μεγαλύτερο από το 2007. Η υπερδιόγκωση
του δανεισμού φαίνεται κι από την αύξηση της μόχλευσης (όπως αποκαλείται
ο βαθμός χρησιμοποίησης δανειακών κεφαλαίων προς ίδια) κατά 6% σε σχέση
με το 2008 και κατά 20% σε σχέση με το 2010, σύμφωνα με υπολογισμούς
της J.P. Morgan. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το ενεργητικό των
αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε ομόλογα – σκουπίδια, πολύ υψηλού
ρίσκου ανερχόταν τον Ιούλιο του 2013 σε 285 δις. δολ. όταν στο τέλος του
2008 ανερχόταν μόλις σε 92 δις. δολ. Κόκκινο συναγερμό έχουν σημάνει
επίσης και τα φοιτητικά δάνεια που κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε
θρυαλλίδα που θα πυροδοτήσει τη νέα κρίση, καθώς το ύψος τους έχει
φτάσει τα 1,2 τρισ. δολ. κι είναι κατά 71% μεγαλύτερο από το προ
πενταετίας επίπεδο. Το τμήμα δε των δανείων που η πληρωμή τους έχει
καθυστερήσει για πάνω από 90 μέρες, ισούται με το ένα τρίτο, όταν το
2007 ισούταν σχεδόν με το ένα τέταρτο (24%). Εντύπωση τέλος προκαλεί κι η
επιμονή με την οποία συνεχίζουν να εμφανίζονται μέθοδοι «δημιουργικής
λογιστικής» που αγγίζουν τα όρια της απάτης, όπως είναι για παράδειγμα η
χρησιμοποίηση των ίδιων και των ίδιων περιουσιακών στοιχείων ως
υποθηκών ξανά και ξανά. «Γενικά οι υπεύθυνοι της ρύθμισης επιδιώκουν να
περιορίσουν τον αριθμό των φορών που ένα χρεόγραφο μπορεί να περάσει σε
ένα νέο αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό να περιορίσουν την μετάδοση στην
περίπτωση που μια εταιρεία καταρρεύσει κι επίσης να διαβεβαιώσουν ότι οι
επενδυτές και οι αντικριστές γνωρίζουν επακριβώς σε ποιόν κίνδυνο είναι
εκτεθειμένοι», ανέφεραν σε άρθρο τους οι Financial Times στις 6
Σεπτέμβρη, χωρίς να διαφεύγει της προσοχής πως το ζητούμενο δεν είναι
κάθε περιουσιακό στοιχείο να χρησιμοποιείται 1 και μόνο φορά ως εγγύηση
όπως είναι το φυσιολογικό, αλλά όσο το δυνατό λιγότερες… Έτσι, στο ίδιο
άρθρο στέλεχος του ΔΝΤ ενημέρωνε πως αν πριν την κατάρρευση της Λίμαν
Μπράδες κατά μέσο όρο κάθε περιουσιακό στοιχείο χρησιμοποιούταν 3 φορές,
στο τέλος του 2012 ο μέσος όρος είχε πέσει 2,2 φορές. Τέτοια πρόοδος…
Επενδυτική άπνοια στη Γερμανία
Και στην από δω μεριά του Ατλαντικού τα μηνύματα δεν είναι καθόλου
πιο αισιόδοξα. Η εικόνα μάλιστα είναι πολύ πιο ανησυχητική από τις
γενικά ζοφερές προοπτικές της ευρωζώνης στις οποίες αναφέρθηκε ο
πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι την περασμένη
εβδομάδα. Η ανησυχία πηγάζει από τα σαθρά θεμέλια στα οποία στηρίζονται
ακόμη κι οι πιο καλές επιδόσεις, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, οι
οποίες για λόγους στατιστικούς συγκαλύπτονται από τους μέσους όρους.
Ειδικότερα, αυτό που αποκαλύπτεται με το πέρασμα το χρόνου είναι ότι η
Γερμανία επιλέγει συνειδητά να στηρίζει τα ανταγωνιστικά της
πλεονεκτήματα στο χαμηλό εργατικό κόστος κι όχι στις επενδύσεις όπως
δείχνει η σταθερή μείωση των συνολικών ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου
από 24% του ΑΕΠ το 1991 στο 18%. Πρόσφατη δε μελέτη του ΟΟΣΑ για την
Γερμανία τόνιζε πως οι επενδύσεις στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης
είναι από το 2001 σταθερά υποδεέστερες των επενδύσεων κεφαλαίου των
υπόλοιπων χωρών που ανήκουν στο κλαμπ του G7. Ανησυχία για την ποιότητα
και τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής μεγέθυνσης στην Γερμανία
πηγάζει κι από τις κακές εκπαιδευτικές επιδόσεις της. Σε χώρες όπως ο
Καναδάς, η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Ισπανία, η Πολωνία, οι ΗΠΑ και η Αγγλία ο
αριθμός των πτυχιούχων είναι 10% μεγαλύτερος. Η Γερμανία επίσης
μοιράζεται το θλιβερό ρεκόρ με τις ΗΠΑ να είναι οι μοναδικές χώρες στις
οποίες μεταξύ των νέων 25-34 ετών οι πτυχιούχοι είναι ως ποσοστό ίδιοι ή
λιγότεροι σε σχέση με την προηγούμενη γενιά. Από την μια γενιά στην
άλλη δηλαδή δεν καταγράφηκε καμία αύξηση στον αριθμό των πτυχιούχων.
Πρόκειται για εξελίξεις που καθιστούν βέβαιο ότι δεν πρόκειται στο ορατό
μέλλον να ξαναδούμε ακόμη και τους ρυθμούς μεγέθυνσης που είδαμε στο
παρελθόν. Σύμφωνα με τους Financial Times στις 4 Σεπτέμβρη, ως
αποτέλεσμα των παραπάνω, «η αύξηση της παραγωγικότητας στη Γερμανία ήταν
μικρή σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές της. Η αύξηση στο ΑΕΠ
ανά εργάσιμη ώρα είναι 25% χαμηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Με αυτά τα στοιχεία για την παραγωγικότητα δεν προκαλεί έκπληξη που οι
γερμανικές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μόνο μέσω της μείωσης των
σχετικών μισθών και της μεταφοράς της παραγωγής ανατολικά».
Νομισματική αναταραχή στην Ινδία
Και στην Ανατολή βέβαια δεν αισθάνονται τόσο καλά όπως δήλωνε, με μια
δεύτερη ανάγνωση ομολογουμένως, κι ο τίτλος του εντιτόριαλ των
Financial Times («Η εμπιστοσύνη επιστρέφει στον πλούσιο κόσμο»). Η αιτία
βρίσκεται στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πρόθεση της ομοσπονδιακής
τράπεζας να αρχίσει σιγά – σιγά να μειώνει τα χρήματα που ρίχνει στην
αγορά μέσω του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων τα οποία μέχρι τώρα
ανέρχονται σε 85 δις. δολ. μηνιαία. Επί χρόνια όμως αυτός ο πακτωλός
εισέρεε στην περιφέρεια οδηγώντας σε ανατίμηση τα εθνικά της νομίσματα.
Τα δισεκατομμύρια της Ουάσινγκτον επίσης (που δεν έφεραν τον παραμικρό
θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία εντός των ΗΠΑ) συνέβαλαν
σημαντικά στους αλματώδεις ρυθμούς μεγέθυνσης που κατέγραφαν χώρες όπως η
Βραζιλία κι η Νότια Αφρική. Πρελούδιο των τριγμών που υπάρχει κίνδυνος
να επέλθουν όταν σταματήσει η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα να τυπώνει
χρήμα (γιατί ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται) αποτελεί η νομισματική
αναταραχή που συγκλονίζει την Ινδία με την μορφή της υποτίμησης της
ρουπίας κατά 20% έναντι του δολαρίου, μόνο τους τελευταίους δύο μήνες.
Αποτέλεσμα αυτών των τριγμών θεωρείται η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης από
8-10% που ήταν επί χρόνια στο 5% για φέτος και του χρόνου. Νομισματικές
υποτιμήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πολλές ακόμη χώρες που
ωφελήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από τα προγράμματα νομισματικής
χαλάρωσης των ΗΠΑ όπως η Τουρκία, η Κολομβία, η Νότια Αφρική, η
Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ουκρανία κ.α.
Εν κατακλείδι τόσο στον ανεπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο,
πέντε χρόνια μετά την σοβαρότερη κρίση των τελευταίων 80 χρόνων τίποτε
δεν προδικάζει ότι τα θεμέλια της σύγχρονης οικονομίας είναι λιγότερο
σαθρά κι ότι η επόμενη μέρα δεν κρύβει εκπλήξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου