Αθήνα, 06. Απριλίου 2013
http://www.casss.gr
ΙΔΙΩΤΙΚΟ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ: Πως είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα σαν
μία φτωχή χώρα, μη παραγωγική και ανίκανη να ανταπεξέλθει με τις
υποχρεώσεις της; Εάν ήταν πράγματι έτσι, πως εξηγείται η εξαιρετικά
θετική «καθαρή θέση» της, συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες;
“Η
Ελλάδα ζει, χρόνια τώρα, πάνω από τις δυνάμεις της”, έχει αναφέρει μία
παλαιότερη μελέτη του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικών ερευνών (DIW), συνεχίζοντας:
“Η
κατανάλωση υπερβαίνει κατά πολύ την παραγωγή αγαθών. Ένας πολύ βασικός
παράγοντας της οικονομικής αδυναμίας της χώρας είναι η συγκριτικά
αρνητική σχέση τιμών και προσφερομένων υπηρεσιών (price for value).
Ειδικά
όσον αφορά τον Τουρισμό, ο οποίος είναι ένας εκ των κύριων πυλώνων της
οικονομίας της, η Ελλάδα πρέπει να ανταγωνίζεται με χώρες εκτός Ευρώπης,
όπως η Τυνησία, το Μαρόκο κλπ. Το κόστος εργασίας όμως ανά ώρα στην Ελλάδα, είναι πολύ υψηλότερο από τους ανταγωνιστές της – αφού ανέρχεται στα 11,39 Ευρώ, όταν στην Πορτογαλία είναι μόλις 8,49 €, στην Τουρκία 4 € και στη Βουλγαρία 1,55 €.
Εάν
λοιπόν δεν περιορισθούν αισθητά οι αμοιβές, είναι αδύνατον να διαφύγει η
Ελλάδα από την κρίση χρέους και δανεισμού – οπότε δεν έχει κανένα νόημα
η διάσωση της από την Ευρώπη”.
Άρθρο
Με κριτήριο την παραπάνω «μελέτη» θα έπρεπε κανείς να υποθέσει ότι, η Ελλάδα είναι μία πάρα πολύ φτωχή χώρα - η οποία
είναι πλέον αδύνατον να επιβιώσει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις,
οπότε είναι υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους τοκογλύφους δανειστές
της και τον «μπράβο» τους: το ΔΝΤ.
Εν τούτοις, τόσο ο «Ισολογισμός» του ιδιωτικού τομέα της, όσο και του
δημοσίου, εμφανίζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα – η οποία δεν μπορεί
να μην είναι πραγματική.
Απέναντι
στα χρέη του δημοσίου της λοιπόν (παθητικό) υπάρχουν αρκετά περιουσιακά
στοιχεία (ενεργητικό), τα οποία είναι κατά πολύ υψηλότερα – σε γενικές γραμμές δε, κερδοφόρες εταιρείες του δημοσίου, τεράστια ακίνητη περιουσία, υπόγειος πλούτος, γερμανικές αποζημιώσεις κλπ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ιδιωτικό τομέα της, ο οποίος είναι ο λιγότερο χρεωμένος στην Ευρώπη (το
συνολικό μας χρέος είναι αντίστοιχο με αυτό της Γερμανίας, ενώ
διαθέτουμε πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία). Ειδικά όσον αφορά τα
ακίνητα, με κριτήριο την πρόσφατη ειδική φορολόγηση τους (χαράτσι), η
οποία ανήλθε στα 2,4 δις € μόνο για το 2011, εάν σημειώσουμε ότι αφορά
περίπου το 1/500 της αξίας τους, συμπεραίνουμε ότι η συνολική αντικειμενική αξίας τους υπερβαίνει το 1,2 τρις € - έναντι κατά πολύ χαμηλότερων χρεών.
Επομένως,
πως είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως μία φτωχή χώρα, μη
παραγωγική και ανίκανη να ανταπεξέλθει με τις υποχρεώσεις της; Εάν ήταν πράγματι έτσι, πως εξηγείται η εξαιρετικά θετική «καθαρή θέση» της, συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες;
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Για
να μπορέσει κανείς να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς επίσης στη
λύση του προβλήματος της Ελλάδας, οφείλει να ξεκινήσει από την εποχή
πριν την εισαγωγή του Ευρώ. Τότε τα νομίσματα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου υποτιμούταν διαρκώς, επειδή οι κεντρικές τράπεζες τους «τύπωναν» συνεχώς νέα χρήματα – με αποτέλεσμα να διατηρούνται υψηλά τα επιτόκια δανεισμού.
Όταν υιοθετήθηκε το κοινό νόμισμα, η κατάσταση άλλαξε ριζικά – ειδικά στον τομέα των επιτοκίων. Με
εξαίρεση την Ελλάδα λοιπόν, στην οποία μόνο ο δημόσιος τομέας
εκμεταλλεύθηκε την πτώση των επιτοκίων αυξάνοντας το δανεισμό του, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες αυξήθηκε κυρίως ο ιδιωτικός δανεισμός (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά).
Έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κρίση χρέους της Ευρωζώνης, η οποία οφείλεται στην υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα (πάντοτε με εξαίρεση την Ελλάδα) - σαν αποτέλεσμα της μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων και πλεονασμάτων (άρθρο μας).
Στα πλαίσια αυτά, με σκοπό τη διάσωση του ιδιωτικού τομέα και κυρίως των τραπεζών, ο δημόσιος τομέας αναγκάσθηκε να «επωμισθεί» χρέη
– με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας, για παράδειγμα, να
ανέλθει στο 110% του ΑΕΠ της (θα συνεχίσει να αυξάνεται), από μόλις 30%
πριν την κρίση (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Κύπρο).
Η
κρίση λοιπόν της Ευρωζώνης ήταν (είναι) το αποτέλεσμα των πολύ υψηλών
ιδιωτικών χρεών, τα οποία τελικά εκβάλλουν στα δημόσια – μέσω της διάσωσης των τραπεζών, της ανεργίας, της ύφεσης κλπ.
Αντίθετα, η κρίση της Ελλάδας οφείλετο στο δημόσιο τομέα της – ενώ ο ιδιωτικός ήταν απόλυτα υγιής. Σύμφωνα όμως με την οικονομική θεωρεία, μία ιδιωτική κρίση χρέους είναι πολύ πιο δύσκολο να επιλυθεί, από μία κρίση δημοσίου χρέους
– η οποία είναι πάρα πολύ εύκολη στην διαχείριση της, αφού αρκεί ο
περιορισμός των δαπανών και η ορθολογική αύξηση της φορολόγησης.
Απλούστερα, τα χρήματα βρίσκονται μέσα στη χώρα, αλλά είναι λάθος κατανεμημένα – οπότε αρκεί η σωστή κατανομή τους, για να λυθεί το πρόβλημα.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι το ιδιωτικό χρέος της ήταν
μόλις 170% του ΑΕΠ της, ενώ το δημόσιο 160% (συνολικό 330%, το 2011,
μετά την κρίση και πριν το PSI), αρκούσε να αυξηθεί το ιδιωτικό στα 250%
(μέσω επενδύσεων των ιδιωτών σε κρατικές εταιρείες, ακίνητα κλπ.), για
να περιορισθεί το δημόσιο στο 80% του ΑΕΠ της.
Η επίλυση μίας κρίσης ιδιωτικού χρέους είναι όμως πολύ πιο δύσκολη – αφού απαιτεί πλεονασματικά ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών (αύξηση των εξαγωγών, μείωση των εισαγωγών, εσωτερική υποτίμηση κλπ.), για μεγάλες χρονικές περιόδους.
Η Γερμανία τα κατάφερε μετά το 2000 (τότε οι άνεργοι Γερμανοί ξεπερνούσαν τα 5 εκ.), μειώνοντας επί δέκα έτη τις αμοιβές των εργαζομένων της και αυξάνοντας τις εξαγωγές της, εις βάρος των «εταίρων» της. Εν τούτοις, αφενός μεν ήταν η μοναδική που το επεδίωκε τότε, αφετέρου δε συνέβη σε εποχή παγκόσμιας ανάπτυξης.
Σήμερα
οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές – όχι μόνο λόγω της υφιστάμενης
παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και επειδή είναι
πολλές οι χώρες, οι οποίες πρέπει να προσπαθήσουν να λύσουν τα
προβλήματα του ιδιωτικού χρέους τους, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους εις βάρος των άλλων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συμπερασματικά
λοιπόν, η κρίση χρέους της Ελλάδας ήταν και είναι εντελώς διαφορετική,
από την κρίση των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης. Η επίλυση της είναι εξαιρετικά εύκολη, ενώ τα περιουσιακά της στοιχεία είναι κατά πολύ υψηλότερα των οφειλών της.
Αυτό που χρειαζόταν ανέκαθεν η πατρίδα μας ήταν μία σωστή, συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της, καθώς επίσης η
επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των οφειλών της (χρεολύσια), με μη
τοκογλυφικά επιτόκια – ίσα με αυτά που προσφέρει η ΕΚΤ στις εμπορικές
τράπεζες (0,75%). Επίσης οι επενδύσεις εκ μέρους του ιδιωτικού της τομέα, με στόχο την ανάπτυξη – γεγονός όμως που απαιτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Πολιτών στην Πολιτική, τη συλλογικότητα, καθώς επίσης ένα ορθολογικό, λειτουργικό και αποτελεσματικό επιχειρηματικό/φορολογικό πλαίσιο.
Έχοντας την άποψη δε ότι, όλα τα παραπάνω είναι γνωστά σε όλους, ειδικά στη Γερμανία, στο ΔΝΤ και στην κυβέρνηση, δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε πως κάτι άλλο κρυβόταν και συνεχίζει να κρύβεται πίσω από τις προσπάθειες χρεοκοπίας της πάμπλουτης χώρας μας – δηλαδή, κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί ή έστω να αιτιολογηθεί, με τη βοήθεια της οικονομικής επιστήμης.
Ολοκληρώνοντας,
ο στόχος μας σε κάθε περίπτωση, χωρίς να αναλωνόμαστε ανόητα σε
ατέρμονες συζητήσεις και τοποθετήσεις αναφορικά με το κοινό νόμισμα,
πρέπει να είναι ένας και μοναδικός: να διώξουμε τους εισβολείς από την πατρίδα μας με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία, όσο το δυνατόν συντομότερα, αποφεύγοντας φυσικά να εκποιήσουμε τη δημόσια περιουσία.
Παράλληλα, να εγκαταστήσουμε την άμεση δημοκρατία, σε περιβάλλον μικτής οικονομίας
– όπου οι κοινωφελείς, οι μονοπωλιακές, καθώς επίσης οι στρατηγικές μας
επιχειρήσεις θα ανήκουν στο δημόσιο (ευθύνη μας οφείλει να είναι ο
έλεγχος της σωστής λειτουργίας τους), ενώ όλες οι υπόλοιπες στον
ιδιωτικό τομέα. Μπορούμε να το κάνουμε, αφού έχουμε όλες τις προϋποθέσεις, μπορούμε και μόνοι μας – αρκεί να το θελήσουμε.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου