Φαίνεται πως είμαστε καταδικασμένοι
να πάρουμε ακόμη μια φορά μέρος στο γνώριμο και φρικαλέο έργο.
Συνετελέσθη, μας διαβεβαιώνουν, ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα μπροστά
στο οποίο η αυτοπαρουσιαζόμενη ως «διεθνής κοινότητα» -δηλαδή οι ΗΠΑ και
οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους- δεν επιτρέπεται να μείνει αδρανής.
Ακόμη ένας «κακός δικτάτορας» καλείται να τιμωρηθεί. Τα θύματα
της ανθρωπιστικής καταστροφής θα αναλάβουν σε πρώτη φάση να συνδράμουν
πύραυλοι «Τόμαχοκ» και βόμβες «υψηλής ακρίβειας». Επειτα από αυτά τα
«χειρουργικά χτυπήματα» ενδέχεται να ακολουθήσουν επί τόπου και οι
χειρουργοί των καθιερωμένων ΜΚΟ προς περιθάλψη των επιζώντων.
Η πρόφαση που επικαλούνται οι Δυτικοί για να νομιμοποιήσουν τη
νέα ιμπεριαλιστική επιδρομή τους μόνο ως ένδειξη απώλειας κάθε αίσθησης
αιδούς μπορεί να θεωρηθεί. Τη στιγμή που στο Βιετνάμ γεννιούνται ακόμη
παραμορφωμένα παιδιά από τους εκατοντάδες χιλιάδες τόνους χημικών ουσιών
που έριχνε επί σειρά ετών η αεροπορία των ΗΠΑ σε κάθε γωνιά της
μαρτυρικής αυτής χώρας. Που οι υπεύθυνοι της (αποδεδειγμένης) ρίψης
βομβών φωσφόρου από τον αμερικανικό στρατό στη Φαλούτζα το 2004 και από
τους Ισραηλινούς στη Γάζα το 2008 δεν έχουν υποστεί την παραμικρή
ενόχληση. Που ολόκληρες χώρες όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν
μετατραπεί σε έρημη γη. Τη στιγμή αυτή έχουν λοιπόν την απαίτηση οι
Αμερικανοί και οι ουραγοί τους να πιστέψουμε ότι η ρίψη χημικών από το
καθεστώς Ασαντ, που δεν έχει προς το παρόν επιβεβαιωθεί από καμία
ανεξάρτητη αρχή, αποτελεί τον πραγματικό λόγο της σχεδιαζόμενης
στρατιωτικής επέμβασης.
Οι γεωπολιτικές συντεταγμένες των κινήσεών τους είναι προφανείς
και αφορούν φυσικά την ολοκλήρωση του ελέγχου της ευρύτερης Μέσης
Ανατολής. Με άλλα λόγια, το χτύπημα του άξονα Συρία - Χεζμπολάχ - Ιράν,
που αποτελεί «αγκάθι» για το Ισραήλ και την αμερικανική ηγεμονία - ίσως
το τελευταίο στην περιοχή μετά τη διάλυση του Ιράκ και της Λιβύης. Την
εκδίωξη της Ρωσίας από την τελευταία βάση της στη Μεσόγειο. Αλλά βεβαίως
και την εξουδετέρωση, ή μάλλον καλύτερα: την εκτροπή της λαϊκής
αφύπνισης στον αραβικό κόσμο. Στη Συρία μια αυθεντική εξέγερση ενάντια
σε ένα αυταρχικό καθεστώς αντιμετωπίστηκε με αιματηρή καταστολή,
οδηγήθηκε στη λογική της στρατιωτικοποιημένης αναμέτρησης και
εκτροχιάστηκε μέσω της άφθονης βοήθειας που παρείχαν οι Δυτικοί και τα
πιο αντιδραστικά καθεστώτα του Κόλπου σε ομάδες ακραίων φονταμενταλιστών
και στις δοτές ηγεσίες τής αυτοπαρουσιαζόμενης «αντιπολίτευσης».
Με άλλα λόγια, η επέμβαση στη Συρία αποτελεί τμήμα ενός
ευρύτερου και μακρόπνοου σχεδίου που στοχεύει στη γενικότερη «ανάπλαση»
της περιοχής και στην προσαρμογή στις νέες συνθήκες τής ιμπεριαλιστικής
κυριαρχίας υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Βασικός μοχλός είναι η διάλυση των
κυρίαρχων κρατικών οντοτήτων που στέκονται εμπόδιο σε ένα τέτοιο σχέδιο
-όχι αναγκαστικά γιατί είναι προοδευτικές, αλλά απλά γιατί διατηρούν μια
αυτονομία- και η μετατροπή τους σε ισάριθμες Βοσνίες, κατά το πρότυπο
των υπό εξάρθρωση Ιράκ και Λιβύης. Ολα αυτά σημαίνουν διαιώνιση, υπό
ανανεωμένες έστω μορφές, αντιλαϊκών και υποτελών καθεστώτων στην
ευρύτερη περιοχή και ακύρωση όλων των δυνατοτήτων που έφερε στο
προσκήνιο η Αραβική Ανοιξη.
Σημαίνουν όμως ταυτόχρονα και σταθεροποίηση της κυριαρχίας των
αρχουσών τάξεων και των πολιτικών ελίτ των ιμπεριαλιστικών κρατών. Την
ενίσχυση του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, τη συνέχιση της
λεηλασίας του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο υπέρ των ισχυρών, αλλά και τη
χειραγώγηση της κοινής γνώμης και γενικότερα τη νομιμοποίηση της
νεοαποικιοκρατικής ιδεολογίας περί «δυτικής ανωτερότητας». Από αυτή την
άποψη ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά το γεγονός ότι, υπό το βάρος της
οξυμένης κρίσης του συστήματος και της εμπειρίας των βρόμικων πολέμων
των τελευταίων δεκαετιών, η κοινή γνώμη των χωρών του κέντρου φαίνεται
να αντιμετωπίζει με αυξανόμενη καχυποψία τα νέα πολεμικά σχέδια των
κυβερνώντων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η αντίδραση της Αριστεράς και όλων
των δυνάμεων που υπερασπίζονται το δικαίωμα των λαών για κυριαρχία και
αυτοδιάθεση δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια ηθική (ή νομική) καταδίκη
του πολέμου, συνοδευόμενη με γενικόλογα ευχολόγια υπέρ των «πολιτικών
λύσεων» - που μπορούν κάλιστα να αποδειχθούν εξίσου άδικες με τις
στρατιωτικές. Το αντιπολεμικό κίνημα είναι βαθύτατα πολιτικό, γιατί
στρέφεται ενάντια σ' ένα παγκόσμιο σύστημα επιβολής και εκμετάλλευσης
και αποτελεί καθοριστικής σημασίας μεταβλητή στο γενικό συσχετισμό
δύναμης. Γι' αυτό και η αναγκαία αντιιμπεριαλιστική του διάσταση δεν
αποτελεί κατάλοιπο κάποιας παρωχημένης ψυχροπολεμικής ιδεολογίας, αλλά
απαραίτητο στοιχείο κάθε πολιτικής που στοχεύει στην αλλαγή των
κοινωνικών σχέσεων. Στη χώρα μας ειδικότερα, το κίνημα αυτό καλείται να
εκφράσει το πλειοψηφικό αίσθημα του ελληνικού λαού, που είναι στους
αντίποδες της πρόσδεσης στο φιλοπόλεμο άρμα Δύσης και Ισραήλ, την οποία
με ιδιαίτερη σπουδή έχουν μεθοδεύσει τα τελευταία χρόνια η υποτελής
άρχουσα τάξη και οι χρεοκοπημένοι πολιτικοί εκφραστές της.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου