Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Πώς η αξιολόγηση μπορεί να καταστρέψει το δημόσιο: άρθρο της Monde Diplomatique με αφορμή το παράδειγμα της Γαλλίας

  by eakyppo
Είναι ένα άρθρο που αξίζει να διαβαστεί! Θυμίζουμε ότι οι Γάλλοι εμπειρογνώμονες είνια αυτοί που “παρέχουν τις συμβουλές τους” για να σχεδιαστεί η αναδιάρθρωση και η αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών και των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα. Μιας και το μοντέλο απέτυχε στη Γαλλία, ήρθε η ώρα να εφαρμοστεί στην Ελλάδα -φαίνεται να σκέφτομαι οι “ιθύνοντες”!
———————————-
Μια μέθοδος μάνατζμεντ που επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα

Αξιολόγηση : ένα όπλο καταστροφής


Για να εκτυπώσετε πατήστε εδώ:

Αξιολόγηση : μια ποσοτική μέθοδος αξιολόγησης που ξεκίνησε από τις επιχειρήσεις και μιλά για « βέλτιστες πρακτικές » και « ποιότητα », αλλά οδηγεί σε μια άνευ νοήματος κούρσα ανταγωνισμού και σε πτώση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών, εφαρμόζεται και στο γαλλικό Δημόσιο. Και τα αποτελέσματά της δεν είναι τα αναμενόμενα από εκείνους που την επέβαλαν, το αντίθετο μάλιστα.
« Η συγκριτική προτυποποίηση [2]…– και να εμπνέεσαι μεριμνώντας για την ανταγωνιστικότητα [4]. Δύσκολες για ποιους ; Το σημείο αυτό δεν διευκρινιζόταν.

Το benchmarking παράγει benchmarks (πρότυπα σύγκρισης/κριτήρια), δηλαδή στόχους που πρέπει να επιτευχθούν και οι οποίοι δεν καθορίζονται σε απόλυτα μεγέθη σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός εργοδότη, αλλά σε σχέση με εκείνο που υποτίθεται ότι έχει τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο. Άρα, η ισχύς του benchmark δεν έχει να κάνει τόσο με την πυγμή ενός επιχειρηματικού ηγέτη ή την επιστημονικότητα ενός ποσοστού, όσο με την αντικειμενικοποίηση μιας επίδοσης. Στους επιφυλακτικούς, αντιτάσσεται το τεκμήριο ενός καλύτερου αποτελέσματος που καταγράφηκε κάπου αλλού. Έτσι, εν ονόματι της ανταγωνιστικής πραγματικότητας, γίνεται πιο εύκολη η αποδοχή των αναδιαρθρώσεων, των απολύσεων, του « εξορθολογισμού » των προϋπολογισμών και η επιβολή σιωπής σε όσους προτάσσουν « μη ρεαλιστικές » αντιρρήσεις.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η συγκριτική προτυποποίηση αναπτύχθηκε στον ιδιωτικό τομέα από επιχειρήσεις όπως η Xerox και έγινε διαβόητη στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Έχοντας παρουσιαστεί ως το όπλο για την ανάκτηση κομματιών της αγοράς που είχαν χαθεί κάτω από την ορμή του « ιαπωνικού κύματος », συστήθηκε από τους οικονομολόγους του αναγνωρισμένου κύρους Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), προκειμένου να ανασχέσει την πτώση των βιομηχανικών επιδόσεων της χώρας [«Στράτευση των μισθωτών δυνάμεων »

Η συγκριτική προτυποποίηση οδηγεί τους εμπλεκόμενους συντελεστές να επιθυμούν να βελτιώνουν ακατάπαυστα τις επιδόσεις τους, να βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση των « βέλτιστων πρακτικών », να θέτουν πάντοτε καινούργιους στόχους, να τίθενται όσο περισσότερο μπορούν στην υπηρεσία ενός σχετικού ιδεώδους, της « ποιότητας ». Η στράτευση όλων σε μια προσπάθεια καθοδηγούμενη από την ανταγωνιστικότητα, ιδανικά δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό, ούτε φυσικό ούτε νομικό. Τρέφεται από την καλή θέληση των συμμετεχόντων. Είτε είσαι πρόθυμος, « ενεργητικός » και αποδεικνύεις την « ολική απόδοσή » σου [7]. Εδώ κρύβεται ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος διαχείρισης των μελών μιας ομάδας.

Εφόσον απουσιάζουν τα μέσα εξαναγκασμού, τι τους κάνει να τρέχουν ; Τα μέσα αυτού του τρόπου διοίκησης δεν εξαντλούνται στα πριμ και στις ανταμοιβές, καθώς λειτουργεί με την πρωτοβουλία, την αυτοαξιολόγηση, την προσωπική δέσμευση, την ανάληψη ευθυνών, τη βουλησιαρχία. Κάποιοι μιλούν για « έλεγχο της υποκειμενικής δέσμευσης » [9]. Οι συνταγές αυτές προβάλλουν ανάγλυφα τον αμφίσημο λόγο μιας κυριαρχικής δομής που τρέφεται από την ελευθερία, τη δημιουργικότητα και την υποκειμενικότητα των κυριαρχούμενων.

Μολονότι οι συγκεκριμένες αρχές επινοήθηκαν για να περιγράψουν τις μεταλλάξεις των εργασιακών σχέσεων μέσα στις επιχειρήσεις, ισχύουν εξίσου και για τη δημόσια διοίκηση. Σε μια περίοδο ισχνών δημοσιονομικών αγελάδων και γενικευμένης καταδίκης των γραφειοκρατικών υπερβολών, τίθεται εκτός συζήτησης κάθε πρόταση για περισσότερες δημόσιες παρεμβάσεις (ή για περισσότερα μέσα για τέτοιες) : πρέπει να υπάρξει καλύτερη οργάνωση, ώστε να παρέχονται οι καλύτερες υπηρεσίες με το ελάχιστο κόστος. Έτσι, το κλασικό φιλελεύθερο σλόγκαν για « λιγότερο κράτος » αντικαθίσταται από το νεοφιλελεύθερο σύνθημα για « καλύτερο κράτος ». Όμως, ο ορισμός τού τι είναι « καλύτερο » δεν είναι δεδομένος. Αν οι επιχειρήσεις έχουν ως στόχο το κέρδος, ποιοι σκοποί έχουν καθοριστεί για το κράτος και τις υπηρεσίες του ; Υπό δημοκρατικό καθεστώς, τους προσδιορίζει –θεωρητικά– ο λαός. Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό βρίσκεται πίσω από μια θεμελιακή για τις κοινωνίες μας πολιτική διχογνωμία. Ως εκ τούτου, τίποτε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε προφανές, ούτε και φυσικό, στην πρακτική της συγκριτικής προτυποποίησης.

Το γεγονός ότι το κράτος κάνει χρήση των αριθμών δεν είναι καινούργιο : ήδη από τη γέννησή της, τον 18ο αιώνα, η στατιστική παρουσιάζεται ως η « επιστήμη του κράτους ». Η ειρωνεία της Ιστορίας : εκείνο που η δημόσια εξουσία επινόησε ως προνομιακό εργαλείο της, σήμερα εξυπηρετεί τον κατακερματισμό της, με το προκάλυμμα του « νέου τύπου μάνατζμεντ ». Κινητοποιώντας τις στατιστικές, η συγκριτική προτυποποίηση επιζητά να ιδιοποιηθεί τη μετασχηματιστική δύναμη που διαθέτουν. Προκειμένου να ξεχωρίσουμε τον στατιστικό μηχανισμό, του οποίου η διαμόρφωση συμπορεύθηκε με το κράτος, από το δίκτυο αριθμών που υφαίνεται από το benchmarking, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια « νέου τύπου δημόσια ποσοτικοποίηση » [11], η οποία μετονομάστηκε από τη νέα κυβέρνηση σε Εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Δράσης [13].

Εντούτοις, οι υποσχέσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που διατυπώθηκαν από όσους προωθούσαν τις συγκεκριμένες μεθόδους δεν τηρήθηκαν και παρουσιάστηκαν πολλά εξόφθαλμα στρεβλά φαινόμενα. Οι υπάλληλοι όλων των επιπέδων ένιωσαν να ασκείται πάνω τους μια τεράστια ψυχολογική πίεση που, ιδιαιτέρως στην αστυνομία, προνομιακό χώρο εφαρμογής της « πολιτικής των αριθμών », οδήγησε μερικούς στην αυτοκτονία [Πρώτη δικαστική νίκη

Μια εναντίωση στην ίδια τη συγκριτική προτυποποίηση έχει αρχίσει να οργανώνεται, ιδίως στη Γαλλία. Στις 4 Σεπτεμβρίου 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο της Λυόν θεώρησε ότι η έκθεση σε ανταγωνισμό των μισθωτών που είχαν προσφύγει σε αυτό, τους δημιουργούσε ένα διαρκές στρες που έβλαπτε σημαντικά την υγεία τους. Επίσης, απαγόρευσε στο Ταμιευτήριο Ροδανού-Νοτίων Άλπεων να βασίζει τη διοικητική του οργάνωση στη συγκριτική προτυποποίηση. Πράγματι, από το 2007, η τράπεζα αυτή είχε εγκαθιδρύσει ένα σύστημα διαχείρισης του προσωπικού με βασικό γνώρισμα την τακτική σύγκριση των αποτελεσμάτων του κάθε υπαλλήλου και την ανάρτηση των σχετικών αξιολογήσεων. Μέσα από την αγωγή που κατέθεσε το συνδικάτο Αλληλέγγυοι, Ενωτικοί, Δημοκρατικοί (SUD), το οποίο κατήγγειλε τον τρόμο που γεννούσαν αυτές οι μέθοδοι, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή στην αντίσταση εναντίον αυτού του μηχανισμού. Αυτή η άνευ προηγουμένου ετυμηγορία ανοίγει τον δρόμο για πολλές ακόμη προσφυγές παντού όπου εφαρμόζεται η συγκριτική προτυποποίηση.

Notes

[1] (Σ.τ.Μ.) : Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του benchmarking, μιας μεθόδου μάνατζμεντ που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση διαφόρων πτυχών της λειτουργίας επιχειρήσεων και οργανισμών, με μέτρο σύγκρισης την « καλύτερη πρακτική » (best practice) στον τομέα τους, εννοώντας την υψηλότερη επίδοση. Στο κείμενο χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και ο αγγλικός και ο ελληνικός όρος.
[2] « Benchmarker, c’est la santé ! », Medef, 8 Φεβρουαρίου 2008.
[3] Βλ. Gilles Ardinat, « La compétitivité, un mythe en vogue », Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 2012.
[4] ERT, « Benchmarking for policy-makers : The way to competitiveness, growth and job creation », επίσημη έκθεση του σεμιναρίου, Οκτώβριος 1996.
[5] The MIT Commission on Industrial Productivity, « Made in America : Regaining the productivity edge », MIT Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 1989.
[6] Florence Jany-Catrice, « La Performance totale : nouvel esprit du capitalisme ? », Presses Universitaires du Septentrion, Villeneuve-d’Ascq, 2012.
[7] Philipe Pignarre και Isabelle Stengers, « La Sorcellerie capitaliste. Pratiques de désenvoûtement », La Découverte, Paris, 2007.
[8] Philippe Zarifian, « Contrôle des engagements et productivité sociale », Multitudes, Νο 17, Παρίσι, καλοκαίρι 2004.
[9] Frédéric Lordon, Capitalisme, désir et servitude. Marx et Spinoza, La Fabrique, Παρίσι, 2010.
[10] (Σ.τ.Μ.) : nouvelle quantification publique (NQP) στο πρωτότυπο.
[11] (Σ.τ.Μ.) : révision générale des politiques publiques (RGPP) στο πρωτότυπο.
[12] (Σ.τ.Μ.) : modernisation de l’action publique (MAP) στο πρωτότυπο.
[13] Nicolas Belorgey, « L’Hôpital sous pression. Enquête sur le “nouveau management public” », La Découverte, Παρίσι, 2010.
[14] (Σ.τ.Μ.) : Περισσότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό είναι η υπόθεση των αυτοκτονιών το 2009, στο Γαλλικό Οργανισμό Επικοινωνιών. Βλ. « Οι αυτόχειρες της άγριας οικονομίας », « Έψιλον », « ΚΕ », 1-11-2009.

http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article422

(δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

.feed-links {display: none;}