http://www.efsyn.gr
Ο ΣΕΒ είναι ελεύθερος να αρνείται να υπογράψει συλλογικές συμβά σεις αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες των επιλογών του, αλλά οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να ευθυγραμμίζονται προς τις επιταγές εκείνων που ομιλούν στο όνομα ενός γενικού συμφέροντος που ορίζουν οι ίδιοι

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
 Οπως προβλεπόταν, η τάξη επανήλθε. Οι εξετάσεις διεξάγονται ομαλά, η απεργία ματαιώθηκε, η αγωνία των «παιδιών» «μας» -που συμβολίζουν το κοινό «μας» μέλλον και εκφράζουν την κοινή «μας» ελπίδα- εκτονώθηκε, το κύρος της έννομης εξουσίας αποκαταστάθηκε, η κοινή λογική επικράτησε. Εγινε δηλαδή αυτό που έπρεπε να γίνει. Η κατάσταση λύθηκε, όπως επιβαλλόταν από το κοινό συμφέρον όλων «μας». Οι λίγοι εκείνοι «άλλοι», που ενεργοποίησαν μιαν άκαιρη, καταχρηστική, εκβιαστική και παράλογη απεργιακή κινητοποίηση, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, «όλοι μας» μπορούμε να επιχαίρουμε εν χορώ με την απεμπλοκή της χώρας από το αδιέξοδο. Δηλώνοντας δε πως στη «λύση» που τελικώς προέκυψε δεν υπήρξαν ούτε νικητές ούτε ηττημένοι, μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως τα πράγματα θα επανέλθουν στην πρότερη «ειδυλλιακή ανισορροπία». Δεν είναι τυχαίο ότι έχοντας προηγουμένως διαβεβαιώσει το πανελλήνιο για τη μη διαπραγματεύσιμη αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να διατρανώσει το συμφέρον «όλων μας» , ο κ. υπουργός της Παιδείας έσπευσε να εκφράσει εκ των υστέρων την ανέξοδη πλέον ευαρέσκειά του σε «όλους», συμπεριλαμβανομένων και των δύσμοιρων εκπαιδευτικών που τελικά αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη στρούγκα του κοινού «μας» ορθολογισμού.

Πρέπει λοιπόν όλοι «μας» μαζί (τα κόμματα, τα συνδικάτα, τα ΜΜΕ και η ετερόφωτη κοινή γνώμη) να «ξεχάσουμε» το επεισόδιο και να κοιτάξουμε προς το μέλλον. Η δημοκρατία «μας» δεν μπορεί να επιβιώνει αλλιώς παρά χάρη σε επιλεκτικούς συνδυασμούς μνήμης και λήθης. Το κοινό «μας» καλό επιβάλλει να παριστάνουμε τους μεγαλόθυμους, ακόμα και αν η μεγαλοθυμία αυτή δεν υποκρύπτει παρά διάχυτη υποκρισία και συγκρατημένο ή ασυγκράτητο σχετλιασμό.

Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η σημασία της χρήσης (και της κατάχρησης) του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Οπως όλες οι προσωπικές αντωνυμίες, το «εμείς» υποκαθιστά το όνομα, σηματοδοτώντας ένα σύνολο, μιαν «αυτονόητη» ομάδα που δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να ορισθεί. Το περιεχόμενο του «εμείς» οριοθετείται πάντα από το νόημα που του προσδίδεται από το ανεξέλεγκτα ομιλούν «εγώ» που εξουσιάζει τις λέξεις και τη σημασία τους. Οι πρώτοι πληθυντικοί δεν υπάρχουν λοιπόν ποτέ ως δεδομένοι. Ως ελευθέρως δομούμενοι και αποδομούμενοι εμφανίζονται σαν προϊόντα της κινούμενης εξουσιαστικής συγκυρίας.

Αυτό όμως είναι αναπότρεπτο. Οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες είναι αδιανόητες δίχως την εμπέδωση της φαντασίωσης ενός σταθερού, δεδομένου και υποστασιοποιημένου «εμείς». Από την εποχή του Ρουσό, τα φιλελεύθερα κοινωνικά συμβόλαια, το συλλογικό συμφέρον και η γενική βούληση θεμελιώνονται πάντα στο πλάσμα ενός υπερβατολογικά δεδομένου πρώτου πληθυντικού. Και στις δημοκρατικές κοινωνίες, το μόνο γενικά ισχύον περιεχόμενο του πρώτου πληθυντικού αναφέρεται στους όρους συγκρότησης του συλλογικού υποκειμένου. Ως δεδομένο υποκείμενο συλλογικής βούλησης, το «εμείς» μπορεί λοιπόν να νοηθεί μόνο σε σχέση με τη διαδικασία ονομαστικής αναπαραγωγής του δεδομένου Ολου και στη διαιώνιση του δημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου και των κανόνων που θεμελιώνουν τη λειτουργία του πολιτεύματος. Με αυτήν την έννοια, ως κοινό και αδιαίρετο συμφέρον «όλων» μπορεί να νοηθούν μόνο η τήρηση των δημοκρατικών κανόνων, ο σεβασμός στο Κράτος Δικαίου, η κατοχύρωση των συνταγματικά αναπαλλoτρίωτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ίσως δε, in extremis, η συντήρηση των αξιακών θεμελιώσεων του δυτικού πολιτισμού.

Υπό τους όρους αυτούς όμως, όλα τα «άλλα» συμφέροντα (ατομικά, συλλογικά, ταξικά ή «συντεχνιακά») δεν μπορεί παρά να νοούνται ως μερικά, διαιρετά και δυνάμει συγκρουσιακά. Η πρόταξη ορισμένων συμφερόντων έναντι άλλων συνιστά λοιπόν πάντα πολιτική ετυμηγορία που δεν είναι δυνατόν να ανάγεται σε λόγους αρχής. Οι πραγματικές συγκρούσεις λύνονται πάντα μέσα από την άσκηση εξουσίας. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ηθελημένη παρανάγνωση του τρέχοντος διακυβεύματος. Πράγματι, το ζήτημα που τίθεται σήμερα δεν αναφέρεται στην αντίφαση ανάμεσα στα ειδικά («συντεχνιακά») συμφέροντα μιας ειδικής κατηγορίας πολιτών και στα συμφέροντα «όλων των άλλων» που στη συνέχεια εύκολα ορίζονται ως αντιστοιχούντα στο γενικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι το γενικό (και συνταγματικά κατοχυρωμένο) συμφέρον όλων των εργαζομένων (και κατ’ επέκτασιν όλων των πολιτών που συνυπογράφουν το ισχύον κοινωνικό συμβόλαιο) να ασκούν το οικουμενικά νομοθετημένο δικαίωμα της απεργίας διεκδικώντας τα (οποιαδήποτε) δικαιώματά τους συγκρούεται με τα ειδικά συμφέροντα εκείνων που θέλουν να χαλιναγωγήσουν προκαταβολικά όλα τα απεργιακά δικαιώματα. Το γενικό εμφανίζεται επομένως ως ειδικό και το ειδικό ως γενικό.

Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια νέα ιστορική φάση. Η επιχείρηση τιθάσευσης των απεργιακών δικαιωμάτων εκφράζει την παραδοχή ότι η κοινωνική τάξη και ασφάλεια των εμπεδωμένων εξουσιών πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι απαραβίαστες, ακόμα και εις βάρος και πάνω στο πτώμα της ισχύουσας έννομης τάξης. Υπό το καθεστώς μιας διαρκούς κατάστασης ανάγκης, τα νομοθετήματα και τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν «ενοχλούν».

Σε αυτό ακριβώς κατατείνει η νεόκοπη εκπόνηση της έννοιας της κατάχρησης των απεργιακών δικαιωμάτων. Η ιστορική τομή είναι προφανής. Ακόμα και αν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν νοείται «καταχρηστική» άσκηση των πολιτικών ή και των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, οι δραστηριότητες που αμφισβητούν τη λογική της ελεύθερης αγοράς πρέπει να μπορεί να τίθενται υπό άμεσο έλεγχο. Στο μέτρο που η απεργία μπορεί να είναι μέσο άμεσης πολιτικής πίεσης, οι σημερινοί κρατούντες πρέπει να μπορούν να την εγκλωβίζουν σε όρια μέσα στα οποία θα είναι πια αδύνατον να ασκείται ως «εκβιαστική», άρα και ως δυνάμει αποτελεσματική.

Ιδεωδώς λοιπόν οι ναυτικοί θα δικαιούνται να απέχουν από τις δραστηριότητές τους όταν έχει υπάρξει απαγόρευση απόπλου, οι στρατιωτικοί όταν έχει ήδη συμφωνηθεί οριστική ανακωχή, οι αστυνομικοί αν είναι δυνατόν να έχουν εξασφαλίσει εκ των προτέρων την αποχή των κακοποιών από τις δραστηριότητές τους, οι εκπαιδευτικοί κατά την περίοδο των διακοπών όταν τα σχολεία είναι άδεια, οι οικοδόμοι όταν έχει ανακοινωθεί καταστρεπτικός σεισμός και ίσως, κατά παραχώρησιν, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ τον Απρίλιο και τον Μάιο όταν, με τον καλό καιρό και τις μικρές νύχτες, μειώνεται η κατανάλωση ενέργειας για φωτισμό, θέρμανση και ψύξη. Και στη βάση της ίδιας ακριβώς λογικής οι διαδηλωτές θα δικαιούνται να συναθροίζονται και να φωνασκούν μόνο στην εξοχή ή στην έρημο όπου δεν γίνονται αντιληπτοί από κανέναν. Απεργίες και κινητοποιήσεις πρέπει να τελούν πλέον υπό την αίρεση της «μη βλαπτικότητάς» τους, άρα και της αφετηριακής τους αναποτελεσματικότητας.

Στο όνομα ενός πλασματικού και υπό αναζήτησιν πρώτου πληθυντικού φαίνεται λοιπόν να αποδυναμώνεται το ιστορικό δικαίωμα των εργαζομένων να προωθούν συλλογικά το συμφέρον τους. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο υποβολιμαίος χαρακτήρας των τρεχουσών εκλογικευτικών κατασκευών. Την ίδια στιγμή που στο όνομα του «γενικού συμφέροντος» περιορίζεται η πολιτική διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, η εξουσία των ισχυρών παραμένει πάντα αταλάντευτη. Ενώ το κεφάλαιο δικαιούται να καταχράται των δικαιωμάτων του δίχως περιορισμούς και όρια, η εργασία οφείλει να τα ασκεί με φειδώ και κοινωνική «ευαισθησία».

Ο ΣΕΒ είναι ελεύθερος να αρνείται να υπογράψει συλλογικές συμβάσεις αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες των επιλογών του, αλλά οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να ευθυγραμμίζονται προς τις επιταγές εκείνων που ομιλούν στο όνομα ενός γενικού συμφέροντος που ορίζουν οι ίδιοι. Αυτό άλλωστε είναι και το αιτούμενο. Είναι πια καιρός να αντιληφθούν οι εργαζόμενοι πως δεν είναι ούτε λογικό ούτε σωστό να διεκδικούν ίση μεταχείριση με την εξουσία. Εκαστος εφ’ ω ετάχθη και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!

27/05/2013