O λαός
ξεπροβάλει για πρώτη φορά στην ιστορία μέσα από τους αγώνες του εναντίον της
τυραννίας και του δεσποτισμού κατά τον 18ο αιώνα. Δεν υπήρχε πριν
σαν ανεξάρτητο ιστορικό υποκείμενο. Ο λαός συνδέεται από την πρώτη στιγμή με
την διεκδίκηση της πατρίδας του. Για πρώτη φορά η ενότητα και η συνοχή της
πατρίδας, του έθνους και του κράτους δεν εξαρτάται από τις εκάστοτε εξουσίες,
τους εξουσιαστές και τους νόμους τους, αλλά από αυτόν καθαυτό τον λαό που
διεκδικεί να πηγάζουν απ’ αυτόν όλες οι εξουσίες και να ασκούνται υπέρ του.
Πατρίδα δεν είναι
πια απλά η γη όπου την κατοικεί ένας συγκεκριμένος πληθυσμός. «Πρόκειται για
έναν ορισμό που είναι αποκρουστικός,» γράφει η έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας της
Πολιτικής Επιστήμης του 1883, που επιχειρούσε να συνεχίσει την παράδοση της
παλιάς Εγκυκλοπαίδειας του Ντιτερό. Από αυτή την τελευταία παραθέτει τα φλογερά
λόγια του Chevalier de Jaucourt: «Όσοι ζουν σε συνθήκες ανατολικού δεσποτισμού, όπου δεν υφίσταται κανένας
άλλος νόμος εκτός από την θέληση του μονάρχη, καμιά άλλη αρχή διακυβέρνησης
εκτός από την τρομοκρατία, εκεί όπου καμιά περιουσία, καμιά ζωή δεν είναι
ασφαλής, αυτοί, λέγω, δεν έχουν πατρίδα.». Ενώ ο νεώτερος Εγκυκλοπαιδιστής
συμπληρώνει: «Με άλλα λόγια, εκεί που δεν υπάρχει πολιτική ελευθερία, υπάρχει
ένα κοπάδι δούλων, όχι ένα έθνος από πολίτες. Είναι το προνόμιο μόνο των
πολιτών, των ελεύθερων ανθρώπων, να έχουν πατρίδα.»
Να που πάτησαν
και οφείλουν να πατούν όλα τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα της νεώτερης εποχής. Χωρίς
τον λαό στο ιστορικό προσκήνιο, χωρίς τον αγώνα του για μια ελεύθερη και
δημοκρατική πατρίδα δεν μπορεί να υπάρξει κανένα αληθινά ταξικό ή κοινωνικό κίνημα.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά πρόοδος της ανθρωπότητας. Εκτός από άθλιες καρικατούρες
και βάρβαρες επινοήσεις, έρμαια ή προκάλυμμα της εκάστοτε απολυταρχικής εξουσίας
ώστε να κρατά τον λαό υπεξούσιο και διαιρεμένο.
Από την εποχή που
ο λαός εισήλθε ορμητικά στο ιστορικό προσκήνιο και έδωσε ένα ριζικά διαφορετικό
ιστορικό περιεχόμενο στην πατρίδα, στο έθνος, στο ίδιο το κράτος διεκδικώντας
τα πρωτεία στη βάση της δικής του συλλογικής ελευθερίας, οι εξουσίες δεν έπαψαν
ποτέ να τον τρέμουν. Κι εκεί που η γυμνή βία της εξουσίας δεν μπορεί να
επιβληθεί, υπάρχει πάντα η εξαπάτηση, η διαφθορά και η εξαγορά. Ολόκληρο το επίσημο
πολιτικό σύστημα από τότε που ο λαός εφόρμησε στο ιστορικό προσκήνιο στηρίζεται
στην απάτη.
Ο λαός όμως δεν
ήταν ποτέ ενιαίος και με ενιαία θέληση. Συγκροτείται από πολύ διαφορετικά
κοινωνικά στρώματα και τάξεις με συχνά αντιφατικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Η τέχνη
της διατήρησης στην εξουσία παρά κι ενάντια στο λαό βρίσκεται στο να τον κρατά
μονίμως διαιρεμένο, να βαθαίνει τις διαφορές ανάμεσα στα στρώματα και τις τάξεις
που τον συγκροτούν, να τον διαφθείρει με κάθε μέσο και τρόπο, να τον χειραγωγεί
με την απάτη και ενίοτε με την άγρια καταστολή στο όνομα του «γενικού καλού».
Όσο ο λαός δεν
συνειδητοποιεί την ανάγκη να γίνει νοικοκύρης στον τόπο του και επιτρέπει σε άλλους
να εξουσιάζουν την πατρίδα του, τότε δεν είναι τίποτε περισσότερο από όχλος με
συμπεριφορά και κοινωνική ηθική περιθωρίου. Γι’ αυτό κι όταν μιλάμε για λαό
αναφερόμαστε όχι σ’ αυτό που είναι, αλλά σ’ αυτό που μπορεί να γίνει αν
αναγεννηθεί μέσα από τη δική του ανεξάρτητη και αυτεξούσια δράση που θα έχει
αναγκαστικά ως αφετηρία την διεκδίκηση της πατρίδας του από ντόπιους και ξένους
εξουσιαστές. Αυτή τη διαλεκτική έννοια της πατρίδας και του λαού μπορεί ένας μεγάλος
ποιητής σαν τον Παλαμά να την αποδώσει πολύ καλύτερα από μακροσκελείς αναλύσεις:
Να ένα σύντομο
ποιητικό σχεδίασμα του Παλαμά για την πατρίδα δημοσιευμένο στο περιοδικό Ο Νουμάς, τεύχος 356, 6/9/1909, σ. 2. Ο
ποιητής απαντά στο γνωστό παραμύθι του ραγιαδισμού που ήθελε την Ελλάδα και τον
λαό της μικρό και ασήμαντο μπροστά στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.
Είχε μόλις επιβληθεί
ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος με την επανάσταση του 1909 εναντίον της «βουλευτικής
φεουδαρχία» και ο λαός τους δρόμους απαιτούσε να τελειώσει η ξενοκρατία, να φύγει
ο ξενόφερτος βασιλιάς κι επιτέλους να έρθει η δημοκρατία με μια νέα Συντακτική
Εθνοσυνέλευση. Τον λαό τότε ανέλαβε να κατευνάσει η «πατριωτική» προπαγάνδα των
Βενιζέλων και των άλλων φιλελεύθερων που ήθελαν να διασώσουν το καθεστώς υποτέλειας,
αλλά και τον κατεξοχήν τοποτηρητή της, τη βασιλεία. Το επιχείρημα απλό: είμαστε
μικρή χώρα κι αν μείνουμε μόνοι μας (δηλαδή αν δεν έχουμε αποικιοκρατική
κηδεμονία από προστάτιδες δυνάμεις), οι Τούρκοι θα χιμήξουν να πάρουν τη δόλια
πατρίδα. Να πώς απαντά ο ποιητής σ’ αυτήν την τρομολαγνική προπαγάνδα της εποχής:
Οι μεγάλες Πατρίδες
δε μετριένται
με τον πήχη και
με το διαβήτη.
μεγάλες είναι,
και δοξολογιένται,
κι ανίσως είν’ η
Αθήνα, η Σπάρτη, η Κρήτη.
Λαοί μιας φούχτας,
μιας σπιθαμής τόποι,
και τη μεγαλοσύνη
τους κηρύττει
ντουνιάς, παντού,
και Αμερική κ’ Ευρώπη.
Τρανεύουν τα μικρά,
και τα μεγάλα
στενεύουνε και
παν. Κι ακούστε, ανθρώποι!
Εκείνη που του κόσμου
για δασκάλα
ποζάρει, η καπετάνισσα
κ’ η Ελλάδα,
ο αφρός, το θάμα,
του πουλιού το γάλα,
του Μωχαμέτη τρέμει
την αρμάδα.
Να ένα άλλο σχεδίασμα
του Παλαμά για τον λαό από την ίδια πηγή. Νομίζω ότι πρόκειται για μια έξοχη
διαλεκτική αποτύπωση του λαού που ενώ κρύβει μέσα του την ίδια ώρα τόσο το
μεγαλείο, όσο και την ξεφτίλα, η ιστορία είναι σφραγισμένη από τον ίδιο:
Και για μούντζα ο
λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε
και ειν’ όλα,
είναι του εκδικητή
το γιαταγάνι.
κ’ είναι η μαϊμού
η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα,
και η ρίζα και η
κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος,
κ’ εγώ κ’ εσύ, κι
ο ανθός κ’ η καρμανιόλα,
κι ο αρχαίος
Αθηναίος κι ο Οττεντότος.
Στο τραγούδι του
αηδόνι αναστενάζει,
στο θυμό του της αστραπής
ο κρότος.
Σαν τρώη τα σπλάχνα
του λαού μαράζι,
κανείς πλαστουργός
ήρωας, κανείς θεός.
Η δόξα, όπου κι
αρχόντοι και βαστάζοι
με μία σφραγίδα
σφραγισμένοι: Λαός.
Ας αφήσουμε όλους
τους επίσημους και ανεπίσημους συνεχιστές του μεσαιωνικού σκοταδισμού να φοράνε
πότε την τιάρα του ιλουστρασιόν κοσμοπολίτη, πότε του Ευρωπαίου λεβαντινοραγιά,
πότε του ταξικού επαναστάτη, αλλά και του εθνικόφρονα φασίστα και χουντοδεξιού
για να μας πείσουν πώς οι σκιές μας στο τοίχο του σπηλαίου του Πλάτωνα είναι
μια φανταστική εικόνα του μυαλού μας. Εμείς ο λαός δεν υπάρχουμε και επομένως ο
τόπος αυτός δεν μας ανήκει.
Δεν αξίζει να τον
διεκδικήσουμε. Ανήκει δικαιωματικά στους δεσμοφύλακες του λαού, σ’ αυτούς που
τον λεηλατούν και τον προδίδουν δεκαετίες τώρα. Έτσι ή αλλιώς την διεκδικεί ως
οικόπεδο ο αποικιοκράτης και ο ντόπιος δοσίλογος. Εμείς ανήκουμε αλλού. Στα
εκατοντάδες εκατομμύρια ξεριζωμένων νομάδων που ακόμη και στην χώρα τους δεν
μπορούν παρά να βιώνουν τη δουλεία και την δουλοφροσύνη του εξαθλιωμένου μετανάστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου