της Μαριάννας Τόλια
Να μια εκδοχή του πίνακα που
δείχνει η Μέρκελ στους δημοσιογράφους
του Spiegel για να τους πείσει
ότι η αιτία της κρίσης του ευρώ είναι η
μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους
εργασίας στο Νότο σε σχέση
με τη Γερμανία.
Πηγή: Felipe-Kumar, «Do some countries
in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what
unit labour costs really mean”, με
βάση στοιχεία ΟΟΣΑ και εκτιμήσεις των
συγγραφέων, στο
Voxeu.org.
O πίνακας
αυτός υποδεικνύει ακριβώς ότι από
το 1980 μέχρι το 2007 το μοναδιαίο κόστος
εργασίας αυξήθηκε στις χώρες του Νότου
πολύ περισσότερο από ό,τι στη Γερμανία.
Στην Ελλάδα 15πλάστηκε, στην Πορτογαλία
10πλασιάστηκε (ετήσια αύξηση 9.5%), στην
Ιταλία και στην Ισπανία υπερτετραπλασιάστηκε
(ετήσια αύξηση 5.3% και 5.% αντίστοιχα) και
στην Ιρλανδία υπερτριπλασιάστηκε
(ετήσια αύξηση 3.64%). Αντίθετα, στη Γερμανία
αυξήθηκε πολύ λίγο, μόλις μιάμιση φορά
(ετήσια αύξηση 1.21%).
Η συνήθης ερμηνεία για την
αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας
είναι ότι οφείλεται στο ότι οι μισθοί
των εργαζομένων αυξάνονται γρηγορότερα
από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Είναι γεγονός ότι και τα στοιχεία του
ΟΟΣΑ για την εξέλιξη των μισθών
(ονομαστικές αμοιβές) στις χώρες της ΕΕ
των 12 δίνουν την ίδια εικόνα: ότι από το
1980 ως το 2007 οι μισθοί των κρατών του
Νότου αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς
– αλλά πάντως χαμηλότερους από τότε
που μπήκαν στο ευρώ από ό,τι στα χρόνια
των εθνικών νομισμάτων – ενώ της
Γερμανίας ελάχιστα. Η αύξηση της
παραγωγικότητας από την άλλη μεριά
υπήρξε μεν χαμηλότερη από την αύξηση
του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αλλά
ήταν πολύ μεγάλη στην Ιρλανδία, την
Ελλάδα και την Πορτογαλία (με αυτή τη
σειρά) και πολύ μικρή στη Γερμανία.
Αν φτιάξουμε τώρα τα διαγράμματα
με την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους
εργασίας των κρατών του Νότου συγκριτικά
με της Γερμανίας, έχουμε κάτι σαν αυτό
που δείχνει η Γερμανίδα καγκελάριος
στο Spiegel και είναι περίπου
το εξής:
Πηγή: Felipe, Kumar,
“Unit Labor Costs in the Eurozone: The Competitiveness Debate
Again”, WP n. 651, Levy Economics Institute
Προσέξτε εδώ πως oι
γραμμές του μοναδιαίου εργασιακού
κόστους όλων των χωρών του Νότου και
συγκεκριμένα της Ελλάδας, της Ιταλίας,
της Πορτογαλίας και της Ισπανίας σε
σχέση με της Γερμανίας πάνε κατά τον
ουρανό – σε αντίθεση με τις πολύ
πιο ισορροπημένες γραμμές π.χ. της
Ολλανδίας, της Αυστρίας, του Βελγίου,
της Φιλανδίας κλπ.
Έχει δίκιο λοιπόν η Μέρκελ;
Όχι.
Στην ευρωπαϊκή συζήτηση περί
ανταγωνιστικότητας υπάρχει μια βαρβάτη
επιστημολογική απάτη την οποία
έφεραν στο φως το 2011 ο επικεφαλής
οικονομολόγος της Asian
Development Bank
J. Felipe και ο συνάδελφός του U. Kumar,
ανοίγοντας έναν ριζοσπαστικό δρόμο
στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής κρίσης.
Πού έγκειται η απάτη; Στην
κατασκευή του δείκτη μοναδιαίου κόστους
εργασίας που είναι προβληματική και
παραπλανητική, λένε οι Felipe
και Kumar.
Αυτός ο δείκτης αφορά επιχειρήσεις ή
κλάδους και μπορεί να διευκολύνει
συγκρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων ή κλάδων.
Η μεταφορά του σε επίπεδο ολόκληρων
εθνικών οικονομιών και οι ανάλογες
συγκρίσεις χωρίς να αποδίδεται η
οφειλόμενη προσοχή στις διαφορές ανάμεσα
σε επιχειρήσεις και οικονομίες, αλλά
ούτε και στον τρόπο δόμησής του είναι
άκριτη και αντιεπιστημονική, τονίζουν
οι δύο οικονομολόγοι.
Ας δούμε πώς το εξηγούν. Η
μέτρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας,
λένε, συνηθίζεται σε επίπεδο επιχείρησης
και μετράει πάντα φυσικά μεγέθη
παραγόμενων αγαθών. Για παράδειγμα,
υπολογίζουμε το μοναδιαίο κόστος
εργασίας για μια επιχείρηση που παράγει
μολύβια βάζοντας στον αριθμητή τον
ονομαστικό μισθό του εργαζομένου στο
εθνικό νόμισμα (Χ ευρώ ανά εργαζόμενο)
και στον παρονομαστή την παραγωγικότητα
της εργασίας (Ψ μολύβια ανά εργαζόμενο).
Έτσι προκύπτει το μοναδιαίο κόστος
εργασίας που είναι ένα νούμερο Ζ ευρώ
ανά μολύβι.
Για μια επιχείρηση παραγωγής
μολυβιών η μέτρηση του μοναδιαίου
εργατικού κόστους, ενδεχομένως και η
μείωσή του, έχουν νόημα, γιατί θα της
επιτρέψουν να παράγει μολύβια φτηνότερα
από τους ανταγωνιστές της. Όμως δεν
έχουν νόημα στο επίπεδο μιας ολόκληρης
εθνικής οικονομίας.
Οι Felipe και Kumar
εξηγούν γιατί. Σε μια ολόκληρη οικονομία
π.χ. της Ελλάδας, οι οικονομολόγοι μπορούν
μεν να προσθέσουν όλους τους μισθούς
των εργαζομένων και να βάλουν το σύνολό
τους στον αριθμητή, όμως αδυνατούν να
προσθέσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες
που παράγει η οικονομία σε φυσικά μεγέθη
για να φτιάξουν τον παρονομαστή. Πώς να
προσθέσεις Χ μολύβια+Ψ τόνους ελαιόλαδο+
Ζ τόνους χαλκοσωλήνες+Α διανυκτερεύσεις
στο ξενοδοχείο η Ωραία Μύκονος; Δεν
γίνεται.
Άρα ο παρονομαστής πρέπει να
βγει με άλλο τρόπο. Και βγαίνει από τη
συνολική παραγωγικότητα της εργασίας
η οποία υπολογίζεται ως ο λόγος της
ονομαστικής προστιθέμενης αξίας προς
τον αποπληθωριστή των τιμών και όλο
αυτό δια του αριθμού των εργαζομένων.
Όμως αυτό το μέγεθος, επισημαίνουν οι
Felipe και Kumar,
ως συνολικό μέγεθος για μια οικονομία
δεν είναι καθόλου συγκρίσιμο με το ίδιο
μέγεθος σε επίπεδο μιας επιχείρησης.
Στην πραγματικότητα μάλιστα αντιπροσωπεύει
το μερίδιο της εργασίας στο παραγόμενο
προϊόν (προστιθέμενη αξία), επί τον
αποπληθωριστή των τιμών. Τι θα πει αυτό
με απλά λόγια; Ότι οι μεταβολές του
μοναδιαίου κόστους εργασίας αντανακλούν
δυο πράγματα: αφενός την κατανομή του
εθνικού εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου
και εργασίας και αφετέρου τον πληθωρισμό.
Αφού εξηγούν ότι έτσι έχουν
τα πράγματα, οι Felipe και Kumar παρέλαβαν
τους πίνακες της Μέρκελ, πρόσθεσαν πάνω
τους τις μεταβολές του αποπληθωριστή
και του μεριδίου της εργασίας και έβγαλαν
τα εξής:
Πηγή: Felipe-Kumar, «Do some countries
in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what
unit labour costs really mean”, με
βάση στοιχεία ΟΟΣΑ και εκτιμήσεις των
συγγραφέων, στο
Voxeu.org.
Τι βλέπουμε εδώ; Α χα!…
Ότι η διαβόητη μεγάλη
αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας
του ευρωπαϊκού Νότου (κόκκινη γραμμή)
αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα
αύξηση του αποπληθωριστή (πράσινη
γραμμή) και όχι του μεριδίου των
εργαζομένων (μπλε γραμμή). Στην
πραγματικότητα, κατά την επίμαχη περίοδο
το μερίδιο των εργαζομένων έχει μειωθεί
προς όφελος του κεφαλαίου σε 9 χώρες
της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Ιταλία και
η Ισπανία, έχει παραμείνει σταθερό στην
Πορτογαλία και έχει αυξηθεί μόνο στην
Ελλάδα. Προσοχή, όμως, σημειώνουν οι
συγγραφείς: ούτε η εξαίρεση της αύξησης
του μεριδίου εργασίας στην Ελλάδα λέει
πολλά πράματα διότι η Ελλάδα ξεκίνησε
το 1980 από πολύ χαμηλά: από το
χαμηλότερο μερίδιο εργασίας όχι απλά
στην Ευρώπη των 12 αλλά και στο σύνολο
των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, οπότε
ήταν εύλογο να κινηθεί ψηλότερα.
Αντίθετα, ο
πληθωρισμός των κρατών του Νότου υπήρξε
πάντα πολύ υψηλός, ιδίως συγκρινόμενος
με τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό των κρατών
του Βορρά: κι αυτό ισχύει για όλη την
περίοδο από το 1980 ως το 2007, τόσο δηλαδή
για τα χρόνια των εθνικών νομισμάτων
όσο και του ευρώ (αν και για διαφορετικούς
λόγους σε κάθε περίοδο).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η
μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους
εργασίας στο Νότο δίνει ψευδή εικόνα
για την πραγματικότητα των εργασιακών
αμοιβών, αφού δεν οφείλεται σε αύξηση
του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο
προϊόν αλλά σε αύξηση του αποπληθωριστή.
Ωραία, λοιπόν, συνεχίζουν οι
Felipe και Kumar.
Είδαμε ότι η μεταφορά του δείκτη
μοναδιαίου κόστους εργασίας από τις
επιχειρήσεις στις εθνικές οικονομίες,
αν γίνει άκριτα και αντιεπιστημονικά,
είναι παραπλανητική.
Υπάρχει άραγε
τρόπος να κάνουμε την ίδια δουλειά με
τρόπο κριτικό και επιστημονικό; Σαφώς,
απαντούν, κι ο τρόπος αυτός μπορεί να
μας αποκαλύψει τη δεύτερη απάτη της
ευρωπαϊκής συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας,
που έγκειται στην απίθανη έμπνευση να
επιχειρούνται συγκρίσεις ανάμεσα στην
ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας και
τα κράτη του Νότου. Πρόκειται για
μήλα με πορτοκάλια, στο βαθμό που
η Γερμανία ανταγωνίζεται εντελώς
διαφορετικές χώρες από αυτές που
ανταγωνίζεται ο Νότος, ιδίως η Πορτογαλία
με την Ελλάδα.
Είναι βασικό να καταλάβουμε
ότι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας
μεταξύ εθνικών οικονομιών μπορούν να
γίνουν μόνο αν οι χώρες έχουν κάποια
κομμάτια κοινής παραγωγικής βάσης και
κοινών εξαγωγών. Αν μια χώρα εξάγει
πορτοκάλια και καλοκαιρινές διακοπές
και μια άλλη εξάγει γάλα και αυτοκίνητα,
δεν υπάρχει κοινή βάση για συγκρίσεις
ανταγωνιστικότητας.
Από τα στοιχεία εξαγωγών του
ΟΟΣΑ της περιόδου 2001-2007, οι δύο οικονομολόγοι
διαπιστώνουν ότι η Γερμανία είναι η
δεύτερη πιο πολύπλοκη τεχνολογικά
οικονομία του κόσμου μετά την Ιαπωνία.
Γερμανία και Ιαπωνία, λένε, μαζί με
την Ελβετία, τις ΗΠΑ, τη Σουηδία, τη
Φιλανδία και την Αγγλία, συναποτελούν
μια μικρή ομάδα χωρών οι οποίες αφενός
εξάγουν τα πιο πολύπλοκα τεχνολογικά
προϊόντα του κόσμου κι αφετέρου έχουν
ασυνήθιστη ισχύ στις αγορές – με την
έννοια ότι μπορούν να επηρεάζουν τις
τιμές προς όφελός τους.
Ας αντιληφθούμε,
συνεχίζουν, ότι το 64% των γερμανικών
εξαγωγών αφορά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας
και το 4% χαμηλής. Αντίθετα, το 33.1% των
εξαγωγών της Ελλάδας και το 21.7% της
Πορτογαλίας αφορούν προϊόντα χαμηλής
τεχνολογίας και μόνο το 17% των ελληνικών
και το 24% των πορτογαλικών εξαγωγών
αφορούν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας –
αλλά όχι τόσο υψηλής όσο της Γερμανίας.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι χώρες του
Νότου δεν ανταγωνίζονται σε καμία
περίπτωση τη Γερμανία ώστε να υπάρχει
θέμα σύγκρισης μεταβολών στα μοναδιαία
κόστη εργασίας τους.
Οπότε, για να δούμε τι
συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας έχουν
νόημα, συνεχίζουν οι Felipe
και Kumar,
είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε
το δείκτη διεθνούς κατάταξης της
τεχνολογικής δομής των εξαγωγών.
Χώρες με κοντινές θέσεις σε αυτή την
κατάταξη παράγουν προϊόντα περίπου
παραπλήσιας τεχνολογικής δομής και
ανταγωνίζονται μεταξύ τους, χώρες με
πολύ μακρινές θέσεις όχι. Αυτό όμως που
βλέπουμε από τη διεθνή κατάταξη των
κρατών ανάλογα με την τεχνολογική δομή
των εξαγωγών τους, σημειώνουν οι δύο
οικονομολόγοι, είναι ότι η Γερμανία
φιγουράρει στη 2η θέση παγκοσμίως, η
Ιρλανδία στη 12η, που είναι
κοντά στην Ολλανδία και την Τσεχία, η
Ιταλία στην 24η, η οποία βρίσκεται
κοντά στη Νότια Κορέα και η Ισπανία λίγο
παρακάτω στην 28η, πλάι στο Μεξικό.
Όσο για την Ελλάδα και την Πορτογαλία,
αυτές βρίσκονται πολύ χαμηλότερα, στην
52η και 53η θέση, κάτω και από την Κίνα
(που το διάστημα 2001-2007 βρισκόταν στην
51η θέση αλλά πλέον έχει αναβαθμιστεί).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν
υπάρχει κανένα επιστημονικό αντίκρισμα
σε συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ
Γερμανίας και Ελλάδας, σαν κι αυτές που
γίνονται κατά κόρον στην Ευρώπη σήμερα.
Η Γερμανία ανταγωνίζεται την Ιαπωνία
και η Ελλάδα με την Πορτογαλία
ανταγωνίζονται την Κίνα.
Συμπέρασμα: Είναι
αλήθεια ότι τα κράτη του ευρωπαϊκού
Νότου έχουν σοβαρό έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας, καταλήγουν οι
Felipe και Kumar.
Αυτό όμως δεν οφείλεται ούτε στους
δήθεν υψηλούς μισθούς των εργαζομένων
τους που είναι χαμηλότεροι σε σχέση με
του ευρωπαϊκού Βορρά, ούτε στην έλλειψη
παραγωγικότητας που για πολλά χρόνια
αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα από του
Βορρά. Οφείλεται στις αποκλίσεις
της παραγωγής και των εξαγωγών ανάμεσα
στο Βορρά και το Νότο και δεν έχει να
κάνει καθόλου με τιμές. Το
πρόβλημα του Νότου είναι ότι «κόλλησε»
στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής
τεχνολογίας τα οποία παράγουν πλέον κι
άλλες χώρες, χαμηλότερου μισθολογικού
κόστους. Επίσης, οι χώρες του Νότου
έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.
Η Ιταλία και η Ισπανία είναι σε καλύτερη
θέση. Αντίθετα η Πορτογαλία και η Ελλάδα,
που βρέθηκαν να ανταγωνίζονται την
Κίνα, είναι πιασμένες σε μια τρομερή
παγίδα.
Δυστυχώς, αποφαίνονται οι
δύο οικονομολόγοι, δεν υπάρχει εύκολη
λύση. Το πρώτο που πρέπει να γίνει
κατανοητό είναι ότι η πολιτική της
εσωτερικής υποτίμησης, αντί να βοηθά
στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας
του Νότου, του δημιουργεί πρόσθετα
προβλήματα. Η εσωτερική υποτίμηση
δεν βοηθά διότι π.χ. η Ελλάδα και η
Πορτογαλία ακόμη και με μειώσεις μισθών
της τάξης του 30%, δεν μπορούν να
ανταγωνιστούν τους μισθούς της Κίνας
με την οποία έχουν κοινές εξαγωγές, αλλά
ούτε και τη Γερμανία γιατί τα εξαγωγικά
τους προϊόντα δεν συμπίπτουν με τα
γερμανικά. Οπότε η εσωτερική υποτίμηση
οδηγεί μόνο σε δραματική ύφεση και
μεγάλη μείωση του μεριδίου των εργαζομένων
στο εθνικό προϊόν.
Μια λύση για τα κράτη του
Νότου θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και
η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, με
χάραξη εθνικής βιομηχανικής πολιτικής.
Αυτή η λύση όμως προσκρούει
σε σοβαρά πολιτικά προβλήματα.
Οπότε ως μόνη πολιτικά εύλογη και εφικτή
λύση κρίνεται ο μετασχηματισμός της
Ευρωζώνης ώστε να αναλάβει πολύ πιο
δραστήριο ρόλο στην οικονομία η
δημοσιονομική πολιτική αφού βεβαίως
εξεταστούν οι επιπτώσεις αυτή της
αλλαγής στο ευρώ κι όλα αυτά σε
συνδυασμό με μια σοβαρή τεχνολογική
αναβάθμιση της παραγωγής των χωρών του
Νότου σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας
που δεν θα ανταγωνίζονται τις κινέζικες
εξαγωγές. Είναι δύσκολο να γίνει κάτι
τέτοιο, θα πάρει πολλά χρόνια, εκτιμούν,
οι συντάκτες της μελέτης, αλλά δεν
υπάρχει άλλη λύση.
(Η μελέτη
των Felipe-Kumar
υπάρχει σε μια σύντομη εκδοχή στο σάιτ
ευρωπαϊκής πολιτικής του Κέντρου Έρευνας
Οικονομικής Πολιτικής Vox
(http://www.voxeu.org/article/internal-devaluations-eurozone-mismeasured-and-misguided-argument)
και στην εκτεταμένη της εκδοχή στο Levy
Institute
(http://www.levyinstitute.org/pubs/wp_651.pdf).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου