των Φώτη Μπίλια και Νίκου Παπακανάκη
αναδημοσίευση από το περιοδικό Εκτός Γραμμής
Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012
http://oallosdromos.gr
Μπορεί μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να διασφαλίσει αυτάρκεια στην
αγροτική της παραγωγή; Οι φυσικοί πόροι, η τεχνογνωσία, οι υποδομές, οι
πρώτες ύλες (πετρέλαιο, λιπάσματα, σπόροι) υπάρχουν; Αν επιλέξουμε
διαφορετικό δρόμο από αυτόν που μας σερβίρουν ως μονόδρομο
κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας; Εκεί άλλωστε
επενδύει και ο αντίπαλος: στην πείνα και την εξαθλίωση που υποτίθεται
ότι μας περιμένει, αν οι αγορές μάς κλείσουν την πόρτα.
Η χώρα των υπηρεσιών που εισάγει τα πάντα, με τους τεμπέληδες αγρότες
που κάνουν μερσεντές τις επιδοτήσεις, η αναπαραγωγή της κουλτούρας του
«Ηλία ρίχ’ το [1]» για την ελληνική ύπαιθρο είναι μια άριστη αφήγηση του
τότε, ιδανικό υπόστρωμα για την αφήγηση του τώρα: η Ελλάδα, αν φύγει
από ΕΕ και ευρώ, δεν θα μπορεί να παράγει ούτε φυτά που βγαίνουν
αυτοφυώς! Είναι τα πράγματα όμως έτσι; Το παρόν άρθρο δεν θα επιχειρήσει
ούτε να δώσει εύκολες απαντήσεις, ούτε ολοκληρωμένες προτάσεις.
Επιχειρεί όμως να ψηλαφίσει δρόμους σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει
στην ελληνική κοινωνία και αφορά το ερώτημα «μετά το ευρώ τι» και στην
αγροτική παραγωγή.
Η πρόσδεση της αγροτικής παραγωγής στις πολιτικές της ΕΕ – η Κοινή Αγροτική Πολιτική
Η πλήρης υιοθέτηση και στήριξη, από πλευράς εθνικών κυβερνήσεων, των
πολιτικών της ΕΕ οδήγησε στην υλοποίηση της αναθεωρημένης ΚΑΠ του 2003
[2] με βασικούς άξονες την αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή
[3], τη σταδιακή περικοπή των επιδοτήσεων μέσω της ενιαίας ενίσχυσης και
την εισαγωγή της έννοιας της πολλαπλής συμμόρφωσης [4]. Αυτό το
πλαίσιο, σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων όχι
για τις πραγματικές ανάγκες των παραγωγών αλλά για το χτίσιμο εκλογικής
πελατείας (μέσω των αποδομημένων και κομματικών αγροτικών συνεταιρισμών
και ενώσεων), δημιουργεί μια θλιβερή πραγματικότητα.
Μεγάλη μείωση του όγκου της αγροτικής παραγωγής, τόσο φυτικής όσο και
ζωικής προέλευσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη σχεδόν εξαφάνιση
της παραγωγής καπνού και τεύτλων. Αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού
ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων. Μείωση των εξαγωγών και αύξηση των
εισαγωγών με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της διατροφικής εξάρτησης
της Ελλάδας. Σημαντική συρρίκνωση της συνεισφοράς της γεωργίας στο ΑΕΠ,
που αποκαλύπτει τη σταδιακή υποτίμηση της αξίας της αγροτικής και
κτηνοτροφικής παραγωγής: από 8% το 2001 σε 5% το 2004 και σε λιγότερο
από 3% το 2007.
Το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση του
κόστους παραγωγής (πετρέλαιο, λιπάσματα, ζωοτροφές, φυτοπροστατευτικά,
πολλαπλασιαστικό υλικό), ωθεί τους μικρομεσαίους παραγωγούς στην αύξηση
του δανεισμού τους από τις τράπεζες και τη σταδιακή εγκατάλειψη των
εκμεταλλεύσεών τους με αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού
σχεδόν στο 9% του ενεργού πληθυσμού.
Είναι προφανές ότι ο πυρήνας της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στηρίζεται σε ένα δίπτυχο. Από τη μια, αναδιάρθρωση και
«καπιταλιστικοποίηση» των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μέσω της
συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου σε
λίγα χέρια, της συμβολαιικής γεωργίας [5] και της έμφασης στην αυξημένη
ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία. Από την άλλη, συνειδητή επιλογή
καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες δεν έχουν περιθώρια να
αναδιαρθρωθούν και εισαγωγής των αντίστοιχων αγροτικών προϊόντων από
χώρες που παράγουν με συμπιεσμένο κόστος. Αυτό απειλεί το μεγαλύτερο
ποσοστό των εκμεταλλεύσεων του μεσογειακού Νότου, οι οποίες δεν
ακολουθούν το μοντέλο της αναδιαρθρωμένης παραγωγής της κεντρικής
Ευρώπης.
Το τελευταίο φρούτο του ΥΠΑΤ, για το περίφημο καλάθι αγροτικών
προϊόντων, περιγράφει το νέο τοπίο που επιδιώκουν να διαμορφώσουν οι
κυρίαρχοι κύκλοι: προσανατολισμός σε εντατικές, εξαγώγιμες, με υψηλά
περιθώρια κερδοφορίας καλλιέργειες, προσαρμοσμένες σε αναδιαρθρωμένες
μονάδες. Αυτές οι τάσεις ενισχύονται από τις ακόλουθες επιλογές της
κυβέρνησης και της Τρόικας. Η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ θα σημαίνει
ξεπούλημα τεράστιας γεωργικής περιουσίας που είναι υποθηκευμένη μέσω των
χορηγούμενων δανείων. Η ιδιωτικοποίηση του συστήματος των γεωργικών
ασφαλίσεων και η λειτουργία του ΕΛΓΑ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια
εισάγουν την πλήρως ανταποδοτική ασφάλιση των παραγωγών χωρίς κρατική
στήριξη. Το νομοθετικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των αγροτικών
συνεταιρισμών επιχειρεί τη μετατροπή των συνεταιρισμών σε ΑΕ των
μεγαλοαγροτών. Η αποδιάρθρωση του ΕΘΙΑΓΕ και τα σχέδια ξεπουλήματος της
περιουσίας του ως «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» βάζουν ταφόπλακα
στον τομέα της αγροτικής έρευνας και της επιστημονικής στήριξης της
αγροτικής παραγωγής.
Μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς;
Η ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής σε μια συνολική κατεύθυνση
παραγωγικής ανασυγκρότησης με ορίζοντα το σοσιαλισμό απαιτεί ρήξεις με
το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο ζωής και ανάπτυξης. Μια τέτοιου είδους
ρήξη με το κυρίαρχο μοντέλο του υπερκαταναλωτισμού, του υπερδανεισμού
και της καταστροφής του περιβάλλοντος ενδεχομένως με όρους ποσοτικούς να
σημάνει υπανάπτυξη, αλλά με όρους ποιοτικούς μπορεί σημάνει εξασφάλιση
των αναγκαίων κοινωνικών αγαθών για όλους. Απόρροια αυτής της παραδοχής
είναι και η εκτίμηση πως ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αγροτική
παραγωγή δεν μπορεί να προκύψει ξαφνικά μετά την ενδεχόμενη ανατροπή,
ούτε να είναι εγκεφαλική σύλληψη κάποιας πρωτοπορίας. Αντίθετα, αποτελεί
υπόθεση αξιοποίησης συλλογικής πολιτικής και επιστημονικής
επεξεργασίας, διαλεκτικά δεμένης με την πείρα του εργατικού και
αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Η μεγάλη πρόκληση είναι η χάραξη ενός σχεδιασμού που θα μπορεί να
εξασφαλίζει την επιβίωση και διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού αλλά και
τη διατροφική επάρκεια όλου του λαού. Με άλλα λόγια, η παράμετρος που
επιμελώς εξαφανίζεται στο φετιχοποιημένο αγροτικό προϊόν, η χρηστική του
αξία, πρέπει να ορίσει τις βασικές κατευθύνσεις ενός κοινωνικοποιημένου
σχεδιασμού, που θα επιχειρεί να τέμνει το συμφέρον του αγρότη-παραγωγού
με του λαού-καταναλωτή, που θα βασίζεται στην συνεταιριστικοποίηση της
παραγωγής και της συλλογικής αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της
χώρας.
Για μια παραγωγή στα χέρια των παραγωγών
Η συγκυρία της κρίσης δημιουργεί οριακή κατάσταση στην ελληνική
ύπαιθρο. Αφενός, τάσεις επιστροφής σε μια προσπάθεια ατομικού
επιβιωτισμού, μέσω της αξιοποίησης παραδοσιακών μορφών αυτοπροστασίας
(πυρηνική οικογένεια, ιδιοκατοίκηση, μικροκαλλιέργειες). Αφετέρου, δεν
είναι λίγοι όσοι ωθούνται σε ξεπούλημα των μικροεκτάσεων τους για να
ανταποκριθούν στις απαιτήσεις υπερχρέωσης των νοικοκυριών τους ή σε
άλλες εξίσου σημαντικές ανάγκες, σπουδές των παιδιών τους κ.λπ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αγρότες, εξαιτίας της ακολουθούμενης
αγροτικής πολιτικής, παράγουν συχνά χωρίς οικολογική και, κυρίως, χωρίς
κοινωνική συνείδηση. Προσπαθώντας να επιβιώσουν στο ελεύθερο εμπόριο και
ανταγωνισμό, καταφεύγουν συχνά στην υπερεκμετάλλευση των μεταναστών
αγρεργατών, αδιαφορούν για την ίδια τους την παραγωγή ή περιμένουν από
τις επιδοματικές ενισχύσεις φτάνοντας στο σημείο να θεωρούν λύτρωση την
εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών και την αντικατάσταση τους από
φωτοβολταϊκά. Οι συνεταιρισμοί, αντί να λειτουργούν σαν ενώσεις
παραγωγών για τη διεκδίκηση των συμφερόντων των αγροτών, λειτουργούν σαν
γραφειοκρατικοί μηχανισμοί διεκπεραίωσης εντύπων για τις επιδοτήσεις ή
ως διαμεσολαβητές προς τους μεσάζοντες, ηγεμονευόμενοι από τους
μεγαλοαγρότες και πλήρως ευθυγραμμιζόμενοι με τις επιταγές της ΚΑΠ.
Όμως, όλο και περισσότεροι αγρότες συνειδητοποιούν ότι το αντίτιμο των
ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ή του ανοίγματος των αγορών είναι η αποδιάρθρωση
της αγροτικής παραγωγής και η εισαγωγή φτηνών προϊόντων που πιέζουν σε
υποτίμηση τα εγχώρια. Ξεδιπλώνονται κινητοποιήσεις των αγροτών που
φέρουν ποιοτικό χνάρι ριζοσπαστικοποίησης και κοινωνικής αναφοράς των
αιτημάτων τους. Αναδύονται αυθόρμητες πρακτικές αλληλεγγύης σε τρόφιμα,
εναλλακτικές μορφές εμπορίου. Οι κινήσεις αυτές, αν και ακόμα
ασυντόνιστες και μειοψηφικές, δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε
διαφορετικά.
Γι’ αυτό και λέμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος
Η ανασυγκρότηση του συνεταιριστικού κινήματος παράλληλα με διαμόρφωση
εναλλακτικών δικτύων διανομής μπορεί να σημαίνει μείωση του κόστους
παραγωγής, σπάσιμο των εμπορικών κυκλωμάτων, ταυτόχρονα καλύτερες τιμές
για τον παραγωγό και φτηνότερα προϊόντα για τον καταναλωτή.
Η χώρα, λόγω κλίματος και ανάγλυφου, μπορεί να έχει πλούσια γκάμα
καλλιεργητικών ζωνών και ευρύτατο φάσμα καλλιεργούμενων ειδών. Λάδι,
φρούτα, οπωροκηπευτικά μπορούν να παράγονται σε ικανές ποσότητες και να
είναι ποιοτικά. Μπορούμε να πετύχουμε καλές παραγωγές σιτηρών, καθώς και
κτηνοτροφία καλής ποιότητας. Μπορούμε, ακόμα, να σπάσουμε ορισμένες
εμπορικά προσανατολισμένες μονοκαλλιέργειες, όπως το βαμβάκι ή οι
φράουλες, προς όφελος περισσότερο αναγκαίων προϊόντων. Μπορούμε να
ενισχύσουμε τοπικές ποικιλίες από όσπρια και να αξιοποιήσουμε τις
τεράστιες δυνατότητες της οινοποιίας. Έχουμε περιθώριο για εκ νέου
γεωργική ανάπτυξη στις περιοχές της τουριστικής ερήμωσης. Μπορούμε να
έχουμε μεγαλύτερο ποσοστό μετάβασης σε ποιοτικά, ασφαλή προϊόντα με
καλλιεργητικές πρακτικές αρμονικές με το περιβάλλον.
Πριν σκεφτούμε τα πατενταρισμένα υβρίδια των μεγάλων πολυεθνικών, ας
σκεφτούμε τις ποικιλίες που έφτιαχναν κάποτε τα ινστιτούτα σιτηρών στην
Ελλάδα, πολυτέλεια περιττή στον καιρό του Μνημονίου, όπως και όλα τα
ινστιτούτα αγροτικής έρευνας ή τις αναγκαίες τράπεζες σπόρων για τη
διατήρηση τοπικών ποικιλιών. Πριν δούμε όλα τα λιπάσματα ως εισαγόμενα,
ας θυμηθούμε ότι κάποιοι έκλεισαν τις βιομηχανίες λιπασμάτων. Όσο για το
εμπάργκο στα τρακτέρ και τα γεωργικά μηχανήματα που διάφοροι λένε ότι
θα έρθει εάν φύγομε από την ΕΕ, ας αναλογιστούμε ότι τα Zetor και τα
Belarus που μέχρι και τις μέρες μας οργώνουν την ελληνική γη δεν είναι
ούτε γερμανικά ούτε γιαπωνέζικα…
Και βέβαια, μπορούμε να στοχαστούμε και ένα διαφορετικό καταναλωτικό
και διατροφικό πρότυπο: περιορισμός του έτοιμου φαγητού και των κακής
ποιότητας σνακ με όλα τα προβλήματά τους (εισαγόμενα καλαμποκάλευρα,
κακής ποιότητας εισαγόμενα έλαια, βιομηχανοποιημένα κρέατα), επιστροφή
στην τοπικότητα και την εποχικότητα των τροφίμων (γιατί ντομάτα παντού
και πάντα χωρίς θερμοκήπια γεμάτα χημικά δεν γίνεται), επανεκτίμηση του
μαγειρεμένου φαγητού (σε μια κοινωνία που έχει πιο ανθρώπινους ρυθμούς),
διατήρηση της γαστρονομικής και διατροφικής σοφίας της λαϊκής
μαγειρικής, αξιοποίηση όλων των μορφών δημόσιας σίτισης (κυλικεία,
σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής και
για πραγματική διατροφική πολιτική, διαμόρφωση θεσμών σχεδιασμού της
αγροτικής παραγωγής με βάση τις ανάγκες των καταναλωτών αλλά και την
πρόοδο στην αγροτική έρευνα.
Εν ολίγοις, σε πείσμα της ιδεολογικής τρομοκρατίας, μάλλον μπορούμε να φάμε καλύτερα εκτός ευρώ.
[1]Από την ταινία Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη.
[2]Η αναθεώρηση της ΚΑΠ για το 2014 περιγράφει με
ακόμα πιο αναλυτικό τρόπο τα βήματα για την πλήρη απαξίωση του
μικρομεσαίου κλήρου, τα οποία όμως δεν μπορούν να παρουσιαστούν στο
παρόν άρθρο λόγω περιορισμένου χώρου.
[3]Το 80% των επιδοτήσεων αποδίδεται στο 20% των παραγωγών.
[4]Με την πολλαπλή συμμόρφωση επιχειρείται να
μεταφερθεί το κόστος της εξορθολογισμένης διαχείρισης της αγροτικής
παραγωγής αποκλειστικά στους παραγωγούς, άσχετα αν έχουν ή όχι τη
δυνατότητα να το αναλάβουν.
[5]Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι όλες οι
νέες «δυναμικές» και δυνάμει προσοδοφόρες καλλιέργειες και εκτροφές που
δοκιμάζονται στην Ελλάδα (καλλιέργεια ροδιού, στέβιας, σαλιγγαροτροφία)
λειτουργούν κατά κανόνα με όρους αποκλειστικής διάθεσης, εκτινάσσοντας
την εξάρτηση και το ρίσκο του παραγωγού από μεγάλες εταιρείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου