Του Μανώλη Μαυροζαχαράκη *
Η κρίση του ευρώ που συνεχώς βαθαίνει αντί να αμβλύνεται έχει πλήξει
σε όλη την Γηραιά Ήπειρό την ισορροπία των κοινωνικών δομών,
ειδικότερα μέσα από την εξαθλίωση της μεσαίας τάξης.
Η τάση αυτή δεν αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο μόνο για την κοινωνική
συνοχή αλλά κυρίως για την ίδια την υπόσταση της λεγόμενης Δημοκρατίας
δυτικού τύπου.
Ο λόγος είναι ότι θίγεται μια τάξη, που αποτελούσε πάντοτε ένα
«μαξιλάρι» το οποίο απορροφούσε τους κραδασμούς του ανταγωνισμού και της
σύγκρουσης των κοινωνικών ελίτ με τους κοινωνικά αδύναμους προσφέροντας
στους τελευταίους τη δυνατότητα να ξεπεράσουν την εξαθλίωση τους. Στις
περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες, η ετικέτα της μεσαίας τάξης
εδράζεται σε έναν οικονομικό ορισμό ο οποίος βασίζεται σε μεγάλο
βαθμό στον τρόπο ζωής που μπορεί να αντέξει κάποιος οικονομικά.
Ένα όμορφο σπίτι στα προάστια, δύο αυτοκίνητα, καλά σχολεία για τα
παιδιά και μερικές εβδομάδες διακοπές κάπου μακριά και ηλιόλουστα,
είναι οι παραδοσιακές απολαύσεις όταν πληρεί κανείς τα κριτήρια
ένταξης στο στάτους της μεσαίας τάξης. Στην «νεόπλουτη» εποχής πήγαινε
ακόμα καλύτερα ένα εξοχικό με πισίνα και ένα σκάφος για να ατενίσει
κανείς από κοντά το ταλαιπωρημένο Αιγαίο.
Ειδικότερα όσον αφορά την χώρα μας σημειώνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος , η
πανίδα της μεσαίας τάξης διέθετε κάποτε πλούσια βιοποικιλότητα,
περιέχοντας στους κόλπους της «τα πιο ετερόκλητα είδη, από τον εμποράκο
της γειτονιάς και τον ιδιοκτήτη άδειας ταξί, τον καλλιεργητή με τα
καλοκαιρινά ενοικιαζόμενα, τον καθηγητή μέσης ή και ανωτάτης παιδείας,
έως τον επιχειρηματία που είχε πιάσει την καλή, τον δημόσιο υπάλληλο,
τον αρμόδιο για τα τρισάγια ιερέα και, …. το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού της ωραίας χώρας»[1].
Με την εμβάθυνση της κρίσης ωστόσο η βιοποικιλότητα της μεσαίας
τάξης όχι μόνο τέθηκε σε κίνδυνο αλλά δίνει σιγά σιγά την θέση της σε
μια νέα δημογραφική κατηγορία
αποτελούμενη από ανθρώπους που κάποτε συγκαταλέγονταν στη μεσαία τάξη
και τώρα έχουν περιθωριοποιηθεί . Όπως εύστοχα επισημαίνουν οι New York Times
«πρόκειται για νεόπτωχους, που αναρριχήθηκαν στη μεσαία τάξη την εποχή
των παχιών αγελάδων, αλλά στη συνέχεια κατακρημνίσθηκαν και πάλι
οικονομικά. Γι’ αυτήν τη νέα τάξη, το χάσμα μεταξύ του βιοτικού επιπέδου
που είχαν και αυτού που θα έχουν μετά την κρίση θα είναι τεράστιο και
απογοητευτικό»[2].
Η πτώση της μεσαίων στρωμάτων τροφοδοτεί μια νέα τάξη που ονομάζεται από τον κοινωνιολόγο Guy Standing «πρεκαριάτο»[3] .
Στο πρεκαριάτο εντάσσονται όσοι και όσες ζουν και εργάζονται σε
συνθήκες επισφάλειας, συχνά σε διαδοχικές βραχείας διάρκειας θέσεις
εργασίας χωρίς να διαμορφώνουν σταθερή επαγγελματική ταυτότητα και
συνείδηση, χωρίς καμία κοινωνική ασφάλιση και προστασία. Ο Standing όπως
και άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα επιδρούν
αποσταθεροποιητικά στην κοινωνία. Οι άνθρωποι που ζήσανε με την
οικονομική κρίση το ασανσέρ ραγδαίας κοινωνικής καθόδου λογικά είναι
οι πιο απογοητευμένοι και επομένως πολύ ευάλωτοι στο κάλεσμα των
σειρήνων των ακραίων πολιτικών κομμάτων.
Το πλήγμα για την κοινωνική δομή αλλά και για το συνολικό
πολιτικοοικονομικό πλέγμα ειδικότερα στην χώρα μας είναι τεράστιο
επειδή ακριβώς «η χώρα δεν διέθετε αριστοκρατία, πλην ορισμένων
νεόπτωχων με βυζαντινά επίθετα, επειδή η αστική παράδοση ήταν αναιμική,
χάρη στις αγροτικές καταβολές του πληθυσμού, το δε προλεταριάτο
αντίστοιχο της ελάχιστης βιομηχανίας της, η μεσαία τάξη είχε κάθε λόγο
να αισθάνεται, και να είναι, παντοδύναμη»[4].
Μαζί με τους μέσους Έλληνες -εάν και σε μικρότερο βαθμό – βρίσκονται
πλέον όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι σε πορεία κοινωνικής κατολίσθησης
μετά από χρόνια υπερβολικής κατανάλωσης. Η σύγχρονη κοινωνιολογία αναφέρεται στην εξέλιξη αυτή μεταξύ άλλων με τον όρο «missing class»[5],
χαμένη τάξη, η οποία αριθμεί δεκάδες εκατομμύρια στις ΗΠΑ αλλά και στην
Ευρώπη. Πριν από χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί είχαν τη δυνατότητα της
κοινωνικής ανόδου. Ομως το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσαν ήταν ούτως ή
άλλως ασταθές: αρκούσε μια απόλυση, μια ασθένεια, ένα διαζύγιο, για να
βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οι ως άνω εξελίξεις δικαιολογημένα παράγουν μεγάλη αβεβαιότητα,
αφού η σαφής τάση συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης αρχίζει πλέον να
φαίνεται και σε αριθμούς. Στη Γερμανία, για παράδειγμα την ισχυρότερη
οικονομία της Ευρώπης , στο τέλος της δεκαετίας του 90 , κατατάσσονταν
το 64 % του πληθυσμού στην μεσαία τάξη. Αυτό το ποσοστό ορίζεται
συνήθως σύμφωνα με τον αριθμό των ανθρώπων που κερδίζουν μεταξύ του
70 % και 150 % του μέσου εισοδήματος μιας χώρας . Εν τω μεταξύ, η
γερμανική μεσαία τάξη έχει συρρικνωθεί κατά 4,5 εκατομμύρια άτομα και
συμπεριλαμβάνει λιγότερο από 60 % πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος του
μικρομεσαίου πληθυσμού έχει κατολισθήσει εισοδηματικά και μόνο ένα
μικρό κομμάτι είχε εισοδηματική άνοδο. Ανάλογη είναι η τάση στις
περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.
Υπάρχει μια πτώση της μεσαίας τάξης κατά λίγες εκατοστιαίες μονάδες:
Αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να μην προκαλεί αίσθηση δραματικότητας .
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι παράλληλα εντείνεται η εξέλιξη της
ελαστικοποίησης της εργασίας και των ευέλικτων αγορών εργασίας ενώ το
κράτος πρόνοιας αναδιαρθρώνεται. Όλα αυτά μαζί μειώνουν σημαντικά το
πεδίο ανέσεων της μεσαίας τάξης. Επιπλέον προστίθεται η αύξηση της
εισοδηματικής ανισότητας η οποία αναμένεται να συνεχιστεί αμείωτα
. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέλος της δεκαετίας του ογδόντα, ένα
κορυφαίο στέλεχος ενός μέσου ευρωπαϊκού χρηματιστηριακού οργανισμού
κέρδιζε κατά μέσο όρο 14 φορές περισσότερα από το μέσο όρο των
εργαζομένων της εταιρείας του. Σήμερα η αναλογία είναι 50:1. Αυτό
σημαίνει ότι οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις έχουν ωφεληθεί σημαντικά
από την κρίση, ενώ οι μεσαίες τάξεις έμειναν στάσιμες ή κατολίσθησαν.
Κάποτε
ο νομπελίστας οικονομολόγος Simon Kuznets, αποτύπωσε την περίφημη
καμπύλη Kuznets η οποία έδειχνε ότι η κραυγαλέα κοινωνική ανισότητα, σε
εισόδημα και πλούτο μειώθηκε σημαντικά κατά τις πρώτες δεκαετίες
μετά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες.[6] Για την
μείωση της ανισότητας ευθυνόταν αφενός η πρωτοφανή έκρηξη της ευημερίας
η οποία χαρακτηρίζεται με τον όρο «οικονομικό θαύμα» και αφετέρου ,
επιτυχή παρεμβατικότητα του κράτους πρόνοιας. Με βάση τα αισιόδοξα
αποτελέσματα της έρευνας του ο Kuznets τόλμησε την πρόγνωση ότι η
εξομάλυνση της ανισότητας θα μπορούσε να συνεχιστεί και στο μέλλον.
. Δυστυχώς αυτή η πρόβλεψη διαψεύστηκε οικτρά όπως επιβεβαιώνει άλλωστε
η σημερινή οικονομική κρίση Η εξέλιξη αυτή ωστόσο δρομολογήθηκε
νωρίτερα από διάφορους παράγοντες και ιδίως από τις νεοφιλελεύθερες
οικονομικές πολιτικές του προέδρου Ρέιγκαν και της πρωθυπουργού Θάτσερ
που εκπόνησαν οι δεξαμενές σκέψης τους. Οι πολιτικές αυτές
σηματοδότησαν μια πρωτοφανή συστολή των εισοδημάτων και την όξυνση της
ανισότητας πλούτου εντός των εθνικών κρατών όσο και μεταξύ τους . Μετά
από ένα απαλό ξεκίνημα κατά την δεκαετία του 80 αυτή η τεράστια πόλωση
εντάθηκε με αποκορύφωμα την σημερινή οικονομική κρίση.
Όλα αυτά οδηγούν σε μια γενικευμένη αβεβαιότητα και σε εντελώς
ασταθής πολιτικής συμπεριφορές, με έντονη κινητικότητα στα άκρα. Οι
συνέπειες για τις κοινωνίες όταν το διαστρωματικό κέντρο τους χάνεται
είναι πρόδηλες και σημαντικές. Γνωρίζουμε από τη συγκριτική πολιτική
ανάλυση ότι οι δημοκρατίες είναι πάντα ιδιαίτερα σταθερές όταν υπάρχει
μια μεγάλη μεσαία τάξη διότι απορροφά τους κραδασμούς που γεννά η ανισότητα και η ανισομερής κατανομή των αγαθών, στηρίζοντας τη δημοκρατία. Η
ύπαρξη μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης είναι επίσης θετική για την
εγχώρια κατανάλωση και την ζήτηση για εκπαίδευση και κατάρτιση.
Η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα εντούτοις , μπορεί να μετεξελιχθεί
σε ένα μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Εν προκειμένω αναπαράγεται ένα
φαινόμενο μιμητισμού της μεσαίας τάξης για να καλύψει φαινομενικά την
εισοδηματική οπισθοδρόμηση μέσα από την υπερκατανάλωση πέραν των
πραγματικών δυνατοτήτων με αποτέλεσμα την υπερχρέωση. Το φαινόμενο
αυτό παρατηρήθηκε ειδικότερα στις ΗΠΑ το 2008 και προκάλεσε μεταξύ
άλλων την οικονομική κρίση. Επιπλέον με την αυξανόμενη ανισότητα,
εμφανίζονται δυναστικές δομές, επειδή η κοινωνική διαπερατότητα και
κινητικότητα μειώνεται. Δημιουργείται ένα είδος (νέο) φεουδαρχικής
κοινωνίας, στην οποία οι κοινωνικές θέσεις. κληρονομούνται.
Αυτό σημαίνει ότι το κίνητρο εκείνων που βρίσκονται στα κατώτερα
επίπεδα της κοινωνικής πυραμίδας , εξαφανίζεται, επειδή δεν βλέπουν
καμία απολύτως δυνατότητα να ανελιχθούν . Επομένως δεν καταβάλουν πλέον
καμία προσπάθεια . Η κοινωνία χάνει μέσα από αυτή την κοινωνική
διαδικασία αδρανοποίησης, πολλούς ταλαντούχους, δημιουργικούς,
ενεργητικός ανθρώπους..
Είναι προφανές ότι η επίδραση της κρίσης δεν επέφερε ακόμα στην
Βόρεια Ευρώπη τα δραματικά κοινωνικά αποτελέσματα που παρατηρούνται
στον Νότο και ειδικά την Ελλάδα. Στην Βόρεια Ευρώπη επικρατεί
περισσότερο ο μακροπρόθεσμος φόβος της απώλειας, και λιγότερο η άμεση
απώλεια που παρατηρούμε στην Ιταλία, την Ισπανία ή την Ελλάδα. Αν
ρωτήσουμε λοιπόν κάποιον τυχαίο Βορειοευρωπαίο που ανήκει στην μεσαία
τάξη, τι τον απασχολεί πιο πολύ, θα δούμε ότι δεν τον προβληματίζει
αν μπορεί να πληρώσει το νοίκι του την επόμενη εβδομάδα, αλλά τι θα
συμβεί με τα παιδιά του, αν θα πάρει μια επαρκή σύνταξη για την
εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι ακόμα και στην Βόρεια Ευρώπη χάνεται
απολύτως η πίστη στο μέλλον. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε
στην Γηραιά Ήπειρο μια πολύ μακρά περίοδο της συλλογικής
ανέλιξης. Κοινωνιολογικά η διαδικασία αυτή αποκαλείται ως επίδραση του
ανελκυστήρα. Οι αποστάσεις μεταξύ των ομάδων παρέμειναν ίδιες . Όμως
όλες μαζί ανέβηκαν πολλούς ορόφους. Σήμερα αντίθετα τα παιδιά της
μεσαίας τάξης που μεγαλώνουν δεν μπορούν να ελπίσουν με βεβαιότητα ότι
θα είναι σε καλύτερη θέση από τους γονείς τους, και πρέπει να δουλέψουν
πολύ σκληρά για να κρατήσουν κάποια ανεκτή θέση. Οι εξελίξεις αυτές
βέβαια και ο σκληρότερος κοινωνικός ανταγωνισμός δεν έπεσαν ξαφνικά από
τον ουρανό. Μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης υποστήριξαν κατά το
παρελθόν σε όλη την Ευρώπη τις περικοπές φόρων, τις περικοπές στις
κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές και την απορρύθμιση των τελευταίων
δεκαετιών. Το έκαναν επειδή υπέκυψαν στο δέλεαρ της αγοράς.
Αν πάμε 10 με 15 χρόνια πίσω θα θυμηθούμε ότι οι νέες αγορές άκμαζαν.
Ξαφνικά άπαντες ήθελαν να είναι ιδιοκτήτες μετοχών και
αποθεματικών. Ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες δελέαζαν με μεγάλες
συνταξιοδοτικές αποδόσεις και πολύ άνθρωποι άρχισαν να κερδοσκοπούν σε
ακίνητη περιουσία. Στην Ελλάδα είχαμε την περίφημη περίοδο του
χρηματιστηρίου η οποία εδράστηκε σε προσδοκίες ανόδου της μεσαίας
τάξης. Πολλοί πίστεψαν εκείνη την περίοδο ότι δεν χρειάζεται πλέον το
κράτος. Εντούτοις και πάλι επωφελήθηκαν κυρίως οι πολύ πλούσιοι . Δεν
χρειαζόταν άλλωστε να είναι μάντης κανείς για να το προβλέψει. Ωστόσο
επικράτησε η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η συσσώρευση
πλούτου για τους πλουσίους αποτελεί προϋπόθεση για να διαχυθεί κάποτε
ένα μερίδιο ευημερίας προς τα κατώτερα στρώματα. Επομένως , η ανισότητα
έγινε τότε αποδεκτή με μια σχετική ανοχή.
Σήμερα όμως έρχεται ο λογαριασμός και είναι τεράστιος… Κατά μία
έννοια η μεσαία τάξη προδόθηκε και αυταπατήθηκε , συμμετέχοντας στο
νεοφιλελεύθερο εγχείρημα στα πλαίσια μιας αμφίσημης διαδικασίας. Η
μεσαία τάξη εξακολουθεί να συγκροτείται ως έναν βαθμό στο πλαίσιο της
μισθωτής εργασίας και εξαρτάται από μισθούς . Στην ουσία χρειάζεται την
προστασία του κράτους. Από την άλλη πλευρά όμως μια μερίδα της είναι
κάτοχος σημαντικής περιουσίας, ασχολείται ως μικροεπενδυτής και έχει
πιθανή κληρονομιά. Από την άλλη πλευρά , το κράτος ως ενεργός δρών
έχει όλο και λιγότερα περιθώρια για ελιγμούς, αφού αποδυναμώνεται
διαχρονικά και τώρα την στιγμή της κρίσης που απαιτείται η παρέμβαση
του δεν είναι διαθέσιμο σε επαρκή βαθμό . Πολλά ευρωπαϊκά κράτη λόγω
της υπερχρέωσης δεν είναι σε θέση να διαθέσουν τους πόρους και τις
απαιτούμενες ρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η μεσαία τάξη
τους. για την αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων δανείων.
Το αποτέλεσμα είναι να ανακύπτουν σοβαρότατα προβλήματα για την
Δημοκρατία. Στις υπερχρεωμένες χώρες της νότιας Ευρώπης για παράδειγμα
δεν κυβερνάνε οι κυβερνήσεις στο όνομα του λαού, αλλά η Τρόικα, οι
οργανισμοί αξιολόγησης, η ΕΚΤ, μεγάλοι επενδυτές – που επιβάλουν σε
αυτές τις χώρες, πως θα αναδιαρθρώσουν την αγορά εργασίας, ποια θα
είναι τα όρια ηλικίας για την συνταξιοδότηση , πως θα αξιολογείται η
κοινωνική στήριξη ευπαθών ομάδων, πως θα λειτουργεί η ασφάλιση υγείας .
Αυτό όμως σημαίνει ότι η πολιτική δεν είναι πλέον αυτό που έπρεπε να
είναι δηλαδή μια διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός του εκλογικού
σώματος. Η πολιτική σε αυτές τις χώρες επιβάλλεται πλέον μόνο από το
εξωτερικό, κυρίως με οικονομικές προστακτικές .
Το παράδοξο είναι ότι στο πεδίο αυτό έχουν την σκανδάλη στα χέρια
τους οι ίδιοι εκείνοι παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς οι
οποίοι δρουν με τα χρήματα της μεσαίας τάξης. Αυτό σημαίνει ότι η
μεσαία τάξη παροπλίζεται εν μέρει μόνη της επειδή ως επενδυτής έχει
διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα από ότι ως πολίτης ενός κράτους.. Η
απροθυμία των Βορείων κρατών και ιδίως της Γερμανίας να βοηθήσουν
αποτελεσματικά τα υπερχρεωμένα ευρωπαϊκά κράτη είναι ενδεχομένως μια
συνέπεια της αβεβαιότητας και της αποδυνάμωσης της μεσαίας
τάξης; Φυσικά, η αλληλεγγύη είναι πάντα συνδεδεμένη με την κατάσταση των
χωρών – χρηματοδοτών. Όταν επικρατεί στο εσωτερικό των χωρών αυτών η
σύγχυση και ανασφάλεια στην μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών, τότε η
ανεκτικότητα και η προθυμία για αλληλεγγύη μειώνεται. Από αυτή την
εσωτερική ανασφάλεια της μεσαίας κυρίως τάξης στις χώρες του Βορά
απορρέουν τελικά οι αυστηρές και οι λεπτομερείς προστακτικές
συμπεριφοράς που επιβάλλονται σήμερα σε χώρες, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο
είναι προφανές ότι γίνεται ένας εντελώς εσφαλμένος υπολογισμός της
προσαρμοστικότητας των κοινωνιών.
Η απαίτηση ολικής αναμόρφωσης απέναντι στις χώρες που λαμβάνουν
βοήθεια προσκρούει στο αντικειμενικό δεδομένο ότι καμία κοινωνία δεν
μπορεί να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό της εν μία νυκτί . Πράγματι, η
ανυπομονησία με την Ελλάδα, ειδικά στη Γερμανία αυξάνει συνεχώς
ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών έχει κάπως
εξομαλυνθεί . Σαφέστατα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Η
Βόρεια Ευρώπη με ηγέτιδα την Γερμανία έχει την επιλογή να αποδεχτεί
την μακροπρόθεσμη υποστήριξη των χωρών του Νότου ή να αποδεχτεί τον
διχασμό και την διάσπαση της Ενωμένης Ευρώπης, δείχνοντας αδιαφορία
απέναντι στα προβλήματα.
Στον σκεπτικισμό γύρω από με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων προς την
Ευρώπη, πρέπει να αντιτείνουμε το επιχείρημα ότι η μοναδική εναλλακτική
λύση συνδέεται με δημοκρατικά αποδιαρθρωμένα κράτη, υπό την πίεση των
χρηματοπιστωτικών αγορών και τον ανελέητο ανταγωνισμό με άλλες περιοχές
του πλανήτη . Είναι προφανές ότι η καλύτερη εναλλακτική λύση είναι μια
διαδικασία εξευρωπαϊσμού με μεγαλύτερη έμφαση στην συνεργασία. Στο
πλαίσιο αυτό τα κράτη της Νότιας Ευρώπης δεν μπορούν να ανακτήσουν τα
περιθώριο ελιγμών τους δηλαδή το δυναμικό κυριαρχίας τους,
αποκλειστικά μέσα από μια δημοσιονομική εξυγίανση που στηρίζεται σε
περικοπές παροχών σε ανέργους, ασθενής , ηλικιωμένους και νοικοκυριά υπό
την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Με άλλα λόγια η μονομερής λιτότητα είναι ένας τρόπος για
απομόχλευση του χρέους ο οποίος φυσικά παροπλίζει τη μεσαία τάξη σε
όλα τα επίπεδα. Η έντονη δυσαρέσκεια ενάντια στις ασκούμενες πολιτικές
έχει να κάνει σαφώς με το γεγονός ότι επιβαρύνονται οι απλοί πολίτες ,
ενώ οι «προνομιούχοι» της οικονομικής κρίσης μένουν σχεδόν απείραχτοι
. Ο εναλλακτικός δρόμος συνδέεται με έναν αναπροσανατολισμό σχετικά με
την χρηματοδότηση του κράτους. Ειδικά ο υψηλός ιδιωτικός πλούτος,
οι μεγάλες κληρονομιές και τα υψηλά εισοδήματα, θα μπορούσαν να
επιβαρυνθούν περισσότερο μέσα από έξυπνα συστήματα εισφοράς όπως είναι ο
φόρος TOBIN, o ειδικός φόρος αλληλεγγύης υψηλών εισοδημάτων, ο φόρος
μεγάλης ακίνητης περιουσίας κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο, και ο
εξονυχιστικός έλεγχος των ενδοομιλικών συναλλαγών των πολυεθνικών. Στη
Γερμανία για παράδειγμα υπάρχει μια ιδιωτική ιδιοκτησία στο ύψος των 8
τρισεκατομμυρίων ευρώ ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας είναι 2 τρισ.
ευρώ Αυτός ο ιδιωτικός πλούτο είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένος. Το
10 % των πλουσίων κατέχει το 60 % του συνολικού ενεργητικού πλούτου.
Την ίδια στιγμή η ψαλίδα θα συνεχίσει να ανοίγει - κυρίως λόγω των
κληρονομιών. Ακόμη και μια μικρή μετατόπιση της φορολογικής επιβάρυνσης,
και δεν είμαι μιλάμε για μια εντατική αναδιανομή, μπορεί να
δημιουργήσει ουσιαστική θεραπεία και μνα απαλύνει την γερμανική μεσαία
τάξη από τοι βάρος. Μια τέτοια ασήμαντη μετατόπιση της φορολόγησης στην
Γερμανία εις βάρος των πλουσίων σε κάθε περίπτωση θα διεύρυνε τα όρια
ανοχής της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα .
Βλέπουμε λοιπόν πόσο μεγάλη σημασία παίζει η πολιτική έξω από τα
ελληνικά σύνορα. Καλό είναι λοιπόν οι ελληνικές πολιτικές παρατάξεις
ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης να μην παριστάνουν το επίκεντρο του
κόσμου αλλά να αρχίσουν αντιλαμβάνονται αφενός και να εξωτερικεύουν
αφετέρου τον διεθνή περίγυρο στον οποίο δρουν. Αυτή η διαπίστωση ισχύει
ιδιαιτέρως για εκείνα τα σχήματα που ασκούνται εσχάτως στον ρόλο του
εθνοσωτήρα.
Πρώτα απ όλα είναι σημαντικό να καταστεί κατανοητό σε όλους ότι «σε
όλες τις κοινωνίες οι ελίτ χρησιμοποιούν τη μεγαλύτερη πρόσβασή τους στο
πολιτικό σύστημα, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, απούσης μιας
αποτρεπτικής δημοκρατικής κινητοποίησης, που θα εξισορροπούσε την
κατάσταση. …….. Αυτή η κινητοποίηση δεν πρόκειται να συμβεί, εντούτοις,
για όσον καιρό οι μεσαίες τάξεις στον ανεπτυγμένο κόσμο παραμένουν
γοητευμένες από τον μύθο της προηγούμενης γενιάς: ότι τα συμφέροντά τους
θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από μια ακόμη πιο ελεύθερη αγορά και από
λιγότερο κράτος. Ο εναλλακτικός μύθος είναι εκεί έξω και περιμένει να
γεννηθεί» [7]
Αναδημοσίευση : Απέραντο Γαλάζιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου