Συνεχίζει, προσθέτοντας και νέα στοιχεία, τις αποκαλύψεις του tvxs.gr για το φλερτ ΝΔ - Χρυσής Αυγής o Δημήτρης Ψαρράς, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
Οι παλινωδίες της συγκυβέρνησης για το νομοσχέδιο καταπολέμησης του
ρατσισμού δεν οφείλονται στη γνωστή ασυνεννοησία των στελεχών της.
Εξίσου ανυπόστατες είναι και οι κυβερνητικές διαρροές, που αποδίδουν την
άγαρμπη απόσυρση του νομοσχεδίου σε δήθεν παρέμβαση παραγόντων της Εκκλησίας ή των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στην πραγματικότητα, πίσω από την εσωκυβερνητική διχογνωμία για το
νομοσχέδιο αυτό κρύβεται η σύγκρουση δύο γραμμών στο εσωτερικό της
κυβέρνησης σχετικά με την αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου. Οι μεν
υποστηρίζουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε τρόπο (πολιτικό,
ιδεολογικό, νομοθετικό) ο πυρήνας και οργανωτής των ρατσιστικών
εγκλημάτων, ενώ οι δε επιμένουν ότι πρέπει να μείνει ανοιχτή η δίοδος
προς τη Χρυσή Αυγή, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί και
κάποιου είδους συνεργασία των «εθνικοφρόνων» στο μέλλον, προκειμένου να
αναχαιτιστεί η δυναμική της Αριστεράς και να βρεθεί μια νέα κυβερνητική
λύση αν καταρρεύσει η παρούσα.
Όπως φάνηκε από το ποιος ανέλαβε να «αναμορφώσει» το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη, αυτή τη στιγμή επικρατεί καθαρά η δεύτερη άποψη. Γιατί ο γραμματέας της κυβέρνησης Παναγιώτης Μπαλτάκος, στον οποίο ανέθεσε το έργο ο κ. Σαμαράς, έχει ήδη δώσει τα εθνικόφρονα διαπιστευτήριά του. Είναι γνωστές οι δηλώσεις του προς την αντιπροσωπεία της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ότι δεν τον ενδιαφέρουν το έργο της Επιτροπής, ούτε οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, και συνειδητά ως τώρα δεν έκανε τίποτα για να διευκολύνει την απρόσκοπτη λειτουργία της Επιτροπής.
Το κακό είναι ότι κι εκείνοι που –τουλάχιστον στα λόγια- επιμένουν στη λήψη μέτρων κατά των ρατσιστικών εγκλημάτων δεν θεωρούν και πολύ σοβαρό αυτό το ζήτημα. Και περισσότερο τους απασχολεί να μη φανεί ότι η χώρα μας δεν συμμορφώνεται προς τις διεθνείς της υποχρεώσεις.
Πρόκειται για ένα παλιό τέχνασμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος: υπογράφουμε διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ξεχνάμε να τις επικυρώσουμε και όταν τις επικυρώσουμε δεν τις εφαρμόζουμε. Και τραβάτε εσείς, θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να βρείτε το δίκιο σας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Αλλά ακόμα και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού η ελληνική έννομη τάξη εφαρμόζει επιλεκτικά.
Ξαναδιαβάζοντας την ομιλία του πρωθυπουργού στη Συναγωγή Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης, όπου στις 17/3/2013 έγινε η δέηση στη μνήμη των 50.000 Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, έχουμε την αίσθηση ότι ο κ. Σαμαράς βρίσκεται σε άλλη χώρα. Η ομιλία του ήταν βέβαια σκληρή και άτεγκτη απέναντι στον ναζισμό. Μόνο που δεν αποδέχεται ότι υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στη χώρα μας. Στην αρχή ο κ. Σαμαράς μιλά για «ελάχιστες μεμονωμένες φωνές που προσπαθούν να αναβιώσουν τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό». Στη συνέχεια διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα οι ρατσιστές «είναι λιγότεροι απ’ ο,τι σε άλλες δυτικές κοινωνίες». Και καταλήγει στον ανατριχιαστικό στρουθοκαμηλισμό ότι ο ναζισμός δεν θα περάσει «γιατί δεν το θέλουν οι Έλληνες. Γιατί δεν τους το επιτρέπει η παράδοσή τους. Γιατί υπάρχουν πολύ ισχυρά αντισώματα στο DNA μας, στο γονίδιό μας, που πολεμούν αυτόν τον ‘‘ιό’’». Αλλά αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλά για το ελληνικό DNA και το εθνικό γονίδιο, που να διαφωνήσει ο κάθε Παναγιώταρος; Και αν το πρόβλημα των ναζιστικών εγκλημάτων είναι τόσο μικρό, για ποιο λόγο να υπάρξει οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση;
Κακά τα ψέματα. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένας μικροπολιτικός υπολογισμός. Μην κακοκαρδίσουμε τη Χρυσή Αυγή, γιατί χρειαζόμαστε και την ίδια και τους ψηφοφόρους της. Δεν είναι πρώτη φορά που η συντηρητική παράταξη βρίσκεται υποχρεωμένη να στηριχτεί στην Ακροδεξιά, προκειμένου να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για την ακρίβεια, από τη Μεταπολίτευση αυτή ήταν η στρατηγική που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκειμένου να εξουδετερώσει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός ξεχωριστού και βιώσιμου ακροδεξιού πόλου. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Μέχρι τώρα οι ηγεσίες της συντηρητικής παράταξης εξασφάλιζαν την ηγεμονία των δικών τους απόψεων και συνήθως απλώς ανέχονταν τη συνεργασία με φιλοβασιλικά ή φιλοχουντικά στελέχη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υιοθετήσει ως κόκκινη γραμμή την πολιτική εξουδετέρωση του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ και τη μη αμνήστευση των πραξικοπηματιών. Ο Κώστας Καραμανλής στηρίχτηκε στη θεωρία του «μεσαίου χώρου» που οδήγησε τον Καρατζαφέρη στην αποχώρηση και τη δημιουργία του ΛΑΟΣ.
Τώρα ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να προσεγγίσει την πιο ακραία μορφή Ακροδεξιάς που έχει εμφανιστεί από τη Μεταπολίτευση, τη ναζιστική οργάνωση, ως ενδεχόμενο εταίρο. Αλλά όποια μορφή κι αν πάρει η συμμαχία αυτή (από συνεργασία έως άτυπη ανοχή), δεν είναι δυνατόν να έχει το πάνω χέρι η φιλελεύθερη πτέρυγα της Δεξιάς. Γιατί ο Μιχαλολιάκος δεν είναι Φίνι που τα βρήκε με τον Μπερλουσκόνι και μετατράπηκε από μεταφασίστα σε λάτρη του Ισραήλ. Ο Μιχαλολιάκος δεν έχει κανένα λόγο να αλλαξοπιστήσει, τη στιγμή που οι απόψεις του βρίσκουν ευήκοα ώτα στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, όπως αποδεικνύουν τα κρούσματα Μπαλτάκου, Κρανιδιώτη, Κωτούλα, η σύμπλευση για τα ζητήματα της Ιθαγένειας, και φυσικά η επιβλητική παρουσία στη Νέα Δημοκρατία στελεχών του ΛΑΟΣ. Αλλωστε από την περίοδο της «Πολιτικής Ανοιξης» ο κ. Σαμαράς είχε στενούς συνεργάτες στελέχη του χώρου όπως ο Σάββας Χατζηπαρασκευάς, εκδότης σήμερα της χουντικής εφημερίδας «Στόχος».
Αλλά πως αντιμετωπίζει το δίλημμα της Νέας Δημοκρατίας η Χρυσή Αυγή; Επισήμως εξακολουθεί να καταγγέλλει τον Σαμαρά, αλλά ταυτόχρονα επιχαίρει για την απόσυρση του νομοσχεδίου, ενώ ενισχύει την αντισημιτική της προπαγάνδα, επιχειρώντας να εμφανίσει ως μοναδικούς της πολέμιους τους Εβραίους και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πριν από λίγα καιρό, ένα από τα γνωστότερα στελέχη της μεταπολιτευτικής Ακροδεξιάς, που αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», ο Θόδωρος Καραμπέτσος, είχε προβεί σε μια σημαντική αποκάλυψη. Είχε περιγράψει ένα δείπνο του στη Ρώμη με τον Τζόρτζιο Αλμιράντε, ηγέτη του νεοφασιστικού ιταλικού MSI, όπου ο «πολιτικός τους πατέρας» είχε υποδείξει στους Ελληνες οπαδούς του να προσχωρήσουν «στο μεγάλο κόμμα» (δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία) διότι ακόμα τότε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν υπήρχε «εθνικισμός βάθους», και να δημιουργήσουν ένα «κύτταρο» που θα διαχώριζε τη θέση του την κατάλληλη στιγμή (περιοδικό «Patria», Ιαν.-Φεβ. 2009). Φαίνεται ότι τώρα που υπάρχει «εθνικισμός βάθους» είναι το ίδιο το «μεγάλο κόμμα» που επιδιώκει να δημιουργήσει στα σπλάχνα του αυτό το φασιστικό «κύτταρο».
Όπως φάνηκε από το ποιος ανέλαβε να «αναμορφώσει» το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη, αυτή τη στιγμή επικρατεί καθαρά η δεύτερη άποψη. Γιατί ο γραμματέας της κυβέρνησης Παναγιώτης Μπαλτάκος, στον οποίο ανέθεσε το έργο ο κ. Σαμαράς, έχει ήδη δώσει τα εθνικόφρονα διαπιστευτήριά του. Είναι γνωστές οι δηλώσεις του προς την αντιπροσωπεία της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ότι δεν τον ενδιαφέρουν το έργο της Επιτροπής, ούτε οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, και συνειδητά ως τώρα δεν έκανε τίποτα για να διευκολύνει την απρόσκοπτη λειτουργία της Επιτροπής.
Το κακό είναι ότι κι εκείνοι που –τουλάχιστον στα λόγια- επιμένουν στη λήψη μέτρων κατά των ρατσιστικών εγκλημάτων δεν θεωρούν και πολύ σοβαρό αυτό το ζήτημα. Και περισσότερο τους απασχολεί να μη φανεί ότι η χώρα μας δεν συμμορφώνεται προς τις διεθνείς της υποχρεώσεις.
Πρόκειται για ένα παλιό τέχνασμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος: υπογράφουμε διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ξεχνάμε να τις επικυρώσουμε και όταν τις επικυρώσουμε δεν τις εφαρμόζουμε. Και τραβάτε εσείς, θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να βρείτε το δίκιο σας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Αλλά ακόμα και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού η ελληνική έννομη τάξη εφαρμόζει επιλεκτικά.
Ξαναδιαβάζοντας την ομιλία του πρωθυπουργού στη Συναγωγή Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης, όπου στις 17/3/2013 έγινε η δέηση στη μνήμη των 50.000 Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, έχουμε την αίσθηση ότι ο κ. Σαμαράς βρίσκεται σε άλλη χώρα. Η ομιλία του ήταν βέβαια σκληρή και άτεγκτη απέναντι στον ναζισμό. Μόνο που δεν αποδέχεται ότι υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στη χώρα μας. Στην αρχή ο κ. Σαμαράς μιλά για «ελάχιστες μεμονωμένες φωνές που προσπαθούν να αναβιώσουν τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό». Στη συνέχεια διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα οι ρατσιστές «είναι λιγότεροι απ’ ο,τι σε άλλες δυτικές κοινωνίες». Και καταλήγει στον ανατριχιαστικό στρουθοκαμηλισμό ότι ο ναζισμός δεν θα περάσει «γιατί δεν το θέλουν οι Έλληνες. Γιατί δεν τους το επιτρέπει η παράδοσή τους. Γιατί υπάρχουν πολύ ισχυρά αντισώματα στο DNA μας, στο γονίδιό μας, που πολεμούν αυτόν τον ‘‘ιό’’». Αλλά αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλά για το ελληνικό DNA και το εθνικό γονίδιο, που να διαφωνήσει ο κάθε Παναγιώταρος; Και αν το πρόβλημα των ναζιστικών εγκλημάτων είναι τόσο μικρό, για ποιο λόγο να υπάρξει οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση;
Κακά τα ψέματα. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένας μικροπολιτικός υπολογισμός. Μην κακοκαρδίσουμε τη Χρυσή Αυγή, γιατί χρειαζόμαστε και την ίδια και τους ψηφοφόρους της. Δεν είναι πρώτη φορά που η συντηρητική παράταξη βρίσκεται υποχρεωμένη να στηριχτεί στην Ακροδεξιά, προκειμένου να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για την ακρίβεια, από τη Μεταπολίτευση αυτή ήταν η στρατηγική που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκειμένου να εξουδετερώσει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός ξεχωριστού και βιώσιμου ακροδεξιού πόλου. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Μέχρι τώρα οι ηγεσίες της συντηρητικής παράταξης εξασφάλιζαν την ηγεμονία των δικών τους απόψεων και συνήθως απλώς ανέχονταν τη συνεργασία με φιλοβασιλικά ή φιλοχουντικά στελέχη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υιοθετήσει ως κόκκινη γραμμή την πολιτική εξουδετέρωση του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ και τη μη αμνήστευση των πραξικοπηματιών. Ο Κώστας Καραμανλής στηρίχτηκε στη θεωρία του «μεσαίου χώρου» που οδήγησε τον Καρατζαφέρη στην αποχώρηση και τη δημιουργία του ΛΑΟΣ.
Τώρα ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να προσεγγίσει την πιο ακραία μορφή Ακροδεξιάς που έχει εμφανιστεί από τη Μεταπολίτευση, τη ναζιστική οργάνωση, ως ενδεχόμενο εταίρο. Αλλά όποια μορφή κι αν πάρει η συμμαχία αυτή (από συνεργασία έως άτυπη ανοχή), δεν είναι δυνατόν να έχει το πάνω χέρι η φιλελεύθερη πτέρυγα της Δεξιάς. Γιατί ο Μιχαλολιάκος δεν είναι Φίνι που τα βρήκε με τον Μπερλουσκόνι και μετατράπηκε από μεταφασίστα σε λάτρη του Ισραήλ. Ο Μιχαλολιάκος δεν έχει κανένα λόγο να αλλαξοπιστήσει, τη στιγμή που οι απόψεις του βρίσκουν ευήκοα ώτα στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, όπως αποδεικνύουν τα κρούσματα Μπαλτάκου, Κρανιδιώτη, Κωτούλα, η σύμπλευση για τα ζητήματα της Ιθαγένειας, και φυσικά η επιβλητική παρουσία στη Νέα Δημοκρατία στελεχών του ΛΑΟΣ. Αλλωστε από την περίοδο της «Πολιτικής Ανοιξης» ο κ. Σαμαράς είχε στενούς συνεργάτες στελέχη του χώρου όπως ο Σάββας Χατζηπαρασκευάς, εκδότης σήμερα της χουντικής εφημερίδας «Στόχος».
Αλλά πως αντιμετωπίζει το δίλημμα της Νέας Δημοκρατίας η Χρυσή Αυγή; Επισήμως εξακολουθεί να καταγγέλλει τον Σαμαρά, αλλά ταυτόχρονα επιχαίρει για την απόσυρση του νομοσχεδίου, ενώ ενισχύει την αντισημιτική της προπαγάνδα, επιχειρώντας να εμφανίσει ως μοναδικούς της πολέμιους τους Εβραίους και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πριν από λίγα καιρό, ένα από τα γνωστότερα στελέχη της μεταπολιτευτικής Ακροδεξιάς, που αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», ο Θόδωρος Καραμπέτσος, είχε προβεί σε μια σημαντική αποκάλυψη. Είχε περιγράψει ένα δείπνο του στη Ρώμη με τον Τζόρτζιο Αλμιράντε, ηγέτη του νεοφασιστικού ιταλικού MSI, όπου ο «πολιτικός τους πατέρας» είχε υποδείξει στους Ελληνες οπαδούς του να προσχωρήσουν «στο μεγάλο κόμμα» (δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία) διότι ακόμα τότε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν υπήρχε «εθνικισμός βάθους», και να δημιουργήσουν ένα «κύτταρο» που θα διαχώριζε τη θέση του την κατάλληλη στιγμή (περιοδικό «Patria», Ιαν.-Φεβ. 2009). Φαίνεται ότι τώρα που υπάρχει «εθνικισμός βάθους» είναι το ίδιο το «μεγάλο κόμμα» που επιδιώκει να δημιουργήσει στα σπλάχνα του αυτό το φασιστικό «κύτταρο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου