11/4/2013
Μέχρι πρόσφατα μια από τις πιο ενοχλητικές (στα όρια της …προσβολής)
συζητήσεις που μπορούσες να ανοίξεις με έναν σλοβένο πολιτικό ή
διπλωμάτη αφορούσε το παρελθόν της χώρας του. Να του υπενθυμίσεις δηλαδή
την βαλκανική του καταγωγή, καθώς πριν από το 1991 όταν η Γερμανία
άναψε το πράσινο φως για την ανεξαρτητοποίηση της, η Σλοβενία άνηκε στην
ενιαία Γιουγκοσλαβία. Έκτοτε οι Σλοβένοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας
την ιστορία τους, τους πιάνει εκνευρισμός σε οποιαδήποτε αναφορά «για
όλους εμάς τους λαούς της Βαλκανικής» κι επιλέγοντας να προσπερνούν
τέτοιου είδους «ιστορικές ανακρίβειες» δηλώνοντας ότι αποτελούν μια
κεντροευρωπαϊκή χώρα.
Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών τους
επικαλούνται ότι ανήκαν στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Κι αν αυτό
είναι πολύ παλιό για να πείσει, καταθέτουν το τελευταίο τους επιχείρημα
που είναι οι στενοί δεσμοί με την Γερμανία. Με άλλα λόγια ότι αποτελούν
αποικία, πίσω αυλή της Γερμανίας και της Αυστρίας όπως εύκολα μπορεί να
φανεί από τις σημαντικές επενδύσεις που έχουν κάνει αυτές οι δύο χώρες
στην Σλοβενία, εκμεταλλευόμενες τα φθηνά μεροκάματα που έχει – ως
βαλκανική χώρα προφανώς, κι όχι ως κεντροευρωπαϊκή ή «μπαρόκ κόσμημα» ή
«προάστιο της μεσαίας τάξης», όπως επιλέγουν να χαρακτηρίζουν οι ίδιοι
την μικρή χώρα τους, με έναν πληθυσμό μόλις 2 εκ. κατοίκων.
Τους τελευταίους μήνες προστέθηκε μια ακόμη «υποψία» την οποία
πασχίζει να αποδιώξει η πολιτική ηγεσία της Σλοβενίας από πάνω της: Ότι
μοιάζει με την Κύπρο. Όπως ακριβώς η Πορτογαλία αγωνιούσε να αποδείξει
ότι δεν είναι Ελλάδα, στη συνέχεια η Ισπανία ότι δεν είναι Πορτογαλία
και τελευταία η Ιταλία ότι δεν είναι Ισπανία έτσι ακριβώς κι η
πρωθυπουργός της Σλοβενίας πριν λίγες μέρες κι ενώ το δράμα της Κύπρου
ήταν στην κορύφωσή του διαβεβαίωνε από το βήμα της Βουλής ότι η Σλοβενία
δεν είναι Κύπρος. Εις μάτιν όμως… Η άνοδος του κόστους δανεισμού της
στο 6,15%, μια ανάσα δηλαδή χαμηλότερα από το επιτόκιο 6,49% όπου
βρίσκονται τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της Πορτογαλίας, που τελεί
κι επισήμως σε καθεστώς «διάσωσης» ή άτυπης χρεοκοπίας, αυξάνει τις
ανησυχίες μήπως η Σλοβενία ακολουθήσει την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την
Πορτογαλία, την Ισπανία κι εσχάτως την Κύπρο καταθέτοντας με τη σειρά
της αίτηση παροχής χρηματοδοτικής στήριξης.
Κανένα δημοσιονομικό πρόβλημα
Στη βάση των προβλημάτων της Σλοβενίας δεν βρίσκονται τα δημόσια
οικονομικά της που χαίρουν αξιοζήλευτης υγείας. Για παράδειγμα, το
δημόσιο χρέος της βρίσκεται στο 59% του ΑΕΠ, ενώ πέρυσι ήταν στο 54%, το
2011 στο 47% και την χρονιά που η Ελλάδα εισήλθε στον θάλαμο
βασανιστηρίων της «διάσωσης» το δημόσιο χρέος της Σλοβενίας ήταν μόλις
39% του ΑΕΠ. Επίπεδο πολύ χαμηλότερο ακόμη κι από το μέσο όρο της
ευρωζώνης, στην οποία ανήκει η Σλοβενία από το 2007. Το επίκεντρο των
δονήσεων βρίσκεται, ως συνήθως, στον τραπεζικό τομέα της χώρας (που το
ενεργητικό του ανέρχεται στο 130% του ΑΕΠ) και την σημαντική άνοδο των
μη εξυπηρετούμενων δανείων που πλέον εκτιμούνται στο 20% του ΑΕΠ ή σε 7
δισ. ευρώ. Η απρόβλεπτη αύξησή τους είναι αποτέλεσμα της ύφεσης που
αντιμετωπίζει η οικονομία και για φέτος αναμένεται να φτάσει το 2%, όταν
το 2012 ανήλθε σε 2,3%, οδηγώντας την ανεργία στο 10%. Η ύφεση δε ήταν
κατά βάση εισαγόμενη στην Σλοβενία λόγω του ασυνήθιστα υψηλού μεριδίου
(γύρω στο 80% του ΑΕΠ) που καταλαμβάνουν οι εξαγωγές στην οικονομική
δραστηριότητα της χώρας. Κι έτσι, όταν άρχισε να υποχωρεί η καταναλωτική
ζήτηση στην Ευρώπη, όπου κατευθύνονται κατά κύριο λόγο οι σλοβενικές
εξαγωγές, η παραγωγή και το προϊόν της χώρας δέχθηκαν ένα σοβαρό πλήγμα.
Στη συνέχεια οι υποβαθμίσεις που ακολούθησαν από τους οίκους
αξιολόγησης, με τον Moody’s να υποβαθμίζει τον Δεκέμβρη την Σλοβενία από
Α1 σε Αα3, και τα μέτρα λιτότητας που περιόρισαν ακόμη πιο πολύ τη
ζήτηση, αυτή τη φορά την εσωτερική, αποτέλεσαν τη χαριστική βολή,
ανοίγοντας τον δρόμο για τα χειρότερα. Δηλαδή, την περαιτέρω άνοδο των
επιτοκίων δανεισμού που θα προσφέρουν τα αναγκαία προσχήματα στην
πολιτική ηγεσία της χώρας και της ευρωζώνης για να δηλώσουν ότι οι
αγορές είναι κλειστές και η προσφυγή στους γνωστούς μηχανισμούς παροχής
ρευστότητας στην οικονομία (και στραγγαλισμού στην κοινωνία)
αναπόφευκτη.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πολύ διαφορετική. Πριν απ’ όλα γιατί να
θεωρείται μονόδρομος ο διεθνής δανεισμός για την κάλυψη των
χρηματοδοτικών αναγκών που με βάση το ΔΝΤ ανέρχονται σε 3 δισ. για φέτος
σε ό,τι αφορά τις ανάγκες του προϋπολογισμού και σε 1 δισ. για την
αναχρηματοδότηση ομολόγων που λήγουν ως τον Ιούνη; Με βάση επίσημα
στοιχεία το επίπεδο της αποταμίευσης κρίνεται υψηλό, οπότε, υπάρχει στο
εσωτερικό της χώρας εκείνη η ρευστότητα που μπορεί να καλύψει τις
ανάγκες του προϋπολογισμού και της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Το
σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος επίσης δίνει περιθώρια ελιγμών, αν πάψει η
παραμονή του σε χαμηλά επίπεδα να θεωρείται απαραβίαστος κανόνας.
Πάλι για χάρη των τραπεζών
Κατά δεύτερο, γιατί θα πρέπει ένας λαός να δει τις κατακτήσεις του
και το βιοτικό του επίπεδο να θυσιάζονται χάρη των τραπεζών; Στο εξής
μάλιστα, μετά το «κυπριακό προηγούμενο», οι λύσεις θα είναι πολύ πιο
οδυνηρές. Επειδή, τα προγράμματα λιτότητας που ούτως ή άλλως θα
επιβληθούν, όπως συνέβη και στις υπόλοιπες χώρες που επιβλήθηκαν
Μνημόνια, δεν θα είναι το τίμημα για κάποια εξωτερική βοήθεια, αλλά το
πιθανότερο είναι πως θα συνοδεύσουν την διάσωση των τραπεζών από τους
καταθέτες, που πλέον θεωρούνται επενδυτές. Οι καταθέσεις τους δηλαδή δεν
χαίρουν της παραμικρής ασφάλειας. Κι αυτό αφορά όλες τις καταθέσεις κι
όχι μόνο όσες υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ. Το συγκεκριμένο όριο
ασφαλείας άλλωστε τέθηκε κατόπιν της αντίδρασης των Κυπρίων. Αν η
Κυπριακή Βουλή δεν είχε επιδείξει την σθεναρή αντίδραση που έδειξε στην
πρώτη απόφαση του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών, τώρα θα θεωρούταν
δεδομένο ότι δεν παρέχεται καμιά ασφάλεια στις καταθέσεις. Οπότε είναι
θέμα χρόνου το Τέταρτο Ράιχ να ανακαλέσει ακόμη κι αυτή την μικρή
υποχώρηση που έκανε, προχωρώντας σε κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών
ανεξαρτήτου ύψους. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή Μνημονίων είναι
εξοργιστικά άδικη, καθώς θα πλήξει αυτούς που θα χάσουν και τα λεφτά
τους από τις τράπεζες. Διπλό κόστος, αλλά για ποιό όφελος;
Τέλος η περίπτωση της Σλοβενίας, που αποτέλεσε κι αυτή όπως η
Ιρλανδία τον «καλό μαθητή» των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων από την
δεκαετία του ’90 ακόμη, αποδεικνύει πόσο ευάλωτες είναι οι οικονομίες με
εξαγωγικό προσανατολισμό. Μια τάση που αποτελεί την τελευταία λέξη της
νεοφιλελεύθερης οικονομικής μόδας κι εν μέρει αποτέλεσμα της ανεπαρκούς
ζήτησης στο εσωτερικό λόγω της λιτότητας. Το αποτέλεσμα όμως όταν το ΑΕΠ
και η απασχόληση εξαρτώνται από τις εξαγωγές ενδέχεται να αποβεί
καταστροφικό για την χώρα, η οποία μετατρέπεται σε φτερό στον άνεμο,
ανήμπορη να χαράξει κι έτσι να προβλέψει το μέλλον της, έρμαιο των
οικονομικών πολιτικών που αποφασίζουν οι άλλες χώρες. Φαίνεται λοιπόν
πεντακάθαρα πως το οικονομικό μοντέλο που προκρίνουν και για την Ελλάδα
(εξαγωγικός προσανατολισμός) δεν εγγυάται καμιά σταθερότητα στη
οικονομία, χώρια φυσικά του ότι είναι συμπλήρωμα της φτώχειας στο
εσωτερικό.
Παραπέρα, τα μαύρα σύννεφα που συγκεντρώνονται τώρα πάνω από την
Σλοβενία (και σύντομα πάνω από την Μάλτα, το Λουξεμβούργο και άλλες
χώρες) δείχνουν τις καταστροφικές επιπτώσεις που έχει η πολιτική
λιτότητας που εφαρμόζεται κατ’ απαίτηση του Βερολίνου από την μια άκρη
της Ευρώπης ως την άλλη, παρασέρνοντας στην δίνη της ύφεσης ακόμη και
χώρες με υγιή δημόσια οικονομικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου